Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που το ΔΝΤ σημείωσε ότι οι ελληνικές τράπεζες χρειάζονται περισσότερα κεφάλαια, το είχε πράξει και στη διάρκεια των προηγούμενων stress tests. Σύμφωνα βέβαια με τις εκτιμήσεις των εγχώριων και κοινοτικών παραγόντων, η πρόσφατη κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών εκτιμήθηκε ότι έφερε τις ελληνικές τράπεζες σε πολύ καλύτερη μοίρα έναντι του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού, καθώς το χρηματοπιστωτικό σύστημα βρέθηκε συνολικά με ίδια κεφάλαια περί των 36 δισ. ευρώ. Και αυτό είναι μια πραγματικότητα. Τα 36 δισ. διαμορφώνουν δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας core tier 1 περί το 17% που είναι προφανώς από τους υψηλότερους παγκοσμίως.
Ωστόσο, μεγάλο μέρος των ιδίων κεφαλαίων επί της ουσίας είναι αναβαλλόμενη φορολογία, ποσό που προσεγγίζει τα 19 δισ. ευρώ. Τα κεφάλαια που αναλογούν στον αναβαλλόμενο φόρο είναι λογιστικά και αποτελούν σχεδόν το 55% των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών, όταν για παράδειγμα οι Γερμανικές τράπεζες έχουν 9-10% αναβαλλόμενο φόρο, ενώ στις Ισπανικές και Ιταλικές τράπεζες ο αναβαλλόμενος φόρος βρίσκεται στο 25% κ.λπ.
Βέβαια, επισήμως η ΕΚΤ δεν θέτει θέμα αναβαλλόμενης φορολογίας για τις ελληνικές τράπεζες και η εξέλιξη αυτή μεταθέτει τον κίνδυνο νέων αυξήσεων κεφαλαίου. Όμως, από τις αρχές του 2016 ο αναβαλλόμενος φόρος δεν θα συμπεριλαμβάνεται στα κεφάλαια αντιθέτως όταν μια τράπεζα εμφανίζει ζημίες αυτές θα αφαιρούνται κατευθείαν από τα κεφάλαια.
Στο παρελθόν όταν μια τράπεζα εμφάνιζε ζημία αυτομάτως περνούσε στον αναβαλλόμενο φόρο, δηλαδή η ζημία μεταφερόταν στο μέλλον για να συμψηφιστεί με μελλοντικά κέρδη.
Από το 2016 αν μια τράπεζα εμφανίσει ζημία, τότε θα αφαιρεθεί αυτή από τα κεφάλαια και με βάση το νέο νόμο για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών οι τράπεζες πρέπει να εκδώσουν νέες μετοχές μέχρι του ύψους της ζημίας που θα τις εκχωρήσουν στο ΤΧΣ. Άρα, οι μέτοχοι θα υποστούν νέο dilution.
Και αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους οι τράπεζες έσπευσαν να φορτώσουν με ζημίες το 2015, ώστε να ξεκινήσουν το 2016 από χαμηλότερο σημείο εκκίνησης με σκοπό την επιστροφή στην κερδοφορία. Με κέρδη το 2016, αυτομάτως θα αρχίσει να μειώνεται και η αναβαλλόμενη φορολογία.
Για τις ελληνικές τράπεζες, που πρέπει να διαθέτουν υψηλότερο κεφαλαιακό απόθεμα capital buffer έναντι άλλων τραπεζών, δηλαδή πρέπει να διαθέτουν υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας για λόγους ασφαλείας, κρίσιμο είναι το θέμα της διαχείρισης επισφαλών δανείων, των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εν μέσω κρίσης και οικονομικής δυστοκίας.
Εάν οι εξελίξεις δεν δικαιώσουν τις τράπεζες ως προς τη δραστική περικοπή σχηματισμού νέων προβλέψεων και την διαχείριση δανειακών χαρτοφυλακίων, τότε υπάρχει πιθανότητα να παγιδευτούν εκ νέου και να χρειαστούν λόγω NPE και κατάργησης της αναβαλλόμενης φορολογίας νέα κεφάλαια. Βέβαια, ακόμα αυτά είναι σε επίπεδο «θεωρίας», πλην όμως, οι τράπεζες έχουν να διαχειριστούν ουκ ολίγα «αγκάθια».
Υπενθυμίζεται ότι το 2014, προκειμένου να ενισχυθεί η κεφαλαιακή βάση των τραπεζών ώστε να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις του stress test (που διενεργούσε τότε η ΕΚΤ), η κυβέρνηση προχώρησε στην αναγνώριση της αναβαλλόμενης φορολογίας για να μπορέσει η ΕΚΤ να την προσμετρήσει στα κεφάλαια των τραπεζών. Δηλαδή το κράτος εγγυήθηκε ότι οι τράπεζες θα έχουν το όφελος της αναβαλλόμενης φορολογίας ακόμα και αν δεν εμφανίσουν κέρδη.
Έτσι, σε περίπτωση ζημιών σε μια χρήση το Δημόσιο θα καταβάλει σε μετρητά το ύψος του αναβαλλόμενου φόρου που έχει αναγνωριστεί, ενώ ως αντάλλαγμα θα λάβει κοινές μετοχές. Ο αναβαλλόμενος φόρος είναι φορολογική κεφαλαιακή βοήθεια που δόθηκε παλαιότερα στις τράπεζες ως αντιστάθμισμα στις μεγάλες απώλειες που προκάλεσε το «κούρεμα» των ομολόγων, το PSI.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr