Αξιοποιώντας μια νέα βάση δεδομένων (η οποία επίσης περιλαμβάνει και τα δάνεια που έχουν τύχει κάποιας μορφής αναδιάρθρωσης και δεν τελούν πλέον σε καθεστώς καθυστέρησης άνω των 90 ημερών), η μελέτη αναδεικνύει σειρά ευρημάτων βαρύνουσας σημασίας για τους προσδιοριστικούς παράγοντες των προβληματικών δανείων στην Ελλάδα καθώς και τις δυνητικές τους επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία και την σταθερότητα του εγχώριου τραπεζικού συστήματος.
Κάποια από τα κυριότερα συμπεράσματα της ανάλυσης παρουσιάζονται ακολούθως. Σε αντίθεση με την εμπειρία άλλων χωρών του ευρωπαϊκού νότου, η μεγάλη αύξηση των «κόκκινων» δανείων στην Ελλάδα από το 2008 και εντεύθεν οφείλεται κυρίως στην πρωτοφανή (σε μέγεθος και διάρκεια) ύφεση που κατέγραψε η ελληνική οικονομία και όχι στην πολιτική δανειοδοτήσεων που ακολούθησαν τα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της χώρας την περίοδο πριν το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης.
Η μετάδοση της επίπτωσης μιας συρρίκνωσης του ΑΕΠ ή και αύξησης του ποσοστού ανεργίας στο λόγο προβληματικών δανείων προς σύνολο δανείων λαμβάνει χώρα σχετικά σύντομα με κάποια από τα εκτιμώμενα οικονομετρικά υποδείγματα της μελέτης να προσδιορίζουν την εκδήλωση του μεγαλύτερου μέρους αυτής σε 2-3 τρίμηνα.
Όσον αφορά την αντίστοιχη μακροπρόθεσμη επίπτωση, αυτή εκτιμάται σε περίπου 0,4 ποσοστιαίες μονάδες αύξησης του λόγου προβληματικών δανείων για κάθε μονάδα συρρίκνωσης του πραγματικού ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ της χώρας.
Επιπρόσθετα, η μελέτη τεκμηριώνει την ύπαρξη αιτιώδους σχέσης αντίθετης κατεύθυνσης δηλ. από το λόγο προβληματικών δανείων προς το ΑΕΠ και το ποσοστό ανεργίας της Ελλάδας.
Ποιο απλουστευτικά, η αύξηση των προβληματικών δανείων συμβάλλει αρνητικά από την πλευρά της στην εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας μέσω των δυσμενών της επιπτώσεων στη κεφαλαιακή επάρκεια και τα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα των εγχώριων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων καθώς και στην ευχέρεια τους να παράσχουν νέες πιστώσεις στα νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Τέλος, σε συμφωνία με τα αποτελέσματα κάποιων παλαιότερων αναλύσεων, η μελέτη τεκμηριώνει διαφοροποιήσεις στον τρόπο με τον οποίο μια σειρά δεικτών της οικονομικής δραστηριότητας επιδρά στο λόγο προβληματικών δανείων προς το σύνολο των δανείων. Μεταξύ άλλων, μια μείωση του ρυθμού μεταβολής του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος ή/και αύξηση του ποσοστού ανεργίας συμβάλει σε ταχύτερη και μεγαλύτερη σε μέγεθος μεταβολή (αύξηση) του λόγου των επιχειρηματικών και των καταναλωτικών δανείων από ότι αυτού των στεγαστικών δανείων. Το ίδιο ισχύει και για την επίπτωση του πραγματικού μεσοσταθμικού επιτοκίου επί των δανείων αυτών.
Τα ανωτέρω ευρήματα σχετίζονται ενδεχομένως με σειρά ιδιοσυγκρασιακών παραγόντων όπως λχ. το σχετικά υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα καθώς και το γεγονός ότι τα στεγαστικά δάνεια φέρουν εμπράγματες εξασφαλίσεις που συνδέονται με το υποκείμενο ακίνητο. Επιπροσθέτως, σε αντίθεση με την περίπτωση των καταναλωτικών δανείων, ένα σημαντικό μέρος των στεγαστικών δανείων φέρουν σταθερό επιτόκιο.
Συνολικά, τα αποτελέσματα της μελέτης αναδεικνύουν την αναγκαιότητα άμεσης βελτίωσης του εγχώριου οικονομικού κλίματος που θα συνέβαλε αφενός στη σταθεροποίηση του λόγου προβληματικών δανείων προς σύνολο δανείων κοντά στα τρέχοντα επίπεδα και αφετέρου στη μετέπειτα αποκλιμάκωσή του.
Απαραίτητη προϋπόθεση για μια τέτοια εξέλιξη είναι η ταχεία ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με τους εταίρους του επίσημου τομέα στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης του νέου προγράμματος προσαρμογής.
Πιο μεσοπρόθεσμα, η περαιτέρω βελτίωση του θεσμικού, νομικού και εποπτικού πλαισίου για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων αποτελεί κρίσιμο προαπαιτούμενο για την απελευθέρωση πόρων που παραμένουν παγιδευμένοι σε μη παραγωγικούς τομείς της Ελληνικής οικονομίας και την ταχύτερη επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς μεταβολής των πιστώσεων προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr