Κατά μέσο όρο 120 χιλιάδες ευρώ δόθηκαν στις 27 χιλιάδες επιχειρήσεις ενώ μέσω του πρώτου προγράμματος διασφαλίστηκαν 130 χιλιάδες θέσεις εργασίας. Παρ΄ όλα αυτά τα κίνητρα η παροχή ρευστότητας δανείων από τις τράπεζες συνέχισε να παραμένει πτωτική. Η ΝΔ πίεσε τις τράπεζες ώστε να παράσχουν ρευστότητα αλλά η τάση στα δάνεια συνεχίζει να είναι πτωτική. Τα δάνεια αυξάνονται με ρυθμό 6% όταν στην Ευρώπη αγγίζουν το 2%.
Στην Ελλάδα είναι λίγο καλύτερα τα πράγματα. Το ΠΑΣΟΚ υποστηρίζει ότι θα βρει μηχανισμό ώστε οι τράπεζες να χορηγήσουν δάνεια προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Παράλληλα τονίζει ότι με 2 δισ. ευρώ μπορεί να κινηθεί η αγορά. Με την πολιτική της ΝΔ διοχετεύτηκαν 3,3 δισ. ευρώ αλλά η αγορά συνεχίζει να παραμένει σε σχετικά χαμηλά επίπεδα αν και υπήρξαν αναθερμάνσεις που όμως δεν έλαβαν τα χαρακτηριστικά τάσης.
Όπως υποστηρίζουν τραπεζικά στελέχη «είναι τελείως λανθασμένη η πολιτική των παρεμβάσεων στην ελεύθερη αγορά. Οι τράπεζες διοχετεύουν δάνεια αλλά η βασική αιτία που ενώ υπάρχει ρευστότητα πλεονάζουσα περίπου 20 δις ευρώ αυτή δεν καταλήγει ακόμη στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις είναι η σύνθεση αλλά και ο χρόνος διαράτησης της ρευστότητας. Αν αυτό το πρόβλημα δεν επιλυθεί τότε πολλά πράγματα δεν θα αλλάξουν. Σε όλη την Ευρώπη οι τράπεζες αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα και άλλη λύση πέραν της επιμήκυνσης του χρόνου διακράτησης της ρευστότητας και της απεξάρτησης από την ΕΚΤ δεν υπάρχει».
Το εύλογο ερώτημα που τίθεται είναι αν οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν υπερβάλλουσα ρευστότητα 20 δισ. ευρώ τότε γιατί δεν δίνουν δάνεια; Η απάντηση είναι πολύ σαφής. Οι τράπεζες έχουν ως βασικό τους μέλημα να απαγκιστρωθούν από την ΕΚΤ και το ελληνικό δημόσιο να μειώσουν δραστικά την εξάρτηση τους από αυτές τις πηγές ρευστότητας. Ακόμη αυτός ο στόχος δεν έχει επιτευχθεί ειδικά από την ΕΚΤ και δεν είναι τυχαίο ότι στο over night δηλαδή στις τοποθετήσεις στην διατραπεζική μιας ημέρας εμφανίζεται τεράστια ρευστότητα. H διαφορά μεταξύ της ρευστότητας π.χ. από την ΕΚΤ και της ρευστότητας που αποκτούν οι τράπεζες με ίδια μέσα εδράζεται κυρίως στην χρονική τους διάρκεια. Η ρευστότητα από την ΕΚΤ είναι κατά βάση μεσοβραχυχρόνιας διάρκειας και η ρευστότητα που αποκτούν οι τράπεζες με ίδια μέσα μακροχρόνια π.χ. 3 χρόνια ή 5 χρόνια.
Για το λόγο αυτό οι τράπεζες επιδιώκουν να επιμηκύνουν τον χρόνο διακράτησης της ρευστότητας τους έτσι ώστε να μπορούν να διευρύνουν το πλέγμα των επενδύσεων, να χορηγήσουν δάνεια και να προβούν σε κινήσεις ενίσχυσης της κερδοφορίας τους.
Πέτρος Λεωτσάκος
[email protected]
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr