Κωνσταντίνος Μίχαλος πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών (ΕΒΕΑ) στο reporter.gr.
Όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις από το 2010 και μετά επέλεξαν την «ευκολία» της αύξησης των υφιστάμενων ή της επιβολής νέων φόρων, προκειμένου να επιτύχουν τους δημοσιονομικούς στόχους. Δεν υπήρξε πραγματική μεταρρύθμιση, ως προς την οργάνωση των δομών και τη λειτουργία του συστήματος είσπραξης των φόρων, παρά το γεγονός ότι σε αυτούς τους τομείς έχουν εντοπιστεί τεράστιες αδυναμίες. Εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, δεν υπήρξαν ουσιαστικές κινήσεις απλοποίησης και σταθεροποίησης του συστήματος. Ακόμη και οι παρεμβάσεις που κινούνταν προς τη σωστή κατεύθυνση, είτε έμειναν στις προθέσεις είτε χάθηκαν μέσα σε έναν κυκεώνα συνεχών αλλαγών, τροποποιήσεων, διορθωτικών εγκυκλίων, ανακοινώσεων και αναιρέσεων. Ακόμη και σήμερα π.χ., κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα πως θα χτιστεί το αφορολόγητο, τι θα ισχύσει για τις αποδείξεις, τι θα ισχύσει για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές κτλ.
Αυτό που στην ουσία γίνεται τα τελευταία χρόνια είναι να επιβάλλονται όλο και υψηλότεροι φόροι, χωρίς να συνεκτιμάται ο αντίκτυπος στην οικονομική δραστηριότητα, αλλά και χωρίς να αλλάζει τίποτα σε έναν δυσλειτουργικό και αναποτελεσματικό μηχανισμό φορολογικής διοίκησης.
Σύμφωνα με μελέτες και στοιχεία έγκυρων οργανισμός όπως ο ΟΟΣΑ και η KPMG, στο διάστημα 2010 – 2015 στην Ελλάδα επιβλήθηκαν δημοσιονομικά μέτρα ύψους 67 δις ευρώ, τα μισά εκ των οποίων αντιστοιχούσαν σε φόρους. Παρ’ όλα αυτά, λόγω της βαθιάς ύφεσης η οποία άγγιξε σωρρευτικά το 25% του ΑΕΠ, η εισπραξιμότητα μειώθηκε αντίστοιχα κατά 11,46%. Η σύγκριση με άλλες ανεπτυγμένες χώρες είναι άκρως διαφωτιστική. Στην Ελλάδα ο φορολογικός συντελεστής για τις επιχειρήσεις ανέρχεται σήμερα στο 29% και οι φόροι που εισπράττονται αντιστοιχούν στο 1,33% του ΑΕΠ. Ο μέσος συντελεστής στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι 24,86% και οι εισπράξεις ανέρχονται σε 2,88% του ΑΕΠ. Ως προς τη φορολογία φυσικών προσώπων, στην Ελλάδα ο ανώτατος συντελεστής είναι 42% και τα φορολογικά έσοδα φθάνουν στο 6,1% του ΑΕΠ. Στον ΟΟΣΑ ο μέσος συντελεστής είναι 41,68%, τα αντίστοιχα έσοδα όμως ανέρχονται σε 8,77% του ΑΕΠ. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στην περίπτωση των ασφαλιστικών εισφορών. Στην Ελλάδα οι ασφαλιστικές εισφορές, συνολικά για εργοδότη και εργαζόμενο, ανέρχονται σε 40,06% και οι εισπράξεις σε 10,42% του ΑΕΠ. Στη Γερμανία, ο συνολικός συντελεστής είναι 39,81% τα έσοδα όμως ανέρχονται σε 13,99% του ΑΕΠ.
Όλα αυτά τα παραδείγματα επιβεβαιώνουν ότι η Ελλάδα επιβάλλει υψηλή φορολογία, για να εισπράξει τελικά λιγότερα έσοδα σε σχέση με άλλες χώρες, οι οποίες εφαρμόζουν επιβάλλουν ίδιους ή χαμηλότερους συντελεστές. Το μόνο που πετυχαίνουν, ουσιαστικά, οι συνεχείς φοροεπιδρομές είναι να οδηγούν την οικονομία σε ακόμη βαθύτερη ύφεση, με άμεσο αντίκτυπο στα έσοδα του κράτους. Το χειρότερο είναι ότι η φιλοσοφία αυτή δεν δείχνει να αλλάζει. Αντίθετα, φαίνεται να ενισχύεται, όπως επιβεβαιώνουν οι πρόσφατες πληροφορίες για επιβολή φορολογικού συντελεστή 50% στα υψηλά εισοδήματα, αλλά και η επιμονή της κυβέρνησης στην αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών.
Το λογαριασμό θα τον πληρώσει και πάλι ο φορολογούμενος.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr