Αν και το μερίδιο των ΜμΕ στις συνολικές πωλήσεις του κλάδου περιορίστηκε στο 32% το 2017 από 41% το 2008 (κυρίως λόγω κλεισίματος επιχειρήσεων), η έρευνα πεδίου της ΕΤΕ σε δείγμα 200 ΜμΕ τροφίμων ανέδειξε το γεγονός ότι οι ΜμΕ που κατάφεραν να επιβιώσουν της κρίσης αύξησαν τις πωλήσεις τους περίπου κατά 10% την τελευταία δεκαετία (ποσοστό αντίστοιχο με την πορεία των πωλήσεων των μεγαλύτερων επιχειρήσεων).
Η βασική κινητήρια δύναμη για τις ΜμΕ τροφίμων απορέει από το γεγονός ότι κατάφεραν να αξιοποιήσουν μερικώς την κάθετη άνοδο του διεθνούς εμπορίου τροφίμων (κατά 80% την τελευταία δεκαετία). Ωστόσο, η – αναμφισβήτητα θετική – άνοδος των εξαγωγών τους κατά 30% την τελευταία δεκαετία δεν ήταν αρκετή για να διατηρήσουν το μερίδιο τους στις (μεγεθυμένες) διεθνείς αγορές (το οποίο περιορίστηκε στο 0,12% το 2017 από 0,16% το 2008). Μόνο το 11% των μικρών επιχειρήσεων και το 27% των μεσαίων επιχειρήσεων δήλωσε ότι κέρδισε μερίδια αγοράς στο εξωτερικό κατά την τελευταία δεκαετία. Καθώς οι μεγαλύτερες εξαγωγικές επιχειρήσεις τροφίμων κατάφεραν να διατηρήσουν σταθερά τα μερίδιά τους στις έντονα μεγεθυνόμενες διεθνείς αγορές (αυξάνοντας τις εξαγωγές κατά 80% την τελευταία δεκαετία), τα ελληνικά τρόφιμα φαίνεται ότι απολαμβάνουν υψηλής αποδοχής στις αγορές του εξωτερικού.
Ορμώμενος από την επίτευξη της αυξημένης εξωστρέφειας εν μέσω κρίσης (κατά €0,3 δις την τελευταία δεκαετία), είναι σημαντικό ο τομέας των ΜμΕ τροφίμων να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα - δηλαδή, στη δημιουργία υγιών δομών και συνεπών στρατηγικών ώστε να αξιοποιηθεί πλήρως η ανταγωνιστική πρώτη ύλη των ελληνικών τροφίμων. Η ανάκτηση των μεριδίων της ελληνικής μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στις διεθνείς αγορές τροφίμων είναι εφικτή και μπορεί να ενισχύσει τις ελληνικές εξαγωγές κατά €0,5 δις ετησίως.
Υπό αυτή την οπτική, είναι σημαντικό να δοθεί έμφαση στα σημεία που χρήζουν βελτίωσης όσον αφορά την στρατηγική εξωστρέφειας που ακολουθούν οι ελληνικές ΜμΕ ώστε να μπορέσουν να αξιοποιήσουν επαρκώς τα ενδογενή συγκριτικά πλεονέκτημα των ελληνικών προϊόντων. Οι πολιτικές βελτίωσης θα ήταν χρήσιμο αρχικά να εντοπιστούν στους τομείς που η πλειοψηφία των επιχειρήσεων είναι εξαγωγική:
- Το ελαιόλαδο έχει το εντονότερο συγκριτικό πλεονέκτημα και τη μεγαλύτερη δυνατότητα για παραγωγή επιπλέον προστιθέμενης αξίας, κυρίως μέσω περιορισμού των εξαγωγών σε χύμα μορφή (η «χαμένη» προστιθέμενη αξία εκτιμάται στα €150 εκ. ετησίως). Ωστόσο, η υψηλή ανταγωνιστικότητα ήδη εξασφαλίζει υγιή κερδοφορία, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να έχουν περιορισμένη διάθεση για περαιτέρω βελτιώσεις.
- Αντίθετα, το κρασί και τα γαλακτοκομικά είναι δύο τομείς δεκτικοί σε αλλαγές και ώριμοι για αναδιάρθρωση. Καθώς έχουν ήδη προχωρήσει στις ορθές πρακτικές σε επίπεδο μεμονωμένων επιχειρήσεων (εστίαση στην ποιότητα, στα προϊόντα ΠΟΠ και τις αναπτυγμένες αγορές της Δυτικής ΕΕ), η έμφαση πρέπει τώρα να δοθεί στη διόρθωση των ελλειμμάτων σε επίπεδο στρατηγικής κλάδου. Στο κρασί, προτεραιότητα είναι οι συνενώσεις για την επίτευξη οικονομιών κλίμακας ενώ στα γαλακτοκομικά οι συνεργασίες για αναβάθμιση του δικτύου διανομής.
- Στα φρούτα και λαχανικά, οι αλλαγές που απαιτούνται είναι σημαντικά ευρύτερες. Πέρα από ριζική επαναχάραξη στρατηγικής του προϊόντος, χρειάζονται σημαντικές επενδύσεις για βελτίωση τεχνολογίας παραγωγής και επέκταση δικτύου διανομής με εστίαση στις αγορές της Δυτικής ΕΕ – με έμφαση στην αποδοτική προώθηση φρέσκων φρούτων (στα πρότυπα της Ιταλίας και της Ισπανίας) τα οποία προσφέρουν δυνατότητες υψηλότερης προστιθέμενης αξίας σε σχέση με τα επεξεργασμένα (π.χ. κομπόστα).
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr