Οι επιχειρήσεις της τελευταίας, πουλώντας, όπως αναφέρεται από εκπροσώπους του κλάδου, ένα ευρώ/ κιλό, πιο χαμηλά στην Ευρώπη, αλλά και μη έχοντας να αντιμετωπίσουν μεγάλες απαιτήσεις ρυθμιστικών πολιτικών για το περιβάλλον κτλ, που ισχύουν στην ΕΕ, ούτε και δασμούς, ένεκα της Τελωνειακής Ένωσης, προελαύνουν ανενόχλητες, ανταγωνιζόμενες τις Ελληνικές επιχειρήσεις του κλάδου, που έχουν και το «βάρος», μεταξύ άλλων, ενός «σφιχτού» και αυστηρού δεσμευτικού πλαισίου.
Η Τουρκία, βέβαια, και ο ανταγωνισμός, συχνά αθέμιτος, από τις επιχειρήσεις της είναι μια μόνο από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο κλάδος με βάση όσα αναφέρθηκαν πρόσφατα στο 3ο Συμπόσιο Ιχθυοκαλλιέργειας 2023. Όπως τόνισε ο πρόεδρος της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), κ. Απόστολος Τουραλιάς, με δεδομένο τον πληθωρισμό είναι δεδομένο ότι ο καταναλωτής θα στραφεί στις φθηνότερες επιλογές που προσφέρει ο ανταγωνισμός, όπως η Τουρκία.
«Εμείς δεν περάσαμε την αύξηση των τιμών κι όμως ο ανταγωνισμός είναι έντονος», αναγνώρισε, αποσαφηνίζοντας πως το θέμα με την Τουρκία είναι ζήτημα τελωνειακής σύνδεσης. «Πρέπει να γίνουν έλεγχοι από την ΕΕ», τόνισε, αναγνωρίζοντας ωστόσο πως σε πολλά θέματα οι Τούρκοι έχουν δουλέψει πάρα πολύ, προσέθεσε θέτοντας το πλαίσιο των προκλήσεων.
Οι τρεις λέξεις «κλειδιά» είναι μετασχηματισμός, ανθεκτικότητα, βιωσιμότητα
«Να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, τα προβλήματα του κλάδου είναι μεγάλα, όμως υπάρχουν οι προϋποθέσεις να αναπτυχθεί και να αποκτήσει νέα δυναμική», τόνισε από την πλευρά του ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Σταύρος Κελέτσης, εντάσσοντας στο κάδρο των προκλήσεων και την κλιματική κρίση.
Από την πλευρά της η επιστημονική διευθύντρια της ΕΛΟΠΥ κα Κατερίνα Λύτρα τόνισε ότι «απασχολεί το θέμα αποτυπώματος των ιχθυοκαλλιεργειών στο περιβάλλον είτε αυτό είναι θάλασσα είτε αέρας. Για αυτό και η ΕΛΟΠΥ χρηματοδότησε ένα πρόγραμμα ερευνητικό με το Πανεπιστήμιο της Πάτρας, το οποίο έχει ολοκληρωθεί εδώ και ενάμιση χρόνο περίπου όπου έγινε ανάλυση κύκλου ζωής, δηλαδή εκτίμηση των συνεπειών στο περιβάλλον, που σχετίζονται με τη διάρκεια ζωής του προϊόντος, με σκοπό την ποσοτικοποίηση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, εφόσον γίνεται. Βρήκαμε ότι το αποτύπωμα του άνθρακα σε μια κλίμακα μέχρι το 20, ενώ στα μηρυκαστικά είναι στο 20 στα δικά μας ψάρια είναι στο 2,5.»
Σύμφωνα με στελέχη του κλάδου, ο χωροταξικός σχεδιασμός των καλλιεργειών αποτελεί, επίσης, ένα μεγάλο «αγκάθι», Όπως προκύπτει από τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), ως προς τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις έχει σημειωθεί μικρή πρόοδος. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2022 ιδρύθηκε μόλις μια Περιοχή Οργανωμένης Ανάπτυξης των Υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ). Συνολικά έχουν ιδρυθεί από το 2011, μόλις έξι από τις 23 ΠΟΑΥ, περιλαμβανομένης και αυτήν που ιδρύθηκε τον Μάρτιο του 2023. Παρά τις διαδοχικές παρατάσεις που έχουν δοθεί, το χωροταξικό των υδατοκαλλιεργειών εξακολουθεί να παρουσιάζει καθυστερήσεις υποβαθμίζοντας την αναπτυξιακή προοπτική, τον εξορθολογισμό της παραγωγικής διαδικασίας αλλά και την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Για δίδυμο εμποδίων έκανε λόγο από την πλευρά της η βουλευτής του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και αναπληρώτρια υπεύθυνη ΚΤΕ Αγροτικής Ανάπτυξης, Χριστίνα Σταρακά, αναφερόμενη στη γραφειοκρατία και τον πληθωρισμό. «Είναι ασύλληπτο τι βιώνει ο κάθε παραγωγός και ο κάθε επιχειρηματίας», τόνισε χαρακτηριστικά.
Μεγέθη
Αναλυτικότερα, με βάση τα στοιχεία που καταγράφει η ΕΛΟΠΥ στην ετήσια έκθεση που εξέδωσε τον Οκτώβριο και αφορά την περυσινή χρονιά, το 2022 οι πωλήσεις ψαριών ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας ανήλθαν σε 137.000 τόνους, αξίας 744 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας οριακή αύξηση 1% ως προς τον όγκο και 14% ως προς την αξία πωλήσεων σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η τσιπούρα και το λαβράκι αντιπροσώπευσαν το 92% των πωλήσεων (126.700 τόνοι) και 8% όλα τα άλλα είδη (10.300 τόνοι).
Όπως αναφέρεται, η εξωστρέφεια του κλάδου ενισχύθηκε περαιτέρω καθώς οι εξαγωγές ανήλθαν σε 104.192 τόνους, αξίας 600,6 εκατ. Ευρώ παρουσιάζοντας αύξηση σχεδόν 4% ως προς τον όγκο και 20% ως προς την αξία πωλήσεων. Το 82% της παραγωγής διατέθηκε στην Ε.Ε. και σε τρίτες χώρες, ενώ το υπόλοιπο 18% στην εγχώρια αγορά.
Θερμοκήπια: Πώς η Ελλάδα χάνει έδαφος από την Τουρκία
Μετά τα ιχθυηρά και στα προϊντα θερμοκηπιακών καλλιεργειών η γειτονική Τουρκία παίρνει “κεφάλι” σε σχέση με την Ελλάδα, εκτινάσσοντας την παραγωγή της, “κλειδώνοντας” νέες αγορές για εξαγωγές. Όπως φαίνεται παίρνοντας “διδάγματα” από την Ελλάδα αλλά αξιοποιώντας ένα ευνοϊκό πλαίσιο επιδοτήσεων, που στην Ελλάδα λόγω και κανονιστικού πλαισίου της ΕΕ, απουσιάζει καταφέρνει να μας “βάλει” τα γυαλιά και βέβαια τις τελευταίες εβδομάδες, πριν μπει αυτές τις ημέρες η θερμοκηπιακή παραγωγή της Κρήτης σε ντομάτες, κάλυψε και εγχώριες ανάγκες, λόγω της καταστροφής των υπαίθριων καλλιεργειών από τον καιρό το καλοκαίρι.
Όπως ανέφεραν, χαρακτηριστικά, σε ειδική ημερίδα τα στελέχη της ελληνικής εταιρείας Intelligent Green Crops ΑΕ IGC, που έχει αναπτύξει ένα άκρως καινοτόμο θερμοκήπιο υδροπονίας σε 21 στρέμματα στο Κάστρο Βοιωτίας, παρότι η Ελλάδα ξεκίνησε μαζί με την γείτονα χώρα τις θερμοκηπιακές καλλιέργειες, σήμερα, υστερεί σημαντικά.
«Μαζί με Τούρκους ξεκινήσαμε και τώρα είμαστε πίσω καθώς αυτοί έχουν περίπου 800 χιλ στρέμματα», ανέφερε ο Κ. Φιλιππίδης Διευθύνων Σύμβουλος της IGC σημειώνοντας ότι: «Στις αρχές του 2000 η θερμοκηπιακή καλλιέργεια ήταν 60 χιλιάδες στρέμματα. Κι αυτή τη στιγμή είναι στα ίδια επίπεδα. Η Τουρκία έχει φτάσει τα 800 χιλ και είμαι βέβαιος ότι από αυτά, έχει τα 100 χιλ στρέμματα με προηγμένες καλλιέργειες. Εμείς έχουμε τα προηγμένα θερμοκήπια σε μόλις 2.000 στρέμματα».
Να σημειωθεί, βέβαια, ότι η Ελλάδα έχει όλες τις προϋποθέσεις να αναπτύξει τον εν λόγω κλάδο, που δίνει μεγάλες υπεραξίες στην εθνική οικονομία και “κλειδώνει” την επισιτιστική ασφάλεια. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα διαθέτει ιδανικό κλίμα, γεωθερμικά πεδία, αναπτυσσόμενες πηγές πράσινης ενέργειας, τεχνογνωσία από τα γεωπονικά πανεπιστήμια από τη μια και αυξανόμενη ζήτηση για εξαγωγές αλλά και από την εσωτερική αγορά.
Όπως, πάντως, τόνισε ο κ. Φιλιππίδης “το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η χρηματοδότηση και η εκπαίδευση. Σημαντικό είναι να υπάρξουν τα πιλοτικά θερμοκήπια” ανέφερε και τόνισε ότι μπορούν να γίνουν “με ιδιωτική πρωτοβουλία, κοντά σε υφιστάμενες μονάδες και αλλού, όπου φορείς θα μπορούν να εξασφαλίζουν τεχνογνωσία”, λόγω των ειδικών καλλιεργητικών δεδομένων που έχει κάθε περιοχή.
Με βάση τον κ. Φιλιππίδη, σε σχέση με μονάδες στη Βόρεια Ευρώπη το πλεονέκτημα της Ελλάδας είναι το κλίμα. «Στη χώρα μας πρέπει να το αξιοποιήσουμε για να μπούμε σε χώρες, όπου δεν υπάρχει τέτοιας μορφής ανάπτυξη, όπως αυτές της Βαλκανικής», ανέφερε και πρόσθεσε:
«Θερμοκήπια κλείνουν στο βορρά κα υπάρχει για μια τάση να έρθουν στο νότο», ανέφερε ο κ. Φιλιππίδης τονίζοντας την ευκαιρία για τη χώρα. Ουσιαστικά, «φωτογράφισε» ελλειμματικές πολιτικές από την κεντρική εξουσία, εστιάζοντας στη μηδενική στήριξη του κλάδου από χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης,
Η Υδροπονία
Τη συμβολή, πάντως, των υδροπονικών καλλιεργειών στην ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής έθιξε ο Καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Δημήτρης Σάββας τονίζοντας πρωτίστως την αύξηση της παραγωγικότητας των θερμοκηπιακών καλλιεργειών, που αφήνουν μηδενικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα και οδηγούν στην αντιμετώπιση της επισιτιστικής κρίσης.
«Η απόδοση των θερμοκηπιακών καλλιεργειών είναι μέχρι και δέκα φορές περισσότερη από τη συμβατική γεωργία, καθώς έχουμε παραγωγή σε 12μηνη βάση και σε ένα απόλυτα προστατευμένο περιβάλλον. Σήμερα, από τα 40 εκατ. καλλιεργήσιμα στρέμματα μόνο σε 1,8 εκατ. καλλιεργούνται οπωροκηπευτικά εκ των οποίων 60.000 είναι θερμοκήπια και μόλις 1.500 στρέμματα υδροπονίας. Η έλλειψη μονάδων υψηλής τεχνολογίας οδηγεί σε σημαντική απώλεια υπεραξίας», όπως είπε χαρακτηριστικά ο κ. Σάββας.
Την ανάγκη εκσυγχρονισμού του πρωτογενούς τομέα και εκπαίδευσης του γεωπονικού και τεχνικού δυναμικού της χώρας μας στις σύγχρονες τεχνολογίες της θερμοκηπιακής γεωργίας και ιδιαίτερα της υδροπονικής έθεσε ο πρόεδρος της IGC κ. Παναγιώτης Λαδακάκος τονίζοντας ότι υπάρχει μεγάλο περιθώριο ανάπτυξής τους, με στόχο τη μεγιστοποίηση του παραγόμενου εθνικού προϊόντος, ενώ δεν παρέλειψε να αναφερθεί στη στήριξη της Τράπεζας Πειραιώς για την υλοποίηση του επενδυτικού πλάνου της επιχείρησης.
Ένα εξίσου σημαντικό ζήτημα, της αδυναμίας χαρακτηρισμού των προϊόντων της μονάδας με την ένδειξη organic έθεσε, μεταξύ άλλων, ο Διευθυντής παραγωγής κ. Ανδρέας Λύπας. «Η ανάπτυξη της θερμοκηπιακής γεωργίας θα βελτιώσει την παραγωγικότητα και την ανθεκτικότητα της αγροτικής παραγωγής» επισήμανε το στέλεχος Αγροτικής Τραπεζικής της Τράπεζας Πειραιώς κ. Αθανάσιος Δεδούσης προσθέτοντας ότι «η Τράπεζα Πειραιώς διαθέτει τα χρηματοδοτικά εργαλεία για τη στήριξη βιώσιμων επενδυτικών σχεδίων».
Το γεγονός ότι η Ελλάδα διαθέτει το περιβαλλοντικό πλεονέκτημα ανάπτυξης θερμοκηπιακών καλλιεργειών έθεσε ο πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου και Διευθύνων Σύμβουλος της BASF κ. Βασίλης Γούναρης τονίζοντας την αναγκαιότητα ύπαρξης εθνικής στρατηγικής, με στόχο την κατάκτηση των ευρωπαϊκών αγορών.
Γιώργος Αλεξάκης
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr