Χαιρετισμό αρχικά στην εκδήλωση απηύθυνε εκ μέρους του ΥπΑΑΤ, ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Διονύσης Σταμενίτης, που υπογράμμισε ότι τα προβλήματα στην ελαιοκομία δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, είναι κοινά, ειδικότερα στην Ισπανία που αυτή τη στιγμή είναι η νο.1 χώρα-παραγωγός αλλά και συνολικά στις Μεσογειακές χώρες.
«Χτύπησε καμπανάκι» για το ζήτημα της προσαρμογής της καλλιέργειας στα νέα καιρικά δεδομένα, που έχει επιφέρει η κλιματική αλλαγή, ενώ τόνισε μεταξύ άλλων πως «Βάζουμε ψηλά τον πήχη για ελαιόλαδο και την επιτραπέζια ελιά και βάζουμε στόχο να ενισχύσουμε τις εξαγωγές».
Οι «τσουχτερές» τιμές στα ράφια και η «εκπαραθύρωση» της Ελλάδας από την κορυφή
Ένα ζήτημα που τίθεται επιτακτικά στο «τραπέζι» είναι το γεγονός, ότι η Ελλάδα, μια χώρα που έχει ως εθνικό προϊόν το ελαιόλαδο, έχει χάσει τα τελευταία χρόνια τα πρωτεία από την Ισπανία, τόσο στην παραγωγή, όσο και στις εξαγωγές, ενώ αρκετές είναι οι χώρες που πλέον εξάγουν περισσότερο λάδι από τη χώρα μας στο εξωτερικό.
Η απουσία κοστολογίου (πώς διαμορφώνεται η τιμή σε όλα τα στάδια από την πρωτογενή παραγωγή-καλλιέργεια μέχρι το τελικό προϊόν στο ράφι των σούπερ μάρκετ), η ισχνή προώθηση των προϊόντων μας αλλά και η μείωση των ποσοτήτων ελαιολάδου που παράγεται στη χώρα μας είναι μερικές από τις αιτιές που την «ρίχνουν» στο βάθρο.
Χαρακτηριστικά για το πρώτο, με την απουσία καταγραφής είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρει κανείς τον «μίτο της Αριάδνης» ή πιο απλά ποιος εν τέλει είναι εκείνος που «κλέβει», όπως αναφέρθηκε, (οι παραγωγοί, οι τυποποιητές, ή τα σούπερ μάρκετ).
Σε αυτό το σημείο βέβαια, τονίζεται από τον κ. Κωνσταντίνο Κουτσιούμπη, Πρόεδρο του ΣΕΒΙΤΕΛ, ότι η βιομηχανία ελαιόλαδου δεν κάνει στοκ, αλλά αγοράζει σταδιακά ότι χρειάζεται όλο το χρόνο για αυτό και οι τιμές είναι κυμαινόμενες, ανάλογα και με την εκάστοτε κατάσταση στην αγορά.
Εξηγείται ακόμα, ότι τόσο τα σούπερ μάρκετ, όσο και οι βιομηχανίες έχουν συμπιέσει κατά πολύ το περιθώριο κέρδους τους, προκειμένου να μην ανέβουν κι άλλο οι τιμές.
Το ίδιο υπογράμμισε και ο κ. Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, Γενικός Γραμματέας του ΣΕΒΙΤΕΛ, σημειώνοντας ότι η τιμή παραγωγού με την τιμή καταναλωτή συγκλίνουν τους τελευταίους μήνες καθώς το περιθώριο κέρδους της τυποποίησης συμπιέζεται.
Τι συμβαίνει με την παραγωγή στη Μεσόγειο
Ένας από τους κύριους λόγους της μειωμένης παραγωγής ελαιολάδου έχει να κάνει με την κλιματική αλλαγή και τις ακραίες καιρικές συνθήκες, με την Ισπανία χαρακτηριστικά να σημειώνει μειωμένη ανθοφορία, λόγω της έλλειψης βροχοπτώσεων και των υψηλών θερμοκρασιών μέσα στο καλοκαίρι, κάτι που σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΔΟΕ, σηματοδοτεί μια χαμηλή παραγωγή για τη σεζόν 2023/2024.
Για φέτος υπολογίζεται ότι η Ισπανία μετράει συρρίκνωση παραγωγής άνω του 50%, ενώ και η Ελλάδα υπολόγιζε την παραγωγή στους 180.000 – 200.000 τόνους για το 2023, κάτι που φαντάζει ωστόσο πλέον ακατόρθωτο λόγω των φυσικών καταστροφών των τελευταίων μηνών, παρά το γεγονός ότι τα περιστατικά δάκου που καταγράφηκαν ήταν ελάχιστα.
Οι εκτιμήσεις πάντως για την Ελαιοπαραγωγή είναι δυσοίωνες ειδικότερα για τη σεζόν 2023/24 με την Ελλάδα να βρίσκεται πολύ κάτω από τα στάνταρ της.
Οι νόμοι της ελεύθερης αγοράς και οι έλεγχοι στην εφοδιαστική αλυσίδα
Πάντως, και ο ίδιος ο υπουργός Ανάπτυξης, Κώστας Σκρέκας, σε χθεσινή παρέμβασή του στη Βουλή για την τροπολογία με την οποία επιχειρείται η αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων σε βασικά καταναλωτικά αγαθά, αναφέρθηκε εκτενώς στα ζητήματα που θα προκύψουν από μια ενδεχόμενη ρύθμιση στις τιμές του ελαιόλαδου.
Σημείωσε ότι «σήμερα το λάδι έχει φτάσει να έχει τιμή χονδρικής στο ελαιοτριβείο ή στον παραγωγό, στα 8 ευρώ: Γιατί στο λάδι έχουμε 8 ή 9 ευρώ; Φταίει η ελληνική κυβέρνηση;
Όχι. Αυτή είναι η τιμή σε επίπεδο Ευρώπης. Εάν βάλουμε μία διατίμηση 3 ευρώ, για παράδειγμα, στην τιμή του λαδιού στον παραγωγό, τι θα γίνει;
Την επόμενη μέρα δεν θα υπάρχει λάδι την Ελλάδα. Θα πουληθεί και θα εξαχθεί στην Ισπανία την Ιταλία και στις υπόλοιπες χώρες.
Δυστυχώς έτσι δουλεύει η ελεύθερη αγορά. Άρα τι μπορούμε να κάνουμε εμείς για το λάδι; [..]
Να ελέγξουμε τα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας μετά τον παραγωγό, εάν εκμεταλλευτούν την κρίσιμη κατάσταση και προσθέσουν κέρδος παραπάνω από αυτό που είχανε τα προηγούμενα χρόνια.
Και αυτό ελέγχουμε» ανέφερε ο κ. Σκρέκας.
Πέρα βέβαια από τις τιμές στα ράφια, θα πρέπει να αναφερθεί και η συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης του Έλληνα καταναλωτή, που είναι πολύ μικρότερη από εκείνη των καταναλωτών άλλων μεσογειακών χωρών.
Σε πίνακα που παρουσιάστηκε στη συνέντευξη τύπου, με τίτλο «πόσα λίτρα ελαιόλαδου αγοράζει ένας μέσος καταναλωτής με βάση την αγοραστική του δύναμη» στον Έλληνα αντιστοιχούν 8,4 λίτρα, στον Ισπανό 14 και στον Ιταλό 16,6.
Ο «πονοκέφαλος» του τενεκέ
Ένα άλλο πρόβλημα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι τυποποιητές, αλλά και συνολικότερα η βιομηχανία του λαδιού, είναι οι παράνομοι τενεκέδες με χύμα λάδι, που πωλούνται κυρίως για οικιακή χρήση από μικρούς παραγωγούς.
Το παρεμπόριο λαδιού, πέρα από το γεγονός ότι ρίχνει τις πωλήσεις του τυποποιημένου λαδιού, εγείρει και ζητήματα ποιότητας, καθώς πολύ συχνά δεν πληρούν τα απαραίτητα κριτήρια για κατανάλωση.
Η εμπορία του χύμα ελαιόλαδου υπολογίζεται ότι ανέρχεται σε 70.000 τόνους λαδιού το χρόνο την ίδια ώρα που στα σούπερ μάρκετ πωλούνται περίπου 12.000 τόνοι λαδιού, ποσότητα που προ κρίσης ανερχόταν στους 30.000 τόνους.
Και ενώ υπάρχουν οι φωνές που θεωρούν ότι δεν υπάρχει κάποιος που θα αναλάβει το πολιτικό κόστος να απαγορεύσει και πρακτικά τη διακίνηση χύμα λαδιού, ο κ. Eμμανουήλ Γιαννούλης, Πρόεδρος της ΕΔΟΕ, τόνισε τη διαφωνία, του, αφού όπως είπε δεν μπορεί να παραμένει στη διακριτική ευχέρεια του καθενός το να βάζει μια ετικέτα, καθώς σε εκατοντάδες ελέγχους που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, πάνω από τα 2/3 του χύμα ελαιόλαδου έχουν θέμα ποιότητας ή είναι νοθευμένα.
Από την άλλη, ο κ . Βασίλης Ζαμπούνης, Αντιπρόεδρος της 4Ε, πρότεινε «το 5λιτρο του παραγωγού», δηλαδή ο παραγωγός να τυποποιεί επιτόπου το λάδι του, να βάζει ετικέτα και ΑΦΜ στο «μοτίβο» του ελληνικού μελιού, όπως πράττουν οι μικροί παραγωγοί.
Πώς θα υπερασπιστούμε το ελληνικό ελαιόλαδο
Τα ζητήματα του κλάδου, είναι πολλά και φυσικά απαιτείται επίγνωση της κατάστασης αλλά και ολοκληρωμένο σχέδιο για την ανάκαμψη του.
Μερικά από τα ζητήματα που τέθηκαν επί τάπητος, είναι η ενίσχυση της προβολής των οφελών του ελαιόλαδου, η μείωση του ΦΠΑ, η διαφήμισή του στην εγχώρια και στην ξένη αγορά, η επιβολή του τυποποιημένου ποιοτικού λαδιού σε καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, αλλά και η επιμονή στην ποιότητα και η προστασία του ελαιόλαδου από τους επιμολυντές, κάτι που μπορεί σε μεγάλο βαθμό να ανεβάσει τις εξαγωγές, καθώς αυτή τη στιγμή η Ελλάδα υπολογίζεται ότι εξάγει περίπου 40.000 τόνους ετησίως, όμως «σκοντάφτει» πολλές φορές, καθώς δεν πληροί πάντοτε τα ποιοτικά κριτήρια που απαιτούνται για την εξαγωγή του προϊόντος.
Με την παράκληση για συνεργασία και ενότητα μεταξύ των οντοτήτων που συμμετέχουν στον ελαιοπαραγωγικό τομέα, αλλά και την ύπαρξη κοστολόγιου, που θα μπορεί να εντοπίζει περιπτώσεις αισχροκέρδειας, ο κλάδος ελπίζει στο άμεσο μέλλον να αντιμετωπίσει καίρια ζητήματα που περνάνε από το χέρι του και μπορούν να φέρουν την Ελλάδα ξανά στο υψηλότερο σκαλί του βάθρου, αλλά και να ξαναβάλουν το ελαιόλαδο στο σπίτι του μέσου καταναλωτή.
Όπως τονίστηκε πάντως, για τη φετινή σεζόν, δεν τίθεται θέμα ελλείψεων στα ράφια, καθώς ο τομέας έχει εξασφαλίσει επαρκή αποθέματα.
Γεωργία Σαμπαζιώτη
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr