Το επιμελητήριο στην ανάλυσή του αναφέρει τα εξής:
«Η ανάπτυξη του πολιτικού λόγου και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, ειδικά σε σχέση με το ελεύθερο εμπόριο, γεννά ένα δύσκολο ερώτημα, που έχει να κάνει με το αν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη θα εγκαταλείψουν την εξωστρεφή πολιτική, που ιστορικά βρίσκεται στη βάση της οικονομικής τους επιτυχίας. Πρώτη φορά στην εκλογική εκστρατεία των ΗΠΑ δόθηκε τόσο μεγάλη έμφαση στο διεθνές εμπόριο, κάτι που αναμένεται να οδηγήσει σε επαναπροσδιορισμό του πολιτικού τοπίου σε σχέση με το ελεύθερο εμπόριο. Ο Ν. Τραμπ έχει στραφεί εναντίον κάθε εμπορικής συμφωνίας που έχει ποτέ συνάψει η χώρα του και έχει απειλήσει να "σκίσει" τη Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου, καθώς και να σταματήσει κάθε συζήτηση με την Ε.Ε. για τη διατλαντική εμπορική συμφωνία TTIP. Αναμένεται να δούμε, σε τι βαθμό οι απόψεις αυτές θα ενταχθούν στην πλατφόρμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, που παραδοσιακά είναι σημαιοφόρος του ελεύθερου εμπορίου στις ΗΠΑ.
Η πολιτική εσωστρέφειας ίσως διαφοροποιηθεί, αφού ποτέ στο παρελθόν, πρόεδρος των ΗΠΑ δεν τροφοδότησε το φόβο ότι το ελεύθερο εμπόριο μπορεί να υπονομεύσει την ευημερία της Αμερικής. Σε συνάρτηση, λοιπόν, με το εκλογικό αποτέλεσμα, εάν δεν υπάρξουν μετεκλογικές διορθωτικές κινήσεις, ενδέχεται να δημιουργηθούν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις από τον περιορισμό του παγκόσμιου εμπορίου.
Οι επιχειρήσεις που εξάγουν προϊόντα είναι περισσότερο παραγωγικές και πληρώνουν μεγαλύτερους μισθούς σε σχέση με αυτές που δραστηριοποιούνται εντός μίας χώρας. Ακόμα και στην Ελλάδα, οι εταιρείες που διαθέτουν υψηλή εξωστρέφεια, αισθάνονται λιγότερο τη δραματική κρίση της εσωτερικής αγοράς. Αντιθέτως, ο υπερπροστατευτισμός, παντού όπου ισχύει, πλήττει σοβαρότατα τους καταναλωτές, ενώ προσφέρει λίγα στην απασχόληση και στους εργαζόμενους. Όσοι βρίσκονται κοντά ή και κάτω από τα όρια της φτώχειας, επωφελούνται κατά πολύ περισσότερο από το εμπόριο απ' ό,τι οι πλούσιοι.
Έρευνα που έγινε σε 40 χώρες βρήκε ότι, αν περιοριζόταν το διεθνές εμπόριο, οι πλουσιότεροι καταναλωτές θα έχαναν το 28% της αγοραστικής τους δύναμης, ενώ αυτοί που βρίσκονται στις χαμηλότερες κλίμακες θα έχαναν το 63%. Σχετική μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας αναφέρει ότι τα 20 τελευταία χρόνια το εμπόριο συνέβαλε πάνω από 40% στην άνοδο του παγκόσμιου ΑΕΠ και το ποσοστό αυτό αντιπροσωπεύει περισσότερα από 16 τρισεκατομμύρια δολάρια, τα οποία διοχετεύθηκαν στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Στην Ευρώπη, η κατάσταση είναι πιο γνωστή, αφού μεγάλο μέρος του πολιτικού φάσματος έχει πάρει θέση κατά της προτεινόμενης Διατλαντικής Συμφωνίας Εμπορίου και Επενδύσεων μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ. Η Γερμανία, μία χώρα που οφείλει εν πολλοίς την ευμάρειά της στην επιτυχημένη πορεία της στις παγκόσμιες αγορές, κάνει μία ανάλογη στροφή. Ακόμη και στην Ολλανδία, που έχει το ελεύθερο εμπόριο στο DNA της, αλλά και σε άλλες εμπορικά ανεπτυγμένες χώρες της ΕΕ, ακούγονται αντιδραστικές φωνές που ζητούν τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την απόρριψη της TTIP. Η Ευρώπη αναπτύχθηκε, αναζητώντας νέες αγορές και ευκαιρίες, αλλά οι εξελίξεις σίγουρα περιπλέκουν τα πράγματα. Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν διπλασιασμό των εμπορικών συναλλαγών το τελευταίο τέταρτο του περασμένου αιώνα με αξιοσημείωτα αποτελέσματα και είναι αδύνατο να απομονώσει κανείς από τη στρατηγική της παγκόσμιας ανάπτυξης το ελεύθερο εμπόριο. Αν η Ευρώπη εγκαταλείψει τις πρακτικές στις οποίες οφείλει την ανάπτυξή της, τότε δεν μπορεί να φανταστεί κανείς τι θα γίνει με τις φτωχές και τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Ακόμη, όμως κι αν δεν έχουν ακόμη παρθεί οι τελικές αποφάσεις από τις δύο άκρες του Ατλαντικού, η εμπορική ατζέντα απαιτεί αναθεώρηση σε επίπεδο ηγεσίας. Αυτή θα είναι μία χρονιά αποφάσεων για τις πολιτικές ηγεσίες, που εξακολουθούν να πιστεύουν ότι αξίζει να στηρίξουν το παγκόσμιο εμπόριο και να οικοδομήσουν έναν ολοένα και πιο ανοιχτό κόσμο. Οι εμπορικές συμφωνίες για την άρση των εμποδίων μεταξύ ΗΠΑ, Ασίας και Ευρώπης, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι σημαντικές όσον αφορά στη ροή αγαθών, καθώς το εμπόριο δείχνει ανησυχητικά σημάδια στασιμότητας. Οι προοπτικές ανάπτυξης του παγκόσμιου εμπορίου υποβαθμίστηκαν από τον Π.Ο.Ε., που εκτιμά ότι το 2016, το εμπόριο αναπτύσσεται με τους βραδύτερους ρυθμούς, μετά την ύφεση του 2008. Αυτό δεν συμβαίνει απλά, ως επίπτωση της αναιμικής παγκόσμιας ανάκαμψης, αφού η ανάπτυξη του εμπορίου, ούτως ή άλλως τείνει να είναι δύο φορές ταχύτερη από την ανάπτυξη του ΑΕΠ. Ωστόσο, αυτή η αναλογία της μέσης αύξησης των εμπορικών συναλλαγών από το 2012 πέφτει σταθερά και εφέτος για πρώτη φορά εδώ και 15 χρόνια θα είναι βραδύτερη του ρυθμού ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας. Η ανατροπή αυτή οφείλεται σε διαρθρωτικούς παράγοντες και το γεγονός ότι η Κίνα και άλλες μεγάλες οικονομίες βρίσκονται σε σημείο καμπής.
Η Ε.Ε. από τη πλευρά της επιχειρεί να εκτιμήσει την ενδεχόμενη στροφή των ΗΠΑ προς τον οικονομικό προστατευτισμό και το πόσο θα επηρεάσει την ευρωζώνη. Η Deutsche Bank εξηγεί πως, παρότι είναι πολύ δύσκολο να υπολογίσει κανείς πόσο θα μειωθούν οι αμερικανικές εισαγωγές, εντούτοις, χρησιμοποιεί στις εκτιμήσεις της ένα ποσοστό της τάξης του 10%. Η μελέτη διαπιστώνει ότι η άμεση επίδραση θα είναι σχετικά μικρή, καθώς στο μέτωπο των εισαγωγών θα μειώσουν το ΑΕΠ της ευρωζώνης, περίπου 0,2 με 0,3 ποσοστιαίες μονάδες. Το πλήγμα για τη Γερμανία θα είναι της τάξης των 0,3 ποσοστιαίων μονάδων, ενώ για τις άλλες οικονομίες το κόστος θα φτάνει έως 0,5 ποσοστιαία μονάδα. Από την άλλη πλευρά, όμως, οι έμμεσες επιπτώσεις από την ασθενέστερη παγκόσμια ανάπτυξη θα είναι σημαντικότερες. Τα αντίποινα από άλλες χώρες, στο πλαίσιο ενός εμπορικού πολέμου που αναμένεται να ξεσπάσει, η αβεβαιότητα και οι χαμηλότερες επενδύσεις, θα πλήξουν το παγκόσμιο ΑΕΠ. Οι μισές από τις εξαγωγές των ΗΠΑ κατευθύνονται σε χώρες με τις οποίες ήδη υπάρχουν συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, που οι οικονομίες τους αντιστοιχούν στο ένα δέκατο του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Η Deutsche Bank περιμένει ότι οι χώρες της ευρωζώνης και, κυρίως, η Γερμανία θα βρεθούν αντιμέτωπες με μία αρνητική επίδραση της τάξης μίας ποσοστιαίας μονάδας στην εξωτερική ζήτηση.
Οι ΗΠΑ είναι μακράν ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, βεβαίως, της Κίνας. Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι ονομαστικές εξαγωγές αγαθών διαμορφώνονται στα 371 δισ. ευρώ, το 2015 (21% του συνόλου των εξαγωγών αγαθών εκτός Ε.Ε. και 2,5% του Α.Ε.Π. της Ε.Ε.) και οι εισαγωγές στα 248 δισ. ευρώ (22% του συνόλου ή 1,7% του ΑΕΠ), με αποτέλεσμα ένα εμπορικό πλεόνασμα για την Ε.Ε., ύψους 123 δισ. ευρώ. Σε ό,τι αφορά τις υπηρεσίες, οι εξαγωγές ανήλθαν στα 161 δισ. ευρώ (29% του συνόλου των εξαγωγών των υπηρεσιών εκτός Ε.Ε. ή 1,2% του Α.Ε.Π.), ενώ οι εισαγωγές ανήλθαν σε 148 δισ. ευρώ (29% του συνόλου, 1,1% του ΑΕΠ), με αποτέλεσμα ένα πλεόνασμα ύψους 13 δισ. ευρώ. Το 2016, οι εμπορικές ροές αγαθών ήταν πιο αδύναμες, μέχρι στιγμής, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat. Το διάστημα Ιανουαρίου-Αυγούστου, οι ονομαστικές εξαγωγές αγαθών προς τις ΗΠΑ ήταν 3% χαμηλότερες, ετησίως, ενώ οι εισαγωγές 1% χαμηλότερες, αφήνοντας το συνολικό εμπορικό ισοζύγιο στα 74,2 δισ. ευρώ, δηλαδή 6 δισ. ευρώ χαμηλότερα, ετησίως. Ωστόσο, το εμπόριο της Ε.Ε. με τις ΗΠΑ ήταν σε καλύτερα επίπεδα απ' ό,τι με τον υπόλοιπο κόσμο, με τις συνολικές εξαγωγές της Ε.Ε. το διάστημα Ιανουαρίου-Αυγούστου να μειώνονται κατά 4% και οι εισαγωγές κατά 3%, ετησίως. Η έκθεση στο εμπόριο και τις επενδύσεις είναι σχετικά χαμηλή στις χώρες της Μεσογείου, με εξαίρεση την Ελλάδα, η οποία έχει σημαντική έκθεση στον τουρισμό και τις ναυτιλιακές υπηρεσίες των ΗΠΑ.
Τέλος, από τα στοιχεία προκύπτει ότι η ελληνική οικονομία είναι εκείνη που επηρεάζεται λιγότερο από τον ενδεχόμενο οικονομικό προστατευτισμό των ΗΠΑ σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, γιατί το ποσοστό των εξαγωγών της που κατευθύνονται στις ΗΠΑ ανέρχεται μόνο στο 3,8% και ισοδυναμεί μόλις στο 0,6% του ΑΕΠ μας. Η μείωση του διεθνούς εμπορίου δεν πλήττει τόσο τις ανεπτυγμένες χώρες, όσο τις αδύναμες οικονομίες. Στην περίπτωση της Ελλάδας, λόγω της ανάδειξής μας σε κόμβο διαμετακομιστικού εμπορίου, οι ελεύθερες συναλλαγές, είναι πυλώνας ανάπτυξης και μπορούν να μεταμορφώσουν την οικονομία μας. Οι εξαγωγές, το παγκόσμιο εμπόριο και οι ανοικτές οικονομίες, θεωρούνται οι κύριες πηγές των θαλάσσιων μεταφορών και, κατ' επέκταση, της εμπορικής ναυτιλίας και των λιμανιών μας. Μία ανοικτή στάση στα θέματα εμπορίου έχει πολλά πλεονεκτήματα, αφού προσφέρει ανταγωνιστικότητα, τεχνογνωσία, ευκαιρίες και θέσεις εργασίας.
Ως εκ τούτου, θα πρέπει να προσεγγίσουμε τα οφέλη της ελεύθερης αγοράς, με γνώμονα τα συμφέροντα της χώρας μας».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr