Στον κατάλογο Forbes, στον οποίο περιλαμβάνονται 1.826 δισεκατομμυριούχοι απ' όλο τον κόσμο υπάρχουν τρία ελληνικά ονόματα.
Στη θέση 412 βρίσκεται το όνομα του εφοπλιστή Σπύρου Λάτση, ο οποίος πέρυσι βρισκόταν στη θέση 464, καθώς αύξησε την περιουσία του στα 3,3 δισ. δολάρια. Δεύτερος πλουσιότερος Έλληνας είναι ο Αριστοτέλης Μυστακίδης της Glencore International, στη θέση 527, με περιουσία 2,7 δισ. δολάρια, και ακολουθεί ο Φίλιππος Νιάρχος, στη θέση 554 (και περιουσία 2,6 δισ. δολάρια.
Ενώ τα ονόματα του Σπύρου Λάτση και του Φίλιππου Νιάρχου είναι ευρέως γνωστά, οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν ποιος είναι ο ομογενής δισεκατομμυριούχος, Αριστοτέλη Μυστακίδης.
Πρόκειται για έναν από τους διευθυντές του παγκόσμιου κολοσσού διακίνησης µεταλλευµάτων και άλλων πρώτων υλών, Glencore, η οποία έχει την έδρα της στο χωριό Μπάαρ κοντά στη Λουκέρνη της Ελβετίας και διατηρεί παρουσία σε 40 χώρες και προσωπικό που συνολικά ξεπερνά τα 53.000 παγκοσμίως.
Γεννημένος στη Ρώμη από Έλληνα πατέρα, ο οποίος εργαζόταν εκεί ως επιστημονικός σύμβουλος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, στο πρόγραμμα για την καταπολέμηση του υποσιτισμού (FAO), μετακόμισε στη συνέχεια με την οικογένειά του στη Βρετανία και σπούδασε στο London School of Economics.
Εργάστηκε στο τμήμα επενδύσεων της εταιρείας αγοράς παραγώγων Cargill, όπου τον εντόπισε ο Μαρκ Ριτς, και του πρόσφερε τη θέση του επικεφαλής του τμήματος επενδύσεων σε μέταλλα το 1993 στην εταιρεία του Marc Rich & Co..
Ο ίδιος, 53 χρονών σήμερα, διατηρεί χαμηλούς τόνους στην προσωπική του ζωή και το μοναδικό γνωστό γι' αυτόν είναι ότι λατρεύει τα γρήγορα πολυτελή σπορ αυτοκίνητα. Είναι παντρεμένος με ένα παιδί και ο χρόνος του μοιράζεται ανάμεσα στην κατοικία του στο Μπάαρ της Ελβετίας, όπου βρίσκονται και τα κεντρικά γραφεία της Glencore, και στο προσωπικό του γραφείο στην Place de la Madeleine στο Παρίσι.
Ποια είναι η Glencore
Η ιστορία της εταιρείας ξεκινά το 1974, όταν ο εβραϊκής καταγωγής επιχειρηµατίας, Μαρκ Ριτς, ίδρυσε την τότε Marc Rich & Co., µέσω της οποίας έκανε αγοραπωλησίες πρώτων υλών. Η ευφυΐα του και οι διευρυµένες σχέσεις του µε τα καθεστώτα της Μέσης Ανατολής τον κατέστησαν προνοµιακό παίκτη στην αγορά του «µαύρου χρυσού» στα τέλη της δεκαετίας του ‘70. Το 1983 οι αµερικανικές Αρχές τον κατηγόρησαν ότι είχε σπάσει το εµπάργκο πώλησης του ιρανικού πετρελαίου και του απηύθυναν κατηγορίες για φοροδιαφυγή. Ο Ριτς υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τις Ηνωµένες Πολιτείες και να "εξοριστεί" στην Ελβετία, παρότι πάντα υποστήριζε ότι είναι αθώος.
Έμεινε στην Ελβετία για 17 χρόνια, μέχρι οι πιέσεις του εβραϊκού λόµπι και μια γενναία δωρεά της αµερικανίδας συζύγου του στο Ιδρυµα Κλίντον να ωθήσουν τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, να τον απαλλάξει από τις κατηγορίες.
Ωστόσο, στη συνέχεια, μια σειρά από ατυχείς επιλογές υποχρέωσαν τον Ριτς να πουλήσει την εταιρεία του στα στελέχη του, δηλάδή στον ελληνικής καταγωγής γεννημένο στη Ρώμη Τέλη Μυστακίδη, τον Νοτιοαφρικανό Ιβάν Γκλάσενμπερκ, τον Βρετανό Σάιμον Μάρεϊ, τον Αμερικανό Τορ Πίτερσον και τον Ισπανό Ντανιέλ Ματέ Μπαδένες. Αυτοί έγιναν οι νέοι μέτοχοι της εταιρείας, την οποία μετονόμασαν σε Glencore.
Στη συνέχεια, μοιράστηκαν ρόλους και ευθύνες στο αντικείμενο της εμπορίας πρώτων υλών, με τον Μυστακίδη να αναλαμβάνει επικεφαλής του τομέα των βιομηχανικών μετάλλων (χαλκός, ψευδάργυρος κ.λπ.).
Η εταιρεία ελέγχει σήμερα ένα αναλογικά τεράστιο τμήμα των διεθνών συναλλαγών επί ενεργειακών προϊόντων παράλληλα με ένα τεράστιο δίκτυο εταιρειών που παράγουν τις σχετικές πρώτες ύλες. Εχει παρουσία στην πρωτογενή αγορά (μέταλλα, ορυχεία, ενέργεια, δημητριακά, ακόμα και στην αγορά ηλεκτρισμού και υδάτων) σε Ασία, Αυστραλία, Αμερική, Μέση Ανατολή και Ευρώπη.
Η ομάδα κατόρθωσε να ελέγχει το 3% των καθημερινών παγκόσμιων συναλλαγών σε συμβόλαια πετρελαίου, φυσικού αερίου και άλλων πρώτων υλών.
Η εισαγωγή της στα χρηματιστήρια του Λονδίνου και του Χονγκ Κονγκ το 2010 έφερε στο προσκήνιο και την ίδια όσο και τους διευθυντές της, οι οποίοι έγιναν πολυεκατομμυριούχοι.
Παρότι η Glencore είναι μεγαλύτερη από άλλους ελβετικούς κολοσσούς όπως η UBS, η Nestlé και η Novartis, το όνομά της παραμένει σχετικά άγνωστο, όχι όχι µόνο λόγω του αντικειµένου των εργασιών της αλλά και λόγω του τρόπου λειτουργίας της.
Η εταιρεία αποτελεί στην ουσία ιδιωτική κοινοπραξία των 500 µεγαλοστελεχών της, τα οποία µοιράζονται τα κέρδη µε βάση ένα πρόγραµµα κινήτρων που στηρίζεται στις αποδόσεις τους. Η εταιρεία διαθέτει ένα δίκτυο από περίπου 2.000 πολύ καλά εκπαιδευµένους µάνατζερ που γυρίζουν τον κόσµο για να κλείσουν συµφωνίες και να αγοράσουν πρώτες ύλες.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr