Στελέχη της αγοράς που μιλούν στο “R” παραπέμποντας στη διεθνή εμπειρία κάνουν λόγο για κίνδυνο για πιθανές εναρμονισμένες πρακτικές, όταν κάποιος πού ήδη κατέχει σημαντικό μερίδιο στην ιδιωτική υγεία, εισέλθει στην ιδιωτική ασφάλιση. Μάλιστα στελέχη του τραπεζικού κλάδου, κτυπούν το καμπανάκι λέγοντας, ότι το πρόβλημα της πιθανής εναρμονισμένης πρακτικής είναι παρωνυχίδα, μπροστά στο πρόβλημα που αναδύεται ιστορικά από την εμπειρία άλλων χωρών και κυρίως των ΗΠΑ.
Σημειώνουν, ότι ο επιχειρηματικός γάμος του ασφαλιστικού κλάδου με την ιδιωτική υγεία, συχνά, δεν ήταν επωφελής για τις δύο πλευρές, καθώς οι προσπάθειες για συνέργειες συμπίεσαν τόσο πολύ τα κέρδη κυρίως της ασφαλιστικής που συμπαρέσυραν στο τέλος όλο το πακέτο των εμπλεκομένων.
Τι συμβαίνει στην Ελλάδα και ο ρόλος των funds
Στο φόντο αυτό ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το τι μέλλει γενέσθαι με την Εθνική Ασφαλιστική όπου το fund CVC, μαζί με τη Fairfax και την κινεζική Fosun φέρεται να ενδιαφέρονται. Σημειώνεται ότι η Fairfax, διαθέτει το πλειοψηφικό πακέτο της Eurolife Ασφαλιστικ, η Fosun, είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον στη δεύτερη απόπειρα πώλησης της Εθνικής Ασφαλιστικής, χωρίς αποτέλεσμα τότε, ενώ το fund CVC ήδη έχει υπό τον έλεγχό της νοσοκομεία (Μητροπολιτικό και Υγεία, μέσω της Hellenic Healthcare Group).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η διεθνής πρακτική δείχνει ότι ο ρόλος των funds σε πολλούς κλάδους έχει αυξηθεί ανεξέλεγκτα τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Από 700 δισεκατομμύρια δολάρια σε παγκόσμια περιουσιακά στοιχεία το 2000 σε 5,8 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2018. Μόνο στις ΗΠΑ τα funds ελέγχουν τώρα 8,000 εταιρείες, γεγονός που στην ακαδημαϊκή κοινότητα έχει φέρει έντονο προβληματισμό για το κατά πόσο διασφαλίζονται οι κανόνες ανταγωνισμού. Σε άρθρο του μάλιστα, στο Business Insider, που δημοσιεύτηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2019, ο οικονομολόγος του βραβείου Νόμπελ Τζόζεφ Στίγκλιτς αναφέρει ότι είναι καιρός για το Κογκρέσο να κάνει κάτι για το οικονομικό χάος που έχουν δημιουργήσει οι γίγαντες των private equity funds.
Ήδη, πάντως, οι ρυθμιστικές αρχές στις χώρες του «ώριμου καπιταλισμού» ερευνούν συστηματικά τη συμπεριφορά των εταιρειών που ελέγχουν τα funds για να δουν πιθανές παρεμβάσεις στους κανόνες ανταγωνισμού. Για πρώτη φορά, μάλιστα, στην Ευρώπη, σε μια ομάδα επενδυτών, το 2014, επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους άνω των 30 εκατομμυρίων ευρώ (32 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ) για τη συμπεριφορά των εταιρειών χαρτοφυλακίου τους. Συνολικά τα τελευταία 30 χρόνια, μάλιστα τα πρόστιμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχουν αυξηθεί σημαντικά και τώρα επεκτείνονται σε funds, στα οποία αποδίδεται ευθύνη για ενέργειες των εταιρειών χαρτοφυλακίου τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Κομισιόν μπορεί να επιβάλλει πρόστιμα έως και δέκα τοις εκατό του παγκόσμιου κύκλου εργασιών ολόκληρου του ομίλου ιδιωτικών κεφαλαίων για τις ενέργειες μιας εταιρείας χαρτοφυλακίου. Επιπλέον, η Επιτροπή μπορεί να αυξήσει το πρόστιμο κατά 100% για κάθε προηγούμενη παράβαση οποιουδήποτε φορέα στο χαρτοφυλάκιο, χωρίς χρονικό περιορισμό.
Στο φόντο αυτό, το Νοέμβριο του 2014, για πρώτη φορά στην ιστορία της, η ολλανδική αρχή ανταγωνισμού (ACM) επέβαλε πρόστιμα σε ορισμένες εταιρείες επενδύσεων, για θέματα εναρμονισμένων πρακτικών θυγατρικών τους εταιριών. Η ACM επέβαλε πρόστιμα σε τρία private equity fund ύψους € 1,9 εκατ. για άσκηση αποφασιστικής επιρροής σε μία από τις εταιρείες χαρτοφυλακίου τους , τη Meneba, έναν ολλανδό παραγωγό αλευριού. Μεταξύ των επενδυτών ιδιωτικών κεφαλαίων που τιμωρήθηκαν για δραστηριότητες καρτέλ ήταν και η CVC Capital Partners.
Πιο συγκεκριμένα στις 16 Δεκεμβρίου 2010, η ACM επέβαλε πρόστιμο σε δεκαπέντε παραγωγούς αλευριού κατά προσέγγιση 80 εκατ. ευρώ για παράβαση του άρθρου 6 του ολλανδικού νόμου περί ανταγωνισμού ("DCA") ή / και του άρθρου 101 της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ.
Όπως καταφαίνεται οι ρυθμιστικές αρχές προσπαθούν να δουν πώς θα διασφαλιστεί ο ανταγωνισμός σε μια εποχή όμως που η δύναμη των funds είναι ιδιαίτερα μεγάλη.
Γιώργος Αλεξάκης
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr