Όπως επισημαίνει η ΕΑ, οι ΜμΕ έρχονται συνήθως αντιμέτωπες με μεγάλες εταιρείες που κυριαρχούν στην αγορά και ενδέχεται να γίνονται θύματα αντι-ανταγωνιστικών πρακτικών με σκοπό την εκμετάλλευση ή την εκδίωξή τους από την αγορά.
Συνεπώς, οι ΜμΕ πρέπει να κατανοούν τη νομοθεσία για την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, ώστε να εντοπίσουν τις πρακτικές που εφαρμόζονται εις βάρος τους με σκοπό την εκμετάλλευση ή τον αποκλεισμό τους.
Ο ορισμός της δεσπόζουσας θέσης
Το άρθρο 2 του ν.3959/2011 απαγορεύει την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στην ελληνική αγορά, ιδίως:
α) στην άμεση ή έμμεση επιβολή μη εύλογων τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής (π.χ. στην υπερβολική τιμολόγηση προϊόντων/υπηρεσιών ή στην τιμολόγηση κάτω του κόστους),
β) στον περιορισμό της παραγωγής, της διάθεσης ή της τεχνολογικής ανάπτυξης με ζημία των καταναλωτών (π.χ. στον περιορισμό της δυνατότητας χρήσης νέων τεχνολογικών μέσων),
γ) στην εφαρμογή στο εμπόριο άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές, ιδίως στην αδικαιολόγητη άρνηση πώλησης, αγοράς ή άλλης συναλλαγής, με αποτέλεσμα να περιέρχονται ορισμένες επιχειρήσεις σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό (π.χ. στη διακριτική μεταχείριση κλπ.),
δ) στην εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσόμενων, πρόσθετων παροχών, οι οποίες από τη φύση τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν συνδέονται με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών (π.χ. στη δεσμοποίηση 2 διαφορετικών προϊόντων μαζί για την πώληση τους κλπ.).
Η λίστα των παραπάνω πρακτικών δεν είναι περιοριστική, καθώς και άλλες πρακτικές μπορεί να είναι καταχρηστικές.
Πότε υπάρχει η δεσπόζουσα θέση
Μία εταιρεία κατέχει δεσπόζουσα θέση συνήθως όταν έχει υψηλό μερίδιο αγοράς π.χ. μερίδιο αγοράς άνω του 40%, στη «σχετική αγορά» όπου δραστηριοποιείται, συνυπολογίζοντας και άλλα κριτήρια (π.χ. μερίδια ανταγωνιστών).
Η σχετική αγορά περιλαμβάνει το σύνολο των προϊόντων/υπηρεσιών που θεωρούνται από τον καταναλωτή εναλλάξιμα ή δυνάμενα να υποκατασταθούν μεταξύ τους, λόγω των χαρακτηριστικών τους, των τιμών τους και της χρήσης για την οποία προορίζονται.Τις αναλύσεις πραγματοποιεί η ΕΑ βάσει στοιχείων που συλλέγονται από την αγορά.
Τι πρέπει να παρατηρούν οι ΜμΕ
Οι ΜμΕ πρέπει να είναι προσεκτικές και να αντιδρούν σε περιπτώσεις όπου στην αγορά εμφανίζονται κάποιες από τις παρακάτω τιμολογιακές ή άλλες πρακτικές (χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι όλες αυτές οι πρακτικές απαγορεύονται, αλλά ότι πρέπει να εξεταστούν οι επιπτώσεις τους στον αποκλεισμό των ανταγωνιστών ή και αντι-ανταγωνιστικές επιπτώσεις στην αγορά).
Οι τιμολογιακές πρακτικές
Πώληση κάτω του κόστους των προϊόντων ή ενδεχομένως η υπερβολική τιμολόγηση τους (π.χ. μια αύξηση 200%).
Διακριτική τιμολόγηση σε πελάτες ή διακριτική έκπτωση προς ένα πελάτη.
Έκπτωση πίστης και αποκλειστικότητας, χορηγούμενη ώστε οι πελάτες να μην αγοράσουν από ανταγωνιστές.
Έκπτωση για την αποφυγή εισαγωγής προϊόντων από άλλες χώρες της ΕΕ.
Έκπτωση για αγορές πλήρους γκάμας προϊόντων.
Έκπτωση ομαδοποίησης προϊόντων, με φτηνότερη πώληση πακέτου προϊόντων απ’ ότι για τα προϊόντα ξεχωριστά.
Αναδρομική έκπτωση ποσότητας, που δίνεται για το σύνολο των αγορών μιας χρονιάς στο τέλος του χρόνου.
Παροχές για αποκλεισμό ή μειονεκτική προβολή ανταγωνιστών στα ράφια καταστημάτων κλπ.
Οι μη τιμολογιακές πρακτικές
Επιβολή όρων αποκλειστικότητας στις εμπορικές σχέσεις (π.χ. αποκλειστική προώθηση, αποκλειστική προμήθεια, μη-ανταγωνισμός και αναφορά ανταγωνιστικών προσφορών, αποκλειστική χρήση παροχών (ψυγεία κλπ.).
Μείωση παραγωγής ή διάθεσης των προϊόντων (π.χ. τεχνητή έλλειψη στην αγορά) ή περιορισμός και αποφυγή χρήσης νέων τεχνολογιών για την ανάπτυξη της αγοράς.
Αδικαιολόγητη άρνηση προμήθειας ή άρνηση πρόσβασης σε κάποια παροχή (π.χ. πρόσβαση σε δίκτυο).
Ορισμένοι αθέμιτοι όροι και αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (π.χ. κακόβουλη άσκηση αγωγών κατά μιας ΜμΕ).
Πώς μπορεί να αντιδράσει μια ΜμΕ σε τέτοιες πρακτικές
Σε κάποιες περιπτώσεις, επισημαίνεται στον εν λόγω οδηγό, οι παραπάνω πρακτικές μπορεί να δικαιολογούνται (π.χ. άρνηση πώλησης σε όσους δεν πληρώνουν). Ωστόσο, σε άλλες περιπτώσεις οι πρακτικές εφαρμόζονται με σκοπό την εκδίωξη των ανταγωνιστών από την αγορά, περιορίζοντας έτσι τον ανταγωνισμό και ζημιώνοντας τους καταναλωτές. Σε μια τέτοια περίπτωση προτρέπονται οι επιχειρήσεις εάν έχουν σχετικές πληροφορίες, να ενημερώσουν την ΕΑ επώνυμα ή ανώνυμα χρησιμοποιώντας τις ψηφιακές της υπηρεσίες.
Απαγορευμένες συμπράξεις
Το άρθρο 1 του ν.3959/2011 για τον ελεύθερο ανταγωνισμό απαγορεύει τις συμπράξεις, εναρμονισμένες πρακτικές ή και αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού στην Ελληνική Επικράτεια, και ιδίως:
α) στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής (π.χ. οι έμποροι Α και Β συμφωνούν να πουλάνε τα ανταγωνιστικά τους προϊόντα στην ίδια τιμή),
β) στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής, της διάθεσης, της τεχνολογικής ανάπτυξης ή των επενδύσεων (π.χ. οι παραγωγοί Α και Β συμφωνούν να μειώσουν την παραγωγή και τη διάθεση των προϊόντων ώστε να αυξηθεί η τιμή τους λόγω τεχνητής έλλειψης),
γ) στην κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού (π.χ. οι έμποροι Α και Β συμφωνούν να μοιράσουν τις περιοχές που θα πουλάνε τα προϊόντα τους, καθώς και από που θα αγοράζουν τα εμπορεύματά τους).
Σύμφωνα με την ΕΑ, είναι αυτονόητο ότι απαγορεύονται στους ανταγωνιστές που λειτουργούν σε μία «σχετική αγορά» (δηλαδή παρέχουν τα ίδια ή μεταξύ τους εναλλάξιμα προϊόντα/υπηρεσίες) όλων των ειδών οι συμφωνίες (προφορικές ή γραπτές, με συγκεκριμένο τύπο ή χωρίς) ή εναρμονισμένες πρακτικές (μοτίβο συντονισμού κινήσεων/πρακτικών ανταγωνιστών χωρίς να υπάρχει συμφωνία) που έχουν σκοπό ή αποτέλεσμα κάποια από τις παραπάνω πρακτικές.
Η απαγόρευση ισχύει και για αποφάσεις συνδέσμου/ένωσης προς τα μέλη του με τέτοιο περιεχόμενο, δηλαδή εάν τέτοιου είδους αποφάσεις προέρχονται από σύνδεσμο/ένωση επιχειρήσεων όπου ανήκει η ΜμΕ, τότε οι αποφάσεις αυτές είναι παράνομες.
Επίσης, ενδέχεται να είναι αντι-ανταγωνιστικές, συμπράξεις, εναρμονισμένες πρακτικές ή/και αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων με σκοπό ή αποτέλεσμα:
α) την εφαρμογή στο εμπόριο άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές, ιδίως στην αδικαιολόγητη άρνηση πώλησης, αγοράς ή άλλης συναλλαγής, κατά τρόπο που δυσχεραίνει τη λειτουργία του ανταγωνισμού (π.χ. οι παραγωγοί Α και Β συμφωνούν να μην εφοδιάζουν μια συγκεκριμένη ομάδα λιανοπωλητών),
β) στην εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσόμενων, πρόσθετων παροχών, οι οποίες από τη φύση τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν συνδέονται με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών (π.χ. οι έμποροι Α και Β συμφωνούν να πωλούν τα νέα προϊόντα μόνο μαζί με παλιό στοκ).
Πότε επιτρέπονται οι συμφωνίες
Μία ΜμΕ μπορεί να έρθει σε συνεννόηση με ανταγωνιστές της για θέματα που δεν έχουν αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού ή δεν επηρεάζουν σημαντικά τον ανταγωνισμό, εφόσον το συνολικό μερίδιο που κατέχουν στη συγκεκριμένη αγορά που δραστηριοποιούνται είναι <10% (εάν αφορά συμφωνία μεταξύ μη-ανταγωνιστών τότε το ποσοστό είναι <15%).
Οι ειδικές κατηγορίες συμφωνιών
Στο πλαίσιο συμφωνιών κοινής προμήθειας (π.χ. ένας όμιλος αγορών μεταξύ ανταγωνιστών για κοινές προμήθειες), τα μέρη μπορούν να συμφωνούν ως προς την τιμή της κοινής προμήθειας/αγοράς από τους προμηθευτές τους.
Ειδικές κατηγορίες συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων (π.χ. συμφωνίες εξειδίκευσης και κοινής παραγωγής, συμφωνίες Έρευνας & Ανάπτυξης (R&D), συμφωνίες μεταφοράς τεχνολογίας) ενδέχεται να διαφέρουν ως προς την αντιμετώπιση ορισμένων πρακτικών.
Οι ΜμΕ ως μέλη δικτύου
Σε πολλές περιπτώσεις οι ΜμΕ λειτουργούν ως μεταπωλητές προϊόντων που αγοράζουν από μεγαλύτερες επιχειρήσεις ή ως διανομείς για προϊόντα/υπηρεσίες εντός κάποιου δικτύου, το οποίο έχει δημιουργηθεί από μεγαλύτερη επιχείρηση με μια συγκεκριμένη μορφή, π.χ. δίκτυο «αποκλειστικής διανομής», δίκτυο «επιλεκτικής διανομής», δίκτυο «franchise» κλπ.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, υπάρχουν κανόνες για το τι απαγορεύεται και τι επιτρέπεται να επιβληθεί προς τις ΜμΕ (βάσει του ν.3959/2011 και του Κανονισμού (ΕΕ) 330/2010).
Για την ισχύ των κανόνων αυτών οι ΜμΕ πρέπει να αποτελούν ανεξάρτητες εταιρείες, δηλαδή να αγοράζουν και να μεταπωλούν προϊόντα ή/και να φέρουν κινδύνους ως προς τις συμβάσεις που συνάπτουν/διαπραγματεύονται ακόμα και για λογαριασμό άλλης επιχείρησης (ή ως προς τις επενδύσεις που απαιτούνται στη συγκεκριμένη αγορά ή άλλες δραστηριότητες π.χ. έξοδα διαφήμισης).
Ποιες πρακτικές απαγορεύονται
Ως προς το θέμα των τιμών των προϊόντων μεταπώλησης, ο προμηθευτής απαγορεύεται να καθορίσει (άμεσα ή έμμεσα μέσω κυρώσεων, απειλών και διακριτικής μεταχείρισης, μέτρα εντοπισμού και καταγγελίες):
- την τιμή μεταπώλησης των προϊόντων ή την τιμή διαφήμισής τους – εκτός εάν είναι νέο προϊόν και γίνεται μικρής χρονικής διάρκειας καμπάνια προώθησης (γενικά επιτρέπονται μόνο οι προτεινόμενες τιμές),
- την κατώτατη τιμή που πρέπει να πουλάει ή να διαφημίζει τα προϊόντα η ΜμΕ – μπορεί να ορίσει μόνο τις ανώτατες/μέγιστες τιμές μεταπώλησης,
- την τιμή μεταπώλησης των προϊόντων σε σχέση με τις τιμές των ανταγωνιστών της ΜμΕ στην αγορά,
- το περιθώριο κέρδους της ΜμΕ από την πώληση των προϊόντων,
- το ανώτατο επίπεδο έκπτωσης που μπορεί να δώσει η ΜμΕ από ένα καθορισμένο επίπεδο τιμών.
Ως προς το θέμα των περιοχών ή/και πελατών, ο προμηθευτής δεν μπορεί να απαγορεύσει σε μια επιχείρηση (άμεσα ή έμμεσα):
- να κάνει πωλήσεις σε κάποιον που βρίσκεται σε άλλη περιοχή από αυτή την οποία δραστηριοποιείται η ΜμΕ και το ζητάει από μόνος του ο πελάτης (παθητικές πωλήσεις) – όμως μπορεί να απαγορεύσει τις προσπάθειές σας να πουλήσει σε πελάτες σε άλλες αποκλειστικές περιοχές (ενεργητικές πωλήσεις) ή εάν η ΜμΕ είναι χονδρεμπορική να απαγορεύσει να πωλεί απευθείας σε τελικούς καταναλωτές.
- να κάνει αμοιβαίες πωλήσεις με άλλους διανομείς εφόσον ανήκουν όλοι στο ίδιο δίκτυο επιλεκτικής διανομής (σύστημα διανομής όπου ο προμηθευτής πωλεί τα αγαθά μόνο σε επιλεγμένους διανομείς βάσει κριτηρίων),
- να κάνει διαδικτυακές πωλήσεις (ή να επιβάλει να ανακατευθύνει η ΜμΕ πελάτες σε άλλους διανομείς ανάλογα με την περιοχή/χώρα προέλευσής τους), όμως μπορεί να θέσει κάποιες προϋποθέσεις [π.χ. να πουλάει ένα ποσοστό των προϊόντων από το φυσικό κατάστημα της ΜμΕ, η ιστοσελίδα της ΜμΕ να πληροί συγκεκριμένα ποιοτικά κριτήρια, να περιορίσει τις πωλήσεις της σε διαδικτυακές πλατφόρμες (π.χ. σύγκρισης τιμών) εφόσον ανήκετε σε σύστημα επιλεκτικής διανομής].
- να κάνει η ΜμΕ εισαγωγές ή εξαγωγές προϊόντων.
Επίσης, ο προμηθευτής δεν επιτρέπεται να τιμολογεί ανάλογα με το πού προορίζεη η ΜμΕ να κάνει τη μεταπώληση (π.χ. ακριβότερες τιμές για προϊόντα που σκοπεύει να πουλήσει διαδικτυακά) ή να επιβάλλει διακριτική τιμολόγηση προϊόντων για εσωτερικούς πελάτες, εξαγωγές κ.λπ. Περαιτέρω, δεν επιτρέπεται:
- να επιβάλλει άμεση ή έμμεση υποχρέωση μη άσκησης ανταγωνισμού (π.χ. να υποχρεώνει να μην ασκείται συγχρόνως άλλη ανταγωνιστική προς αυτόν δραστηριότητα), η διάρκεια της οποίας είναι αόριστη ή υπερβαίνει τα 5 έτη ή να επιβάλλει την αγορά μόνο των δικών του προϊόντων (ή όποιων υποδεικνύει) σε ποσοστό πάνω του 80%, εφόσον έχει υπάρχει συμφωνία η οποία είναι αόριστη ή υπερβαίνει τα 5 έτη, εκτός εάν π.χ. το κατάστημα στο οποίο λειτουργεί η ΜμΕ ανήκει ή μισθώνεται από τον προμηθευτή,
- να απαγορεύσει να παράγει η ΜμΕ, να αγοράζει, να πωλεί ή να μεταπωλεί προϊόντα/υπηρεσίες μετά το τέλος της συμφωνίας, εκτός και εάν αφορά την προστασία της τεχνογνωσίας που παρείχε ο προμηθευτής ή/και η διάρκεια της υποχρέωσης μη άσκησης ανταγωνισμού περιορίζεται σε ένα έτος μετά τη λύση της συμφωνίας,
- να υποχρεώσει τη ΜμΕ άμεσα ή έμμεσα να μην πωλεί προϊόντα συγκεκριμένων ανταγωνιζομένων προμηθευτών εφόσον είναι μέλος συστήματος επιλεκτικής διανομής (δηλαδή να μην προμηθεύεται από άλλον προμηθευτή)
Οι κυρώσεις
Για τις παραβιάσεις του ν.3959/2011 για τον ελεύθερο ανταγωνισμό, εκτός των αποφάσεων για την παύση και παράλειψη των πρακτικών, μπορούν να επιβληθούν σημαντικές διοικητικές και ποινικές κυρώσεις.
Ενδεικτικά, για παραβίαση της σχετικής νομοθεσίας επιβάλλονται σημαντικά πρόστιμα (έως 10% του συνολικού κύκλου εργασιών ή το κέρδος που αποκομίστηκε από την παράνομη πρακτική). Επιπλέον αυτοτελή πρόστιμα μπορούν να καταλογιστούν στους υπευθύνους των εταιρειών για παραβίαση του νόμου και συγκεκριμένα έως 150.000 ευρώ για παραβίαση του άρθρου 1 ή έως 1.000.000 ευρώ σε περίπτωση καρτέλ μεταξύ ανταγωνιστών, καθώς και έως 300.000 ευρώ για παραβίαση του άρθρου 2 (δεσπόζουσα θέση).
Άλλα πρόστιμα μπορούν να επιβληθούν για την καθυστέρηση συμμόρφωσης με απόφαση (10.000 ευρώ ανά μέρα), ενώ πρόστιμο έως το 1% του κύκλου για άρνηση/καθυστέρηση παροχής πληροφοριών.
Εκτός των προστίμων, ο νόμος προβλέπει και ποινή φυλάκισης (2 έως 5 έτη) για τις παραβάσεις του άρθρου 1 του ν.3959/2011 αλλά και για την παρεμπόδιση των ερευνών (τουλάχιστον 6 μήνες).
Τέλος, η συμμετοχή σε καρτελικές πρακτικές μπορεί να επιφέρει τον αποκλεισμό από μελλοντικούς διαγωνισμούς.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr