Οι Ολυμπιακές υποδομές λειτούργησαν κυριολεκτικά ως ανάσα για τον κλάδο, όπως άλλωστε αποκαλύπτουν και οι μέσοι ρυθμοί ανάπτυξης των πωλήσεων των 20 μεγαλύτερων επιχειρήσεων κατά 16,3% το 2003/2002 και κατά 23,9% το 2004/2003, όπως αναφέρεται σε πρόσφατη ανάλυση της Hellastat Α.Ε. Το 2005 χαρακτηρίζεται από μέτρια ως αρνητική χρονιά για τον κλάδο, καθώς ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης σε 297 επιχειρήσεις εκτιμάται αρνητικός, στο -1,1%, έναντι +3,8% το 04/03 και +4,0% το 03/02, ενώ οι 20 πρώτοι κινήθηκαν σαφώς υψηλότερα, αν και οριακά, στο +3,4%.
Η κρίση σε ορισμένες από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κλάδου, εισηγμένες στο Χ.Α. συνοδεύτηκε από περικοπές στο προσωπικό, ρευστοποίηση κερδοφόρων και ζημιογόνων συμμετοχών αλλά και εξαντλητικές διαπραγματεύσεις με τα πιστωτικά ιδρύματα για την αναχρηματοδότηση του δανεισμού και τη χορήγηση πρόσθετων κεφαλαίων κίνησης. Και ενώ οι προσπάθειες εξυγίανσης των επιχειρήσεων βρίσκονται σε εξέλιξη, με τις μετοχές τους να παραμένουν εκτός διαπραγμάτευσης, στην αγορά εφαρμόζονται διάφορες στρατηγικές, όπως
- η συγχώνευση εταιρειών με «συγγενείς» δραστηριότητες στην περίπτωση των Microland και ALTCOM,
- η είσοδος σε συγγενείς αγορές, με τη Dionic να δραστηριοποιείται στο λιανικό εμπόριο καταναλωτικών ηλεκτρονικών συσκευών,
- η πλήρης διαφοροποίηση, με την INFOQUEST να επεκτείνεται στην αγορά ενέργειας, μέσω της ίδρυσης της θυγατρικής QUEST ENEΡΓEIAKH KTHMATIKH, αλλά και την Dionic να έχει ανακοινώσει την είσοδό της στις ΑΠΕ.
Παράλληλα, στο κύριο αντικείμενο του κλάδου μοχλό ανάπτυξης θα αποτελέσει η τελική ευθεία στην οποία μπαίνουν πλέον τα προγράμματα της ΚτΠ, με το στόχο της απορρόφησης των κονδυλίων να ορίζεται στα 519 εκ. για το τρέχον έτος.
Τα αποτελέσματα του 2005
Το περιθώριο καθαρού κέρδους διαμορφώνεται την τελευταία 4ετία μεταξύ 2%-2,5%, με τάση ελαφριάς βελτίωσης την περίοδο 2004 και 2003, και μικρής υποχώρησης στο 2,2% το 2005. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κλάδου (έσοδα άνω των 50 εκ.) λειτουργούν με καθαρό περιθώριο της τάξης του 2,1% το 2005, από 2,7% το 2004 και 3,8% το 2002, ενώ σημαντικότερες απώλειες εμφάνισαν οι 90 επιχειρήσεις με έσοδα από 3 εκ. μέχρι 50 εκ., στο 2,5% το 2005, από 3,4% το 2004. Η κάμψη του καθαρού περιθωρίου οφείλεται μερικώς στην τάση αύξησης των χρηματοοικονομικών δαπανών ως ποσοστό επί των πωλήσεων, στο 1,4% το 2005 από 1,2% το 2004, αλλά και της επιδείνωσης της σχέσης του λειτουργικού κόστους επί των πωλήσεων, στο 24% από 22%. Αντίθετα, το μικτό περιθώριο ενισχύεται με συνέπεια την τελευταία 4ετία, στο 27,7% το 2005, από 23,8% το 2002.
Τα επίπεδα της συνολικής δανειακής επιβάρυνσης διατηρούνται σταθερά την τελευταία 3ετία, στο 76,5%, σχέση που χαρακτηρίζεται τυπική μεταξύ των εμπορικών επιχειρήσεων γενικότερα. Ωστόσο, ο δείκτης των βραχυπρόθεσμων τραπεζικών υποχρεώσεων προς τις πωλήσεις κινείται ανοδικά, αν και σε χαμηλά επίπεδα, στο 21,9% το 2005 από 18,5% το 2002. Οι επιχειρήσεις με έσοδα 3 εκ. - 50 εκ. εμφανίζουν ελαφρώς υψηλότερη μέση τιμή, στο 24,4% (22,9% το 2004), ενώ στις μεγάλες επιχειρήσεις με έσοδα άνω των 50 εκ. καταγράφεται σημαντική βελτίωση την τελευταία 4ετία, από το οριακό 39,7% το 2002 στο χαμηλό 20,2% το 2005. Η ικανότητα κάλυψης του χρηματοδοτικού κόστους διαμορφώνεται στις 3,3 φορές, σαφώς χαμηλότερα σε σύγκριση με τις 4,4 φορές το 2004.
Η γενική ρευστότητα διαμορφώνεται σε οριακά επίπεδα, στο 1,16, δείχνοντας σχετική σταθερότητα την περίοδο 2005-2002, ενώ ικανοποιητική για τον τομέα του εμπορίου είναι η άμεση ρευστότητα στο 0,92.
Ο εμπορικός κύκλος εκτιμάται στις 27 ημέρες, επηρεάζεται ωστόσο από τις μικρότερες επιχειρήσεις του κλάδου κυρίως δραστηριοποιούμενες στο λιανικό εμπόριο- καθώς στις επιχειρήσεις με έσοδα άνω των 3 εκ. η αντίστοιχη σχέση διαμορφώνεται άνω των 60 ημερών.
Η αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων (RoE) φθίνει την τελευταία 3ετία, από 19% το 2003 στο 17,2% το 2004 και στο 14% το 2005.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr