Όπως σημειώνει ο ΣΕΒ, καθώς η χώρα οδεύει προς την ολοκλήρωση του 3ου Μνημονίου, ο δημόσιος διάλογος εντείνεται ως προς την κληρονομιά των προγραμμάτων προσαρμογής και το περιεχόμενο της αναπτυξιακής στρατηγικής από εδώ και πέρα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χάρη στα 3 προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής η χώρα βρίσκεται πλέον σε μακροοικονομική και δημοσιονομική ισορροπία, έχει βελτιωθεί ο τρόπος που λειτουργούν οι φορολογικές αρχές, οι αγορές προϊόντων και εργασίας έχουν σε μεγάλο βαθμό απελευθερωθεί και, τέλος, έχουν τεθεί τα θεμέλια για τον επιτυχή μετασχηματισμό του αναπτυξιακού προτύπου προς μια εξωστρεφή -κυρίως βιομηχανική- παραγωγική δομή, που στηρίζεται στις εξαγωγές και τις επενδύσεις, την εγχώρια αποταμίευση και τις διεθνείς αλυσίδες αξίας.
Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα πάντα με τον ΣΕΒ, οι αναπτυξιακές προοπτικές παραμένουν καθηλωμένες σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και η οικονομία αναμένει αλλαγή του φορολογικού μίγματος και δυναμικές φιλοεπενδυτικές μεταρρυθμίσεις από την πλευρά της Κυβέρνησης που θα δώσουν το έναυσμα για σημαντικά περισσότερες νέες επενδύσεις. Η αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας που δημοσιεύθηκε από την κυβέρνηση συνιστά μια ουσιαστική πρόοδο σε σύγκριση με το παρελθόν, καθώς είναι η πρώτη φορά που το Κράτος καταθέτει κάτι ανάλογο. Δεν έτυχε ωστόσο της απαιτούμενης διαβούλευσης με τις επιχειρηματικές οργανώσεις. Διακρίνεται από καλές προθέσεις, όμως πάσχει στο περιεχόμενο καθώς δεν διαθέτει μετρήσιμους στόχους, συνεκτικές πολιτικές που να υπηρετούν αυτούς τους στόχους και σαφή χρονοδιαγράμματα για την υλοποίησή τους. Θα ανέμενε κανείς από κυβέρνηση και θεσμούς να σταθούν πιο τολμηροί και αποφασιστικοί στη στοχευμένη μείωση της υπερφορολόγησης που πλήττει την εργασία και πολλές παραγωγικές δραστηριότητες της οικονομίας.
Αντίστοιχα, και στο κείμενο συμφωνίας μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των εταίρων/πιστωτών ενόψει της 4ης και τελευταίας αξιολόγησης του 3ου Μνημονίου, γίνεται μια βεβιασμένη προσπάθεια απ’ όλες τις πλευρές να πέσει η αυλαία σε μια τραυματική (για όλους) περίοδο, ανεξαρτήτως αναπτυξιακού αποτυπώματος στην ικανότητα της ελληνικής οικονομίας να αυξήσει την παραγωγική της δυναμικότητα. Είναι σαφές, πάντως, ότι από εδώ και πέρα, η Ελλάδα θα πρέπει να σταθεί στα πόδια της, χωρίς τη χρηματοδοτική στήριξη των Μνημονίων, και στη βάση δικών της πολιτικών.
Με το χρέος να παραμένει σε απαγορευτικά για επιπολαιότητες επίπεδα, ο ΣΕΒ εύχεται το πολιτικό σύστημα να κατανοεί τις παραμέτρους του προβλήματος επιβίωσης και ευημερίας της χώρας στο μέλλον, και να πράξει ανάλογα, ώστε η χώρα να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που της παρέχονται σήμερα και να μην χαραμίσει τις θυσίες που υπέστη ο πληθυσμός στα δύσκολα χρόνια των Μνημονίων.
Τα δέκα σημεία κριτικής
1) Ενίσχυση απασχόλησης ιδιωτικού τομέα. Δεν αξιολογείται ως απόλυτα κρίσιμος παράγοντας η βελτίωση της φορολογικής και ασφαλιστικής αντιμετώπισης της μισθωτής εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, μέσω μείωσης τόσο του ύψους του μη μισθολογικού κόστους όσο και της υπερπροοδευτικότητάς του, ως αυστηρή προϋπόθεση αύξησης της απασχόλησης, ανάπτυξης, κοινωνικής συνοχής, μετασχηματισμού της παραγωγικής βάσης της χώρας και μεγέθυνσης της φορολογητέας ύλης.
2) Εξέλιξη πλαισίου εργασιακών σχέσεων. Απουσιάζει από το κείμενο καταρχήν μια αξιολόγηση της επίπτωσης των αλλαγών που έχουν συντελεστεί στα χρόνια των προγραμμάτων προσαρμογής στο πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων, κυρίως όσον αφορά την επίδραση της αβεβαιότητας, της υπερφορολόγησης, και της έλλειψης της χρηματοδότησης στη μείωση των θέσεων εργασίας και την υποχώρηση των αποδοχών.
Παράλληλα, η επιθυμία για αποκατάσταση ορισμένων βασικών παραμέτρων του συστήματος εργασιακών σχέσεων διατυπώνεται χωρίς να έχει αξιολογηθεί η αλλαγή της εικόνας της αγοράς εργασίας, τόσο ως προς την κατανομή των αποδοχών όσο και των χαρακτηριστικών της απασχόλησης.
3) Υπερφορολόγηση ψηφιακής οικονομίας ως παράγοντα ανάσχεσης του ψηφιακού μετασχηματισμού της χώρας. Αντίστοιχα, η στρατηγική για την ενδυνάμωση της ικανότητας της χώρας να ακολουθήσει τις ψηφιακές εξελίξεις περιλαμβάνει πλήθος χρήσιμων δράσεων και βασίζεται σε πειστικούς άξονες αναφοράς. Δεν εξηγείται όμως στο κείμενο πως αυτά είναι συμβατά με την υπερφορολόγηση του κλάδου σε κάθε του διάσταση η οποία συνδέεται άμεσα με τη ψηφιακή υστέρηση της χώρας, καθώς και με την πρόσφατη χειροτέρευση ενός ήδη προβληματικού πλαισίου αποζημίωσης των πνευματικών δημιουργών. Και εδώ ουσιαστικά το κείμενο δεν ικανοποιεί ένα βασικό κριτήριο ρεαλισμού, κάτι που υπονομεύει την εμπιστοσύνη του αναγνώστη στο σύνολο του κειμένου, αν και η διατύπωση των στόχων για τη ψηφιακή σύγκλιση κρίνεται ως πιο αποφασιστική σε σύγκριση με το συμπληρωματικό μνημόνιο.
4) Γενικευμένη και μη ανταποδοτική υπερφορολόγηση ως εμπόδιο στην ανάκαμψη της χώρας. Ενώ γίνονται αναφορές στην επιθυμία μείωσης του φορολογικού βάρους, μετά από μια δεκαετία κατά την οποία το κράτος θεωρούσε ότι η ήδη υψηλή φορολογία έπρεπε να αυξηθεί ακόμη περισσότερο, η δυνατότητα αυτή παραμένει ευχή, καθώς συναρτάται με την ύπαρξη δημοσιονομικού χώρου, την ώρα μάλιστα που παράλληλα με τη φορολογία, αυξάνονται και σημαντικές δημόσιες δαπάνες όπως η μισθοδοσία και οι επιδοματικές παροχές. Δεν τίθεται πουθενά ως φλέγον ζήτημα το γεγονός ότι ο κύριος παράγοντας εκκόλαψης της κρίσης ήταν το, αναλογικά με το μέγεθος του ιδιωτικού τομέα, μεγάλο κράτος και η μη ανταποδοτικότητα των φόρων λόγω της χαμηλής ποιότητας των δημόσιων αγαθών.
5) Διατύπωση σαφούς και ολοκληρωμένης βιομηχανικής πολιτικής. Το κείμενο ορθά καταγράφει το πρόβλημα της αποβιομηχάνισης από τη δεκαετία του '80 και μετά, ενώ προβλέπει και τη λειτουργία μιας σειράς ομάδων εργασίας και ενός Forum για τη βιομηχανία, αν και ούτε ποσοτικοποιεί την αποβιομηχάνιση ούτε θέτει στόχους αντιστροφής της. Παράλληλα, απουσιάζει μια αξιολόγηση του βαθμού στον οποίο η ιστορική διαδρομή αποβιομηχάνισης της χώρας μπορεί να σχετίζεται με τις εξελίξεις στην αγορά ενέργειας, και ιδίως την επιβαρυντική τιμολόγηση της ενέργειας για βιομηχανική χρήση, καθώς και την αγορά εργασίας, και ιδίως τη διόγκωση του μη μισθολογικού κόστους και του πλαισίου εργασιακών σχέσεων.
6) Χρηματοδότηση ιδιωτικού τομέα. Περιλαμβάνονται όντως δράσεις για τη χρηματοδότηση της οικονομίας. Όμως, οι προτεινόμενες δράσεις, επικεντρώνονται σε μια απαρίθμηση των κρατικών και ευρωπαϊκών δομών και πόρων, τη δημιουργία μιας αναπτυξιακής τράπεζας και τις δράσεις διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων που ήδη προβλέπει το πρόγραμμα προσαρμογής.
7) Ηχηρή απουσία της «καλύτερης νομοθέτησης» και ολοκληρωμένου σχεδίου αποκέντρωσης. Αν και υπάρχουν αναφορές σε δράσεις ενδυνάμωσης της διοίκησης και καλύτερου συντονισμού του κυβερνητικού έργου, που εν πολλοίς αναπαράγουν τις αναφορές που υπάρχουν και στο πρόγραμμα προσαρμογής, απουσιάζει μια αναφορά στην καλύτερη νομοθέτηση. Η απουσία αυτή δεν είναι τυπική, καθώς μια σχετική απουσία αντανακλά την προσέγγιση του συντάκτη και το γεγονός ότι, ακόμα και αν προστεθεί εκ των υστέρων, η ατζέντα της καλύτερης νομοθέτησης και της ποιότητας των διαβουλεύσεων δεν έχει ήδη αξιολογηθεί ως κάτι απόλυτα απαραίτητο και ως δράση υψηλής προτεραιότητας. Επίσης, δε γίνεται μια αξιολόγηση της ανάγκης αποκέντρωσης προς τις περιφέρειες και τους ΟΤΑ, όχι μόνο ουσιαστικών οικονομικών και διοικητικών εξουσιών, αλλά και ανάπτυξης ενός επαρκούς πλαισίου διαφάνειας και λογοδοσίας, ως κομβική προϋπόθεση ενεργοποίησης της ικανότητας δράσης της διοίκησης και αποδέσμευσης της από την κεντρική γραφειοκρατία.
8) Απουσία ενός σχεδίου αναβάθμισης της ποιότητας διακυβέρνησης. Η αναφορά στην ανάπτυξη ευρύτατων ψηφιακών εργαλείων από την πλευρά της δημόσιας διοίκησης συνεπάγεται και μια πρωτοφανή αύξηση της ικανότητας του κράτους να ελέγχει κεντρικά όλο και περισσότερο κάθε πτυχή της οικονομικής ζωής πολιτών και επιχειρήσεων. Ήδη η εμπειρία των προηγούμενων ετών, όταν τα προγράμματα προσαρμογής και εθνικές πολιτικές οδήγησαν στην ενίσχυση των εργαλείων και της οργάνωσης των φορολογικών αρχών, ανέδειξε τους σχετικούς κινδύνους. Εξοπλισμένες με ψηφιακά εργαλεία αυξημένης αποτελεσματικότητας, οι αρχές αντιμετώπισαν πολίτες και επιχειρήσεις κατ’ εξακολούθηση, με τρόπο που παράβαινε ευθέως το νόμο και το Σύνταγμα, αν και στη περίπτωση ορισμένων εμβληματικών φορολογικών ζητημάτων, όπως είναι οι παραγραφές ελεγχόμενων χρήσεων, τελικά η δικαιοσύνη παρέσχε εργαλεία άμυνας στους πολίτες έναντι της παράνομης συμπεριφοράς των αρχών.
9) Σύνδεση προτάσεων με την υλοποίηση των αναφερόμενων δράσεων. Σε ορισμένα ζητήματα όπως του εκπαιδευτικού συστήματος, της προσέλκυσης ξένων επενδύσεων ή της προώθησης της αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου της χώρας, οι αναφορές σε στόχους και δράσεις είναι μεν πειστικές, αλλά το γεγονός ότι οι εξελίξεις στην πραγματικότητα κινούνται συχνά σε αντίθετη κατεύθυνση, υπονομεύει την εμπιστοσύνη του αναγνώστη και στο υπόλοιπο κείμενο, στο οποίο οι δράσεις αφορούν ακόμα στο απώτερο μέλλον. Ενδεικτικά, οι αναφορές για βελτιωμένη διοίκηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, αυξημένη αυτονομία, αξιολόγηση και ποιοτική αναβάθμιση του περιεχομένου των προγραμμάτων τους, αλλά και οι αναφορές για βελτιωμένη συνεργασία επιχειρήσεων και ερευνητικών κέντρων, προσπαθούν να πείσουν τον αναγνώστη ότι ο αναπτυξιακός στόχος επιτυγχάνεται μέσω της αναφοράς, παρά της υλοποίησης, πολλαπλών δράσεων.
10) Ανάδειξη της παιδείας και της επαγγελματικής κατάρτισης ως μείζονα στοιχεία οικονομικής ανάπτυξης. Η μόρφωση και οι δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού αποτελούν καθοριστικό στοιχείο των προοπτικών απασχόλησης, των αμοιβών, της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της οικονομίας, και της ευημερίας της κοινωνίας γενικότερα. Μια ολοκληρωμένη αναπτυξιακή στρατηγική που θα υποστηρίζει την ανάπτυξη της εξωστρέφειας στην οικονομία, των επιχειρήσεων δηλαδή που παράγουν, εξάγουν και δημιουργούν βιώσιμες και καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας, συνδέεται άμεσα με τις κατευθύνσεις που δίνονται, και τους πόρους που διοχετεύονται στην παιδεία και την επαγγελματική κατάρτιση. Και στα δύο αυτά επίπεδα, η αναπτυξιακή στρατηγική παραμένει ανεπαρκής. Σε όλες τις ώριμες δημοκρατίες, οι κοινωνικοί εταίροι έχουν ουσιαστική συμμετοχή στο σχεδιασμό του εκπαιδευτικού συστήματος. Παρ’ όλα αυτά, ενώ στην αναπτυξιακή στρατηγική γίνεται, ορθά, αναφορά στη διάγνωση των αναγκών της αγοράς εργασίας για την εκπόνηση προγραμμάτων κατάρτισης, οι επιχειρήσεις δεν αναφέρονται πουθενά ως βασικοί παράγοντες του μηχανισμού νομοθέτησης, σχεδιασμού και υλοποίησης.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr