«Το δίκαιο του ανταγωνισμού, σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο, επιβάλλει στις επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν τις κοινωνικές και οικονομικές συγκυρίες, χαράσσοντας αυτόνομη εμπορική πολιτική, με μέσα που δεν στρεβλώνουν και δεν νοθεύουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό και ανεξάρτητα η μία προς την άλλη» αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση της Επιτροπής.
«Ενδεχόμενη επιδίωξη αύξησης ή διατήρησης των κερδών των επιχειρήσεων ή μετακύλισης οικονομικών βαρών στον καταναλωτή μέσα από παράνομες συμπράξεις θέτει σε κίνδυνο το δημόσιο συμφέρον και βλάπτει τον καταναλωτή, χωρίς κανένα αντισταθμιστικό όφελος για το κοινωνικό σύνολο», προστίθεται.
Ενδεικτικά, τέτοιες απαγορευμένες πρακτικές αφορούν:
- «τον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής, μέσω σύμπραξης
- τον περιορισμό ή τον έλεγχο της παραγωγής και της διάθεσης
- την κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού
- την εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσόμενων, πρόσθετων παροχών, οι οποίες από τη φύση τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν συνδέονται με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών».
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού σημειώνει ότι «το δίκαιο ανταγωνισμού μπορεί να εφαρμοστεί και σε μονομερείς καταχρηστικές πρακτικές, είτε αυτές αποκλείουν τους ανταγωνιστές σε μία αγορά, είτε αυτές είναι μονομερείς πρακτικές εκμετάλλευσης του καταναλωτικού κοινού από εταιρίες με δεσπόζουσα θέση στην αγορά».
Την ανακοίνωσή της κλείνει αναφέροντας ότι «θα εξετάζει κατά άμεση προτεραιότητα, κάθε σχετική περίπτωση που θα υποπέσει στην αντίληψή της, μέσω καταγγελίας, αίτησης επιείκειας από μέλος καρτέλ, ή άλλων πηγών πληροφόρησης και θα επιβάλλει αυστηρότατες κυρώσεις στις επιχειρήσεις που τυχόν εφαρμόζουν παρόμοιες αντιανταγωνιστικές πρακτικές».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr