Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, η δημοσιονομική προσαρμογή θα πρέπει να έχει στόχο από το 2010 τη μείωση του ''διαρθρωτικού'' δημοσιονομικού ελλείμματος (δηλαδή του ελλείμματος όπως εκτιμάται αφού αφαιρεθούν οι επιδράσεις του οικονομικού κύκλου αλλά και προσωρινών μέτρων ή παραγόντων) κατά 1,5-2% του ΑΕΠ ετησίως.
Μάλιστα, για να υπάρξει αξιόπιστη, αισθητή και γρήγορη βελτίωση και να αντιστραφεί το αρνητικό κλίμα, θα απαιτηθεί εντονότερη προσπάθεια κατά τη διετία 2010-2011. Θα απαιτηθεί δηλαδή σωρευτική μείωση του διαρθρωτικού ελλείμματος κατά 5 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Επιπλέον, χρειάζεται να επιτευχθούν μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα για να μειωθεί ουσιαστικά το δημόσιο χρέος σε λογικό βάθος χρόνου.
Από την πλευρά του ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Eurobank κ Ν Καραμούζης τίνισε μεταξύ άλλων ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν λάβει το μήνυμα από την κοινωνία. Συγκεκριμένα τόνισε ότι « παρά τη σκληρή και έντονη κριτική, που έχει δεχθεί το τελευταίο καιρό, δεν είχε επενδύσει σε τοξικά και άλλα υψηλού κινδύνου προϊόντα, ούτε είχε ενεργή παρουσία στη διεθνή κερδοσκοπία τα τελευταία χρόνια . Επέδειξε, είτε από τύχη, είτε από προνοητικότητα, έναν επενδυτικό συντηρητισμό για την εποχή και το περιβάλλον, που ζούσαμε πριν την διεθνή κρίση.
Ετσι, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα:
α) Διατήρησε από τους χαμηλότερους βαθμούς μόχλευσης στην Ευρώπη με σχέση αξίας ενεργητικού προς ίδια κεφάλαια γύρω στις 15-16 φορές, έναντι 35 φορών σε ευρωπαϊκά τραπεζικά ιδρύματα
β) Διατήρησε χαμηλό βαθμό εξάρτησης από τις κεφαλαιαγορές για άντληση ρευστότητας με σχέση δανείων προς καταθέσεις κοντά στο 115%, ενώ, για παράδειγμα, στα τραπεζικά συστήματα της Μεγάλης Βρετανίας, της Ιρλανδίας και της Ισπανίας η σχέση κυμαινόταν μεταξύ 170% - 200%.
γ) Διατήρησε ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια με τα βασικά ίδια τους κεφάλαια (Core Tier I) να κυμαίνονται πάνω από το 8% σε σχέση με το σταθμισμένο ενεργητικό τους, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με την πλειοψηφία των ευρωπαϊκών τραπεζών.
δ) Έκανε μόνο περιορισμένη χρήση έναντι χρεώσεων αγοράς του κυβερνητικού πακέτου στήριξης των 28 δισεκ. ευρώ, που ήταν εξ' αρχής ένα από τα μικρότερα της Ευρώπης, κυρίως για να αντιμετωπίσει ζητήματα στενότητας ρευστότητας, που προέκυψαν με την κρίση.
Παράλληλα, μετά από δεκαετίες εσωστρέφειας και προστατευτισμού, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ακολούθησε τη διεθνοποίηση της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Αναπτύχθηκε στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπου έχει διαμορφώσει σήμερα μια σημαντική και αξιόλογη παρουσία σε 10 χώρες, με 3.800 υποκαταστήματα, 45.000 περίπου εργαζομένους, με υπόλοιπα δανείων κοντά στα 55 δισεκ. ευρώ και συνολικές επενδύσεις σε κεφάλαια και ρευστότητα στην περιοχή κοντά στα 45 δισεκ.
Αυτή η σημαντική προσπάθεια διεθνοποίησης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στην Νοτιοανατολική Ευρώπη αποτελεί μία εθνική επένδυση για όλους μας, που δεν πρέπει να πάει χαμένη. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει, λάβει τα μηνύματα των καιρών, την ευθύνη του απέναντι στην κοινωνία και την οικονομία, την ανάγκη χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, την απαίτηση για μεγαλύτερη διαφάνεια, εταιρική και κοινωνική ευθύνη και αποτελεσματική εποπτεία, παρότι αποτέλεσε την εξαίρεση του κανόνα στην Ευρώπη και δεν είχε έκθεση σε τοξικά προϊόντα και κερδοσκοπικές δραστηριότητες».
Πέτρος Λεωτσάκος
[email protected]
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr