Η έρευνα, η οποία διεξήχθη μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου 2021, κατέγραψε μεταξύ 4.762 στελεχών από 52 χώρες παγκοσμίως, και τις απόψεις 100 στελεχών επιχειρήσεων στην Ελλάδα (εκ των οποίων, 75 κατέχουν διοικητικές ή διευθυντικές θέσεις), από όλους τους κύριους κλάδους της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένου του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Σύμφωνα με έναν στους τρεις Έλληνες συμμετέχοντες (38%) στην έρευνα, τα πρότυπα ακεραιότητας στους οργανισμούς τους έχουν βελτιωθεί κατά τους τελευταίους 18 μήνες, έναντι 11% που θεωρούν ότι χειροτέρευσαν – ποσοστό που θα έπρεπε να προκαλεί ελαφρύ προβληματισμό στις διοικήσεις, καθώς παρουσιάζεται υψηλότερο από αυτό στη Δυτική Ευρώπη (7%) και τον παγκόσμιο μέσο όρο (6%). Συγκριτικά, το ποσοστό όσων βλέπουν βελτίωση είναι υψηλότερο σε γειτονικές, αναπτυσσόμενες αγορές, όπως η Ρουμανία (52%) και η Τουρκία (46%), με τον παγκόσμιο μέσο όρο να κυμαίνεται στο 42%. Αντίθετα, αίσθηση προκαλεί το ιδιαίτερα χαμηλό ποσοστό σε ανεπτυγμένες οικονομίες, όπως η Γερμανία (17% - η πιο αδύναμη επίδοση στο συνολικό δείγμα) και η Γαλλία (20%).
Η βελτίωση του κλίματος, ενδεχομένως, αποδίδεται στην αυξημένη ευαισθητοποίηση της κοινωνίας σε θέματα ηθικής επιχειρηματικής συμπεριφοράς, καθώς 78% των στελεχών στην Ελλάδα (έναντι 70% παγκοσμίως και 67% στη Δυτική Ευρώπη), θεωρούν ότι η ελληνική κοινωνία έχει σήμερα υψηλότερες προσδοκίες από ό,τι στο παρελθόν, για το πώς πρέπει να συμπεριφέρονται οι άνθρωποι στην εργασία τους.
Οι αλλαγές στο κανονιστικό πλαίσιο έχουν, επίσης, συμβάλει προς αυτήν την κατεύθυνση, ωστόσο, η ανάγκη συμμόρφωσης με τη νομοθεσία φαίνεται να μην αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα. Σε ερώτηση για τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της ακέραιας συμπεριφοράς στην εργασία, το 60% κατέδειξαν την υπεύθυνη συμπεριφορά απέναντι σε συναδέλφους, καταναλωτές, προμηθευτές και άλλους (παγκόσμιο δείγμα: 43%), έναντι 49% που ανέφεραν τη συμμόρφωση με νόμους, κανόνες και κανονισμούς.
Οι επιπτώσεις της πανδημίας
Παρά τη σχετική αυτή βελτίωση της εικόνας, 36% των στελεχών στην Ελλάδα και 41% παγκοσμίως αναφέρουν ότι η πανδημία του COVID-19, έκανε δυσκολότερη την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας με ακεραιότητα, επιβεβαιώνοντας τη διαπίστωση ότι οι οικονομικές πιέσεις και η αλλαγή στους τρόπους εργασίας καθιστούν πιο δύσκολη την αποτελεσματική παρακολούθηση της συμμόρφωσης.
Τα στελέχη στην Ελλάδα εμφανίζονται, επίσης, λιγότερο ενημερωμένα, καθώς το 46%, έναντι 28% παγκοσμίως, δήλωσαν ότι γνωρίζουν λίγα ή και ελάχιστα έως τίποτα σχετικά με τις πολιτικές και τις διαδικασίες του οργανισμού τους για την απομακρυσμένη εργασία, και 44%, έναντι 36% παγκοσμίως, σχετικά με τη νομοθεσία περί προστασίας δεδομένων και απορρήτου (π.χ. GDPR).
Αντίστοιχα, ένας στους δέκα ερωτηθέντες (10%) στην Ελλάδα ανέφερε ότι στη διάρκεια των τελευταίων 18 μηνών υπήρξαν σημαντικά κρούσματα απάτης στον οργανισμό του, ποσοστό ίδιο με αυτό που καταγράφεται στη Δυτική Ευρώπη, αλλά χαμηλότερο από το παγκόσμιο δείγμα (13%) και προηγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες, όπως η Ολλανδία (24%), η Φινλανδία (23%), η Δανία (18%) και η Αυστρία (17%). Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι, στην αντίστοιχη έρευνα για το 2018, το ποσοστό στην Ελλάδα διαμορφωνόταν στο 8%.
Εσωτερικοί μηχανισμοί αποτροπής και ελέγχου της απάτης
Τα στελέχη που συμμετείχαν στην έρευνα, ρωτήθηκαν και για τα μέτρα που λαμβάνουν οι οργανισμοί τους για την αντιμετώπιση των φαινομένων διαφθοράς και απάτης. Περισσότεροι από τους μισούς (51% στην Ελλάδα και στη Δυτική Ευρώπη) ανέφεραν την ύπαρξη ενός κώδικα δεοντολογίας για τους εργαζόμενους, σχετικά με το πώς πρέπει να συμπεριφέρονται στην επιχείρηση.
Σχετικά μεγαλύτερη έμφαση σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο φαίνεται να δίνεται στις κυρώσεις έναντι υπαλλήλων που δεν επιδεικνύουν επαγγελματική ακεραιότητα (45% στην Ελλάδα, έναντι 28% στην Δυτική Ευρώπη και 34% παγκοσμίως), και αρκετά μικρότερη έμφαση στις διαδικασίες ή την εκπαίδευση για τη διενέργεια ελέγχων δέουσας επιμέλειας (due diligence) τρίτων, όπως προμηθευτές, πωλητές, συνεργάτες ή σύμβουλοι (32% στην Ελλάδα, 25% στην Δυτική Ευρώπη και 31% παγκοσμίως).
Επιπρόσθετα, λιγότεροι από ένας στους τρεις ερωτώμενους στην Ελλάδα (28%, έναντι 35% παγκοσμίως) ανέφεραν ότι η επιχείρησή τους έχει δημιουργήσει μία γραμμή επικοινωνίας όπου οι εργαζόμενοι μπορούν να καταγγέλλουν περιστατικά υπό άκρα εμπιστευτικότητα (whistleblowing).
Διερεύνηση καταγγελιών και συνέπειες για τους καταγγέλλοντες
Σχεδόν τρεις στους τέσσερις συμμετέχοντες από την Ελλάδα (71%, βελτιωμένο κατά 13 ποσοστιαίες μονάδες από την έρευνα του 2018 και το υψηλότερο μεταξύ των χωρών-μελών της Ε.Ε. που συμμετείχαν στο δείγμα), ανέφεραν ότι ο οργανισμός στον οποίο εργάζονται έχει λάβει μέτρα εναντίον εργαζομένων για παραβίαση προτύπων ή κανονισμών ακεραιότητας, ποσοστό αισθητά υψηλότερο από τους συναδέλφους τους στη Δυτική Ευρώπη (49%) και τον υπόλοιπο κόσμο (62%). Αντίστοιχα, το ποσοστό αυτό διαμορφώνεται μόλις στο 18% στη Γερμανία, στο 36% στη Γαλλία και στο 43% στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ το ποσοστό στην Τουρκία εμφανίζεται αρκετά υψηλό και αγγίζει το 84%.
Αυτό το υψηλό ποσοστό μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι ένας στους τρεις Έλληνες (35%) ανέφερε ότι έχει γίνει ευκολότερο για τους εργαζόμενους να αναφέρουν μη ακέραιες συμπεριφορές, έναντι 26% που δεν έχουν παρατηρήσει κάποια αλλαγή στον οργανισμό τους όσον αφορά τη δυνατότητα καταγγελίας σχετικών περιστατικών.
Συγκεκριμένα, ένας στους τέσσερις ερωτηθέντες από την Ελλάδα δήλωσε ότι έχει καταγγείλει περιπτώσεις ανήθικης συμπεριφοράς, μέσω αναφορών στη διοίκηση ή της χρήσης ειδικής γραμμής καταγγελιών για whistleblowers, ποσοστό οριακά μικρότερο σε σχέση με την Δυτική Ευρώπη (27%), και αισθητά χαμηλότερο σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο (35%). Μεταξύ αυτών, 60% ανέφεραν ότι αισθάνθηκαν πίεση να μην προχωρήσουν στην καταγγελία, ποσοστό συγκριτικά υψηλότερο από τη Δυτική Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο (49%) και παρόμοιο με αυτό σε αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές και παγκόσμιες οικονομίες, όπως η Ταϊλάνδη (61%), η Σαουδική Αραβία (59%), η Ρουμανία (58%) και η Ουγγαρία (57%).
Φαίνεται ότι, παρά τις δυνατότητες που σταδιακά προσφέρουν οι οργανισμοί, τα στελέχη στην Ελλάδα δε φαίνεται να αισθάνονται άνετα ως προς τη δυνατότητά τους να καταγγέλλουν ανήθικες συμπεριφορές στον χώρο εργασίας. Μόλις ένας στους δυο (52%) θεωρεί ότι μπορεί να το πράξει χωρίς να φοβάται αρνητικές συνέπειες για τον ίδιο, μία από τις χαμηλότερες τιμές του δείγματος και ποσοστό χαμηλότερο από γειτονικές χώρες, όπως η Ρουμανία (62%), η Τουρκία (70%) και η Ιταλία (74%).
Ως προς τους λόγους για τους οποίους δεν ανέφεραν περιστατικά παραβατικών συμπεριφορών, σημαντικότερος παράγοντας φαίνεται να είναι η αφοσίωση προς τους συναδέλφους (38%), ποσοστό αισθητά υψηλότερο έναντι της Δυτικής Ευρώπης (27%) και του υπόλοιπου κόσμου (26%). Εδώ παρατηρείται μία αυξητική τάση, καθώς σε αντίστοιχη ερώτηση στην παγκόσμια έρευνα του 2016, το ποσοστό αυτό στην Ελλάδα ήταν μόλις 16%, γεγονός που θα πρέπει να απασχολήσει τις διοικήσεις σχετικά με την κουλτούρα ακεραιότητας που εμφυσούν στους οργανισμούς τους και να αξιολογηθεί προσεκτικά. Ακολουθεί η ανησυχία για τη μελλοντική εξέλιξη της σταδιοδρομίας τους (35%) και ο φόβος για την προσωπική τους ασφάλεια (23%).
Τέλος, η έρευνα καταδεικνύει ότι ποσοστό των ερωτηθέντων στην Ελλάδα, όπως και παγκοσμίως, παραδέχονται ότι θα ήταν διατεθειμένοι να υιοθετήσουν ανήθικες πρακτικές, προκειμένου να βελτιώσουν τις επαγγελματικές τους προοπτικές ή το πακέτο αποδοχών τους. Ειδικότερα, στη χώρα μας, 8% δήλωσαν ότι θα αγνοούσαν ανήθικες συμπεριφορές στην ομάδα τους, 6% θα προσέφεραν ή θα δέχονταν δωροδοκία και 5% θα έδιναν ψευδείς πληροφορίες στη διοίκηση. Παρόλα αυτά, ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι τα ποσοστά αυτά είναι χαμηλότερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο, με ορισμένα να παρουσιάζονται κατά πολύ χαμηλότερα από αντίστοιχα που σημειώθηκαν σε ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες, όπως η Δανία (20% θα δέχονταν ή θα προσέφεραν δωροδοκία) και η Αυστρία (14% θα αγνοούσαν ανήθικες συμπεριφορές).
Ο κος Γιάννης Δρακούλης, σχολιάζει: «Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνάς μας, είναι αναμφισβήτητα θετικό ότι σημαντικό ποσοστό των στελεχών στην Ελλάδα θεωρούν ότι τα πρότυπα ακεραιότητας έχουν βελτιωθεί και αντιλαμβάνονται ότι οι προσδοκίες της κοινωνίας για υπεύθυνη και ακέραιη επιχειρηματική δράση έχουν αυξηθεί. Ωστόσο, έχουμε σημαντικό δρόμο να διανύσουμε, ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον όπου τα νέα μοντέλα εργασίας αυξάνουν τις δυσκολίες ελέγχου συμμόρφωσης.
»Οι επιχειρήσεις, εκτός από τις κυρώσεις εναντίον όσων επιδίδονται σε ανήθικες πρακτικές, θα πρέπει να δώσουν ένα σαφές μήνυμα μηδενικής ανοχής στη διαφθορά, δίνοντας έμφαση στις διαδικασίες ελέγχου και την εκπαίδευση. Κυρίως, όμως, οφείλουν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις, ώστε οι ίδιοι οι εργαζόμενοι να αισθάνονται ότι μπορούν να αναφέρουν φαινόμενα διαφθοράς, χωρίς τον φόβο αρνητικών συνεπειών και να εξασφαλίσουν την προστασία τους».
Διαβάστε περισσότερα, εδώ.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr