Συγκεκριμένα, τα βραχυπρόθεσμα τραπεζικά δάνεια των επιχειρήσεων παρουσίασαν το 2005 μέση αύξηση της τάξης του 5,9% (6,6% το 04 και 9,7% το 03) έναντι οριακής μέση αύξησης των πωλήσεων κατά 1,4% (4,8% το 04) και οξείας κάμψης των καθαρών κερδών κατά -6,9% (+2,2% το 04). Αυτές οι παρατηρήσεις επισημαίνονται στην Ετήσια Επισκόπηση που εκπονεί η Hellastat για την πορεία των Ελληνικών Επιχειρήσεων, η οποία στηρίζεται στα αποτελέσματα περισσότερων από 21.000 επιχειρήσεων για την περίοδο 2005-2002, βάσει των Ελληνικών και Διεθνών Λογιστικών Προτύπων.
Πιο αναλυτικά, ο συνολικός δανεισμός βραχυπρόθεσμης διάρκειας στον οποίο περιλαμβάνεται και το βραχυπρόθεσμος μέρος των μακροπρόθεσμων υποχρεώσεων- του υπό εξέταση δείγματος επιχειρήσεων διαμορφώθηκε στο τέλος του 2005 στα 25,4 δισ., αυξημένος κατά 4,8% σε σύγκριση με το 2004 ( 24,3 δισ.). Ο μακροπρόθεσμος τοκοφόρος δανεισμός -στον οποίο περιλαμβάνονται και τα ομολογιακά δάνεια επιχειρήσεων που αναλαμβάνουν οι Τράπεζες - ανέρχεται σε 33,6 δισ., αυξημένος συνολικά κατά 12,7% σε σύγκριση με το 2004 ( 29,9 δισ.).
Η τριπλάσια σε απόλυτα μεγέθη- αύξηση του μακροπρόθεσμου δανεισμού, σε σύγκριση με το βραχυπρόθεσμο, αντανακλά, σύμφωνα με τον κ. Χρήστο Γιαννακόπουλο, Διευθυντή Έρευνας & Ανάπτυξης της Hellastat, την έντονη κινητικότητα των μεγαλύτερων κυρίως επιχειρήσεων για την αναδιάρθρωση του παθητικού τους, εκδίδοντας ομολογιακά δάνεια με σκοπό την αναχρηματοδότηση των τρεχουσών τραπεζικών υποχρεώσεων. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι το 10% περίπου των βραχυπρόθεσμων τραπεζικών υποχρεώσεων ( 2,3 δισ.) αφορά σε μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις που πρέπει να τακτοποιηθούν εντός της τρέχουσας χρήσης, υποδηλώνει ότι η καθαρή αύξηση των μακροπρόθεσμων χορηγήσεων στις τράπεζες είναι σαφώς μεγαλύτερη.
Υπόθεση των «μεγάλων» ο μακροπρόθεσμος δανεισμός
Ο μακροπρόθεσμος τοκοφόρος δανεισμός προορίζεται κατά κύριο λόγο για τη χρηματοδότηση επενδύσεων, ώστε να «ταιριάζουν» χρονικά τα μέσο-μακροπρόθεσμα οφέλη / έσοδα της επένδυσης με το πλάνο καταβολής των τόκων και αποπληρωμής του κεφαλαίου, είναι συνεπώς αναμενόμενη η μεγάλη συγκέντρωση των μακροπρόθεσμων τραπεζικών κυρίως- κεφαλαίων σε μεγάλες επιχειρήσεις και οργανισμούς.
Πράγματι, από τα στοιχεία της Hellastat προκύπτει ότι το 46% του συνολικού μακροπρόθεσμου δανεισμού έχουν λάβει 10 επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων ο ΟΣΕ ( 4,4 δισ.), η ΔΕΗ ( 3,2 δισ.), ο ΟΤΕ ( 1,95 δισ.) και το Αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος ( 1,02 δισ.).
Στο σύνολο των επιχειρήσεων, η μέση μεταβολή του μακροπρόθεσμου δανεισμού εκτιμάται αρνητική, στο -13,1%, παρατήρηση που συμβαδίζει με την υψηλή συγκέντρωση που καταγράφεται υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων.
Αντίστοιχα, σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ, οι χορηγήσεις προς τη Βιομηχανία, το Εμπόριο και τις Υπηρεσίες εμφάνισαν το 2005 περιορισμένη αύξηση, ύστερα από τους ταχείς ρυθμούς που χαρακτήρισαν την περίοδο προετοιμασίας και τέλεσης του Αθήνα 2004.
Επιδείνωση στη σχέση δανείων - εσόδων
Η ταχύτερη αύξηση των βραχυπρόθεσμων τραπεζικών υποχρεώσεων σε σύγκριση με τον κύκλο εργασιών οδηγεί σε σημαντική επιδείνωση του αντίστοιχου δείκτη που συγκρίνει τα δύο μεγέθη: ο λόγος του βραχυπρόθεσμου τραπεζικού δανεισμού προς τις πωλήσεις εκτιμάται για το σύνολο των επιχειρήσεων στο 25,6% το 2005, έναντι 23,1% το 2004, 22,2% το 2003 και μόλις 20,9% το 2002.
Συνεπώς, η μέση ελληνική επιχείρηση χρωστάει και πρέπει άμεσα να πληρώσει- στις τράπεζες 26 λεπτά περίπου για κάθε ένα ευρώ πωλήσεων που επιτυγχάνει. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται εξάλλου και η ικανότητα κάλυψης των τόκων από τα λειτουργικά κέρδη (τα οποία μειώθηκαν κατά μέσο -1,4% το 2005 σε σύγκριση με το 2004), η οποία φθίνει στις 3,4 φορές το 2005, από 4 το 2004 και 4,4 το 2002.
Παρθένο δάσος οι μικρομεσαίες για τις τράπεζες
Από την ανάλυση της Hellastat προκύπτουν δύο ακόμη κρίσιμα συμπεράσματα:
§Οι μεσαίου και μικρού μεγέθους επιχειρήσεις φέρουν υψηλό βραχυπρόθεσμο δανεισμό σε σχέση με τα ετήσια έσοδα τους, ενώ λειτουργούν σε ιδιαίτερα χαμηλά (έως οριακά) επ
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr