Μπορεί ο πρόεδρος της Επιχείρησης κ. Α. Ζερβός να δηλώνει ότι, “το 2012 αναμένουμε θετική επίδραση στα οικονομικά αποτελέσματα τόσο από την αύξηση των τιμολογίων όσο και από την περαιτέρω εξοικονόμηση στις δαπάνες μισθοδοσίας και από τις λοιπές πρωτοβουλίες εξοικονόμησης και εξορθολογισμού των δαπανών”, αλλά οι αναλυτές έχουν άλλη άποψη. Το 2012 η εταιρία θα εξακολουθήσει να απασχολεί για τον υψηλό της δανεισμό (το καθαρό της χρέος αυξήθηκε στο 2011 κατά 11,7%) τους υψηλούς χρηματοοικονομικούς τόκους καθώς και τις κεφαλαιακές της δαπάνες (2011 capex 15.1%) λόγω του εκσυγχρονισμού των πεπαλαιωμένων και ρυπογόνων της μονάδων.
Ενδεικτικά γεγονότα για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ΔΕΗ είναι η περίπτωση της ΔΕΠΑ, με την οποία η ΔΕΗ πριν από λίγους μήνες έκανε διακανονισμό για την εξόφληση οφειλών, ενώ ακόμα δεν έχει εξευρεθεί ο τρόπος για να εισπράξει η ΔΕΗ τα χρέη από τις δύο ιδιωτικές εταιρείες εμπορίας ρεύματος που έκλεισαν στο τέλος του περασμένου χρόνου και όπως δείχνουν τα πράγματα αν και έχουν γίνει την τελευταία πενταετία 17 αυξήσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ που ξεπερνούν το 50% μεσοσταθμικά, εντούτοις δεν θα αποφύγουμε και νέες αυξήσεις στο δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Πάντως, μέχρι στιγμής, η εταιρεία έχει καταφέρει να αποπληρώσει περί τα 350 εκατ. ευρώ δανείων, ενώ για τα υπόλοιπα, συμπεριλαμβανομένων των ποσών που υπολείπονται από το πρώτο τρίμηνο, βρίσκεται σε προχωρημένες διαπραγματεύσεις με ελληνικές τράπεζες για τη λήψη κοινοπρακτικού δανείου ύψους 960 εκατ. ευρώ.
Σε ό,τι αφορά στον ΛΑΓΗΕ (το νεοσύστατο οργανισμό για τη διαχείριση των δικτύων - 100% θυγατρικό της ΔΕΗ) η μητρική δεν μπόρεσε να πληρώσει το σύνολο του ποσού για την ενέργεια που αγοράζει και πληρώνει μόνον το μισό. Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, σχεδιάζεται το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων να δανείσει 300-400 εκατ. ευρώ απευθείας στον ΛΑΓΗΕ, για να μη διογκωθεί περαιτέρω το ήδη τεράστιο χρέος της ΔΕΗ, που ξεπερνά τα 4,5 δισ. ευρώ.
Τα φέσια των ανεξόφλητων λογαριασμών οδηγούν με αλάνθαστη ακρίβεια στο «κραχ», καθώς τα απελπισμένα νοικοκυριά αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους, πόσο μάλλον μετά την αύξηση των τιμολογίων ή τη σύνδεση των οικιακών τιμολογίων με χαράτσια όπως αυτό της ΔΕΗ ή ο ΕΦΚ στο φυσικό αέριο. Πιθανολογείται μάλιστα πως αυτή τη στιγμή τα χρέη των οικιακών καταναλωτών μπορεί να προσεγγίζουν ή και να υπερβαίνουν το 1 δις. ευρώ, εν όψει μάλιστα και της υποχρεωτικής απελευθέρωσης των τιμολογίων που πιθανόν να σημαίνει αυξήσεις ακόμη και 20-30%!
Τελικός χαμένος, ποιος άλλος, ο καταναλωτής ο οποίος καλείται σε δύσκολες μέρες να πληρώσει το μάρμαρο του «κραχ» με το οποίο απειλείται η ΔΕΗ, αλλά και η εγχώρια παραγωγή που πλήττεται από τις στρεβλώσεις και τις αντιδικίες του μοναδικού πλέον εγχώριου προμηθευτή με τους μεγάλους βιομηχανικούς «πελάτες» από τους οποίους εξαρτάται η συνέχιση της λειτουργίας του αλλά και δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας.
ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΛΑΘΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΤΥ «ΥΨΗΛΗΣ ΤΑΣΗΣ» ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΩΝ
Το φαινόμενο των πολιτικών παρεμβάσεων και του πολιτικού ελέγχου ακόμα και σε επιχειρησιακά θέματα της ΔΕΗ είναι διαχρονικό. Ένας από τους κυριότερους λόγους που έφεραν άλλωστε τη ΔΕΗ σε αυτή την κατάσταση είναι η μετατροπή της από το πελατειακό κράτος σε όχημα «εξυπηρετήσεων», ενώ εξίσου διαχρονικό είναι το φαινόμενο κάθε νέος υπουργός ΠΕΚΑ να φέρνει τα πάνω κάτω στη στρατηγική της εταιρείας, έχοντας λόγο στην επιλογή των εκάστοτε διοικητών. Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις των προέδρων και διευθυνόντων συμβούλων που παρέμειναν στο τιμόνι παρά την αλλαγή υπουργού, όπως συμβαίνει σήμερα με τον Α. Ζερβό, η αλλαγή στο υπουργείο το 2011 έφερε νέους αναπληρωτές CEO και μέλη του δ.σ. που εντάσσονται στο «κλίμα» του πολιτικού εποπτεύοντος την επιχείρηση.
Φυσικά η πολιτική παρέμβαση ξεκινά από την κορυφή της πυραμίδας της ΔΕΗ και φτάνει μέχρι τη βάση της, και το δαιδαλώδες βασίλειο των συνδικαλιστών: Στην επιχείρηση κατοικοεδρεύουν συνολικά τρεις ομοσπονδίες, 35 σύλλογοι και πάνω από χίλιοι «εργατο-πατέρες», που απολαμβάνουν προνόμια αδειών και καρπώνονται τις χρηματοδοτήσεις της ΔΕΗ. Σοκ άλλωστε απότελεσε πρόσφατη έκθεση του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης Λέανδρου Ρακιντζή που δείχνει ότι η ΔΕΗ απ' το 1999 μέχρι και το 2010, είχε ενισχύσει τη ΓΕΝΟΠ με περισσότερα από 14 εκατ. ευρώ, παρόλο που δεν επιτρέπεται η χρηματοδότηση δευτεροβάθμιων σωματείων και μάλιστα όπως φαίνεται ξεκάθαρα, με απόφαση του διευθύνοντος συμβούλου που λήφθηκε το 2005, η επιχείρηση δεν προβαίνει σε ουσιαστικό έλεγχο των δαπανών. Όπως τονίζεται αρκεί τα δικαιολογητικά πληρωμών να είναι θεωρημένα από τον πρόεδρο, τον γραμματέα και τον ταμία της ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ. Στο πόρισμα-"φωτιά" του κυρίου Ρακιντζή γίνεται λόγος ακόμα και για χρηματοδότηση για δράσεις δημοσίων σχέσεων και επικοινωνίας που άγγιξαν το 1.343.000 ευρώ για το διάστημα 1999-2010, αλλά και για μελέτη που χρηματοδοτήθηκε με 300.000 ευρώ, ουδέποτε παραδόθηκε στη ΔΕΗ και παρ' όλ' αυτά δεν αναζητήθηκε!
Πέραν αυτών, ευθύνες της πολιτικής ηγεσίας εντοπίζονται και στον φορομπηχτικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται η ηλεκτρική ενέργεια στην Ελλάδα, καθώς αποτελεί μοναδική παγκοσμίως περίπτωση καταναλωτικού προϊόντος, στο οποίο επιβλήθηκαν (ή αυξήθηκαν δραστικά) μέσα στα τελευταία δύο χρόνια τρεις διαφορετικοί ειδικοί φόροι κατανάλωσης: δύο στα καύσιμα που χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη στην ηλεκτροπαραγωγή (ΕΦΚ στο φυσικό αέριο, ΕΦΚ στο πετρέλαιο που χρησιμοποιείται στους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ στα νησιά), και ένας στο τελικό προϊόν (ΕΦΚ στο ηλεκτρικό ρεύμα). «Πέραν των προφανών επιπτώσεων στο εισόδημα των καταναλωτών, η επιβολή όλων αυτών των φόρων και τελών υπέρ τρίτων έχει δημιουργήσει πολλαπλά εμπόδια στον εξορθολογισμό των χρεώσεων για την ηλεκτρική ενέργεια, καθώς και στην ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού στην ενεργειακή αγορά» τονίζει μάλιστα η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας.
Τρίτο λάθος της πολιτικής ηγεσίας, τα εκβιαστικά μέσα που χρησιμοποίησε για να γεμίσει τα άδεια ταμεία του κράτους: Η ΔΕΗ άλλωστε αποδίδει σημαντικές ευθύνες για την έκρηξη των ανεξόφλητων λογαριασμών τη σύνδεση του οικιακού τιμολογίου με το χαράτσι στα ακίνητα, ενώ «μύλος» έγινε η κατάσταση όταν στην απειλή αυτή έθεσε μπλόκο το ΣτΕ.
Την ίδια στιγμή μάλιστα που το κράτος απειλεί να κατεβάσει τους διακόπτεις στους ασυνεπείς πολίτες, το ίδιο μάλλον...ξεχνάει να πληρώσει τη ΔΕΗ! Τα υπουργεία και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας έχουν άλλωστε υπέρογκα χρέη απέναντι στη ΔΕΗ, που φτάνουν τα 180 εκατ. ευρώ. Πρωταθλητής στα φέσια αναδεικνύεται το υπουργείο Υποδομών, το οποίο από τον Δεκέμβριο του 1998 δεν πληρώνει τον λογαριασμό για τους φωτεινούς σηματοδότες, με αποτέλεσμα να έχει συσσωρευτεί οφειλή ύψους 46,63 εκατ. ευρώ. Τα χρέη του υπουργείου Εσωτερικών ανέρχονται σε 14,5 εκατ. ευρώ, ενώ το υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει οφειλές από τον Ιούνιο του 2010 ύψους 4,4 εκατ. ευρώ. Τέλος, σημαντικά χρέη προς τη ΔΕΗ υπάρχουν και από εταιρείες του Δημοσίου.
Ο «ΜΥΘΟΣ» ΤΟΥ ΦΘΗΝΟΥ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ
Ο εθνικός πλούτος του τζάμπα λιγνίτη που αξίζει, σύμφωνα με τους συνδικαλιστές της ΔΕΗ, 50 δις. ευρώ κατέληξε να γίνει...μειονέκτημα για τους πελάτες του εθνικού προμηθευτή. Το φαινομενικά φθηνό ρεύμα απότελεσε την καταλληλότερη δικαιολογία τον διορισμό υπεράριθμων «ημετέρων» στη ΔΕΗ των προσφορά προκλητικών προνομίων στους υπαλλήλους και στα συνδικάτα.
Η ΔΕΗ όταν υποστηρίζει πως η τιμή που πληρώνουν οι οικιακοί καταναλωτές είναι η χαμηλότερη στην Ευρωζώνη και από τις χαμηλότερες στην ΕΕ λέει την μισή αλήθεια, καθώς ολόκληρη η αλήθεια είναι το ελληνικό Δημόσιο και συνεπώς και η φορολογούμενοι πληρώνουν και από την «πίσω πόρτα» τη ΔΕΗ: Αφενός τα δημόσια έσοδα ζημιώνονται σχεδόν με 600 εκατ. ευρώ από την μη εκμετάλλευση του λιγνίτη, ενώ άλλα 700-800 εκατ. ευρώ φτάνει η επιβάρυνση από την επιδότηση του ασφαλιστικού Ταμείου της ΔΕΗ που έφτανε κατ’ έτος τα 700-800 εκατ. ευρώ. Αν συνοπολογιστούν οι επιβαρύνσεις αυτές, η επίδοση της ΔΕΗ κατατάσσεται κάπου στο μέσον του πίνακα με τη μέση επιβάρυνση των καταναλωτών για ηλεκτρική ενέργεια, επίδοση όχι άξια ιδιαίτερου επαίνου δεδομένης της πρόσβασης της τζάμπα στο «εθνικό καύσιμο» τον λιγνίτη.
ΣΕ ΡΗΞΗ ΔΕΗ – ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΕΣ
Υπό το βάρος της αύξησης του κόστους στην ενέργεια βρίσκονται αντιμέτωπες με το ενδεχόμενο αποπένδυσης ή και κλεισίματος εργοστασίων πολλές βιομηχανίες που επηρεάζουν δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας. Δεκάδες επιχειρήσεις εξαγωγικού προσανατολισμού καλούνται να τα βγάλουν πέρα σε δύσκολες αγορές και απέναντι στον διεθνή ανταγωνισμό τη στιγμή που το λειτουργικό τους κόστος είναι ιδιαίτερα αυξημένο λόγω των χρεώσεων υψηλής τάσης.
Από μία κατ΄ αρχήν προσέγγιση της ΡΑΕ στο θέμα προκύπτουν πολύ μεγαλύτερα ποσά τα οποία εισπράττει η ΔΕΗ, έναντι αυτών που θα προέκυπταν εάν εφαρμόζονταν οι αρχές τιμολόγησης. Ειδικότερα, για πελάτη με μεγάλη κατανάλωση κατά τη διάρκεια της ημέρας, η ΔΕΗ μόνο για την ισχύ (όχι για ενέργεια) εισπράττει 29,5 ευρώ ανά μεγαβάτ, ενώ σύμφωνα με τη ΔΕΗ θα έπρεπε να εισπράττει 14,5 ευρώ. Για πελάτη με μεγάλη κατανάλωση τις νυκτερινές ώρες, η ΔΕΗ εισπράττει 9,9 ευρώ ανά μεγαβάτ, έναντι 3,4 ευρώ, ενώ τέλος για πελάτη με σταθερή κατανάλωση όλο το 24ωρο, 12,2 ευρώ έναντι 12 ευρώ. Έτσι συνολικά μόνο για την πώληση ισχύος η ΔΕΗ εισπράττει 90 εκατομμύρια ευρώ, έναντι 60 εκατομμυρίων που είναι η εκτίμηση της ΡΑΕ.
Οι βιομηχανίες που προμηθεύονται ηλεκτρικό ρεύμα στην υψηλή τάση είναι από τις πιο ενεργοβόρες της χώρας και η οποιαδήποτε άνοδος της τιμής αυξάνει σημαντικά το κοστολόγιό τους και επιβαρύνει την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους.Το ενεργειακό κόστος αποτελεί άλλωστε το 40% του λειτουργικού κόστους για την παραγωγή αλουμινίου, το 32% για την παραγωγή νικελίου (ΛΑΡΚΟ), το 15% για τη Χαλυβουργία. Για τη μεταποίηση χαλυβουργικών προϊόντων το ενεργειακό κόστος φτάνει το 50% του συνολικού κόστους.
Οι αντιπαραγωγικές χρεώσεις της ΔΕΗ την έχουν φέρει σε σύγκρουση με το σύνολο των μεγάλων βιομηχανικών πελατών της. Oι βιομηχανίες, που είναι συνδεδεμένες με το τιμολόγιο A150 (Yψηλή Tάση), έλαβαν νέα επιστολή από την αρμόδια διεύθυνση της ΔEH με την οποία ενημερώνονται ότι από 1η Aπριλίου τίθενται σε ισχύ τα νέα τιμολόγια και ότι στην περίπτωση που αυτά δεν γίνουν αποδεκτά, τότε θα πρέπει να αναζητήσουν εναλλακτικό προμηθευτή. Eίχε προηγηθεί εξώδικο της ΔEH προς την Aλουμίνιον της Eλλάδος και τη Λάρκο, με την προειδοποίηση της διακοπής του ρεύματος στις 31 Mαρτίου, σε περίπτωση που οι δύο εταιρείες δεν αποπληρώσουν τις ανεξόφλητες οφειλές τους οι οποίες σύμφωνα με τη ΔEH ανέρχονται στο ποσό των 85 εκατ. ευρώ για την πρώτη και 95 εκατ. ευρώ για τη δεύτερη. H Λάρκο απάντησε στην απειλή της ΔEH με καταγγελία στη Pυθμιστική Aρχή Eνέργειας (ΡΑΕ) και κατάθεση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων ενάντια στις πρόσφατες αυξήσεις που επέβαλε η ΔEH στα τιμολόγια Yψηλής Tάσης, ακολουθώντας τον δρόμο που χάραξε η Aλουμίνιον της Eλλάδας, η οποία έχει προσφύγει στη Διαιτησία.
Σύμφωνα με την καταγγελία της Λάρκο, με τις νέες αυξήσεις που επέβαλε η ΔEH, το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας φτάνει στα 80 ευρώ/μεγαβατώρα. Mε αυτό το κόστος «η επιβίωση της Λάρκο δεν είναι δυνατή και η υπόθεση βιομηχανία νικελίου στην Eλλάδα, με τις πρακτικές της ΔEH οδηγείται στο τέλος της» αναφέρει χαρακτηριστικά η εταιρεία. Zητεί από τη ΔEH «εξατομικευμένο τιμολόγιο» που θα λαμβάνει υπόψη τα συγκεκριμένα ηλεκτρικά χαρακτηριστικά της Λάρκο, η οποία με ισχύ της τάξεως των 170 MW και ετήσια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας της τάξεως των 1.100.000 MWh που κατανέμεται σχετικά ομαλά όλο το 24ωρο και σε όλες τις εποχές του έτους, αποτελεί, κοστολογικά έναν πολύ καλό πελάτη βάσεως για τη ΔEH. Σύμφωνα με τη Λάρκο, «η ΔEH εκμεταλλευόμενη τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά, επιχειρεί να επιβάλει μονομερώς τιμές και όρους που αγνοούν τα ηλεκτρικά χαρακτηριστικά της εταιρείας και οδηγούν σε απαξίωση και κλείσιμο». Σημειώνει δε ότι λόγω του αποκλειστικού προνομίου της ΔEH σε χαμηλού κόστους παραγωγή και των περιορισμένων διασυνδέσεων δεν υφίσταται ουσιαστικά εναλλακτικός προμηθευτής που θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες ενός καταναλωτή όπως η ΛAPKO. Aντίστοιχα είναι και τα επιχειρήματα βιομηχανιών της υψηλής τάσης, που αναμένουν παρέμβαση της PAE, η οποία έχει ζητήσει πρόσθετα στοιχεία από τη ΔEH.
Στην κόντρα με τους μεγάλους καταναλωτές έφτασε μάλιστα να παρέμβει η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας παραβαίνοντας την τακτική των «ίσων αποστάσεων» που συνήθως τηρεί: Η ΡΑΕ κάλεσε τη ΔΕΗ να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις (κάτι που επισημαίνει πως δε φαίνεται να έπραξε καθ’όλο το προηγούμενο διάστημα) ανάλογα με το καταναλωτικό προφίλ της κάθε βιομηχανίας και όχι της κατηγορίας στο σύνολο της
.
ΒΑΡΕΛΙ ΧΩΡΙΣ ΠΑΤΟ ΤΟ «ΧΑΡΤΙ»
Οι Γερμανοί της Deutsche Bank προχώρησαν σε βαριά υποβάθμιση της ΔΕΗ με σημαντική μείωση της τιμής στόχου στα 5 από 10 ευρώ προηγουμένως, σε έκθεσή με ημερομηνία 28 Μαρτίου, ενώ υποβάθμισε και τη σύσταση για τη μετοχή σε hold από buy.Ο οίκος αποδίδει την υποβάθμιση στις πιέσεις που σχετίζονται με τα κόστη και στην αβεβαιότητα που αφορά το ρυθμιστικό πλαίσιο.
Η ΔΕΗ κατρακύλησε στις 18 Απριλίου κάτω ακόμη και 3 ευρώ σημειώνοντας νέα ιστορικά χαμηλά, με αποτέλεσμα η χρηματιστηριακή αποτίμηση της μεγαλύτερης βιομηχανικής επιχείρησης της χώρας να ισοδυναμεί με την αξία κατασκευής μιας σύγχρονης μονάδας ηλεκτροπαραγωγής καθώς διαμορφώνεται κάτω από τα 690 εκατ. ευρώ...
Αν μάλιστα το ελληνικό δημόσιο πουλούσε αύριο ολόκληρη τη συμμετοχή του (51,49%) δεν θα έπιανε ούτε 365 εκατ. ευρώ. Λιγότερο από ένα χρόνο πριν η κεφαλαιοποίηση της ΔΕΗ ξεπερνούσε κατά πολύ το 1 δις. ευρώ.
Συγκρινόμενη μάλιστα με άλλες ευρωπαϊκές εταιρείες ηλεκτρισμού, ειδικά της Κεντρικής και Νότιας Ευρώπης, η ΔΕΗ έχει μακράν τις χαμηλότερες επιδόσεις από πλευράς κερδοφορίας και χρηματιστηριακής αξίας. Για παράδειγμα στα τέλη Μαρτίου, η χρηματιστηριακή αξία της πορτογαλικής EDP (έχει πλέον πουληθεί σε Κινέζους) ήταν 8 δισ. ευρώ, της αυστριακής Verbund (7,9 δισ. ευρώ), και της ιταλικής Edison 4,5 δισ. ευρώ.
Επίσης η ΔΕΗ είχε μια από τις χειρότερες επιδόσεις οικονομικών αποτελεσμάτων για το 2011 (-148 εκ. ευρώ), αλλά και μια από τις μεγαλύτερες πτώσεις τζίρου (-5,1%) μεταξύ των ευρωπαϊκών εταιρειών ηλεκτρισμού. Στον αντίποδα για την πλειονότητα των εταιρειών της Ε.Ε., τόσο τα αποτελέσματα όσο κυρίως ο κύκλος εργασιών τους πέρυσι, ήταν θετικά. Στη Γαλλία η GDF Suez έκλεισε τη χρονιά με αύξηση κύκλου εργασιών στο 7%, η γερμανική EON με 21%, η αυστριακή Verbund με 17%, η ιταλική Edison με 17,6%, η επίσης ιταλική Enel με 8,9%, η EDP με 6,7%, οι ισπανικές Iberdrola και Endesa με 4% και 3,8% αντίστοιχα.
Σαν αποτέλεσμα των παραπάνω, η ΔΕΗ έχει το χειρότερο λόγο χρηματιστηριακής αξίας προς κύκλο εργασιών. Δηλαδή η αποτίμησή της στο Χ. Α. σαν ποσοστό επί του ετήσιου τζίρου της, είναι πλέον μόλις στο 14%, έναντι 39% της Edison, 203% της Verbund, 53% της EDP, 48% της GDF Suez και της EDF, 32% της EON και της Enel, 80% της Iberdrola, 50% της Endesa, 44% της RWE.
ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΚΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ
Οι αναλυτές θεωρούν σημείο-κλειδί για τη βιωσιμότητα της ΔΕΗ την απελευθέρωση στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Οι στρεβλώσεις που υπάρχουν αποτρέπουν την είσοδο στην αγορά ανταγωνιστικών ιδιωτικών επιχειρήσεων, ενώ σύμφωνα με τις Βρυξέλλες καταστρατηγούν τις διατάξεις περί ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού.
Το Μνημόνιο που συμφωνήθηκε με τους επίσημους δανειστές της χώρας προβλέπει άλλωστε οριστικοποίηση των μέτρων που διασφαλίζουν την πρόσβαση τρίτων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη το πρώτο τρίμηνο 2012 και έναρξη εφαρμογής των παραπάνω μέτρων το δεύτερο τρίμηνο 2012.Παράλληλα, τον Νοέμβριο του 2013 πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η εφαρμογή των μέτρων που διασφαλίζουν την πρόσβαση ανταγωνιστών της ΔΕΗ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη.Επίσης το Μνημόνιο συνδέει την πώληση υδροηλεκτρικών με την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, καθώς αν και ξεκαθαρίζει ότι πρόκειται για δυο χωριστές διαδικασίες, αφήνει περιθώρια για ταυτόχρονη αγορά από επενδυτές υδροηλεκτρικής παραγωγικής ικανότητας λοιπών παραγωγικών περιουσιακών στοιχείων μαζί με τη λιγνιτική παραγωγική ικανότητα.
Στη νεόκοπη «ελεύθερη» αγορά λιανικής στην ηλεκτρική ενέργεια έβαλε απότομα φρένο το «κανόνι» των Energa και Hellas Power καθώς και οι δύο μαζί ήλεγχαν μερίδιο 8%, με το 91% στα χέρια της ΔΕΗ 91%, και μόλις 1% ακόμη στα χέρια τρίτων πολύ μικρότερων εταιρειών. Το να σκάσει το κανόνι ήταν απλώς ζήτημα χρόνου, αφού από τότε που άνοιξε (2008) στηριζόταν σε πήλινα πόδια, με την ηγεσία του υπ. Περιβάλλοντος (τόσο την τωρινή όσο και τις προηγούμενες) να κάνουν πως δεν βλέπουν, και μόνη τους «αγωνία» να είναι η πάση θυσία απόκτηση από τους ιδιώτες ενός σεβαστού αριθμού πελατών, ώστε να μην μπορεί να λέει τίποτε η Ε.Ε., που, έχει κάθε λόγο να ζητάει εξηγήσεις.
Και ας είχε κάνει πλήθος παρεμβάσεων προς τις ηγεσίες του υπουργείου την τελευταία 2ετία η ΡΑΕ, ζητώντας πότε τη σύνδεση της αγοράς χονδρικής με την αγορά λιανικής (ουδέποτε έγινε), πότε το να μπει φρένο στις εικονικές προσφορές ρεύματος στη χονδρική που διατηρούσαν τεχνητά χαμηλές τις τιμές.
Η επόμενη ημέρα βρίσκει τους πάντες να μιλούν για το «φιάσκο» της απελευθέρωσης στην αγορά λιανικής, τη ΔΕΗ προβληματισμένη τόσο γιατί θα αναγκαστεί σε ακόμη μεγαλύτερες δαπάνες για να καλύψει τους 200.000 «νέους» πελάτες της, όσο και γιατί τώρα ελλοχεύει ακόμη περισσότερο ο κίνδυνος η Κομισιόν να επιβάλει δια της βίας το σπάσιμό της σε μικρότερες εταιρείες.
Είναι γνωστό πως η τρόικα προτείνει τη δημιουργία ενός ελκυστικού πακέτου από λιγνιτικές και υδροηλεκτρικές μονάδες, στα πρότυπα ενός εκ των σεναρίων που είχε ανακοινώσει προ μηνών ότι εξέταζε ο Γ. Παπακωσταντίνου για την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, δηλαδή τη δημιουργία μίας ή δύο «μικρών ΔΕΗ», που θα περιλαμβάνουν ένα αντιπροσωπευτικό καλάθι μονάδων (λιγνίτες, φυσικό αέριο, υδροηλεκτρικά). Αν και δεν έχουν γίνει γνωστές περισσότερες πληροφορίες μιλάμε για τις 4 λιγνιτικές (Μεγαλόπολη 3, Αμύνταιο Ι και ΙΙ, Μελίτη)και 1 – 2 υδροηλεκτρικές.
ΚΑΛΕΣ ΟΙ ΑΠΕ ΑΛΛΑ...
Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, που λόγω των ιδιαίτερων γεωγραφικών και κλιματολογικών ιδιαιτεροτήτων της Ελλάδας έχουν προβληθεί ως πυλώνας για την ενεργειακή και όχι μόνο ανάπτυξη, είναι αμφίβολο αν μπορούν να επιβεβαιώσουν τις υψηλές προσδοκίες: Σύμφωνα άλλωστε με τις εκτιμήσεις του ενεργειακού κολοσσού της Exxon οι ΑΠΕ (αιολικά, φωτοβολταϊκά, βιοκαύσιμα) δεν αναμένεται ούτε σε βάθος 20ετίας να ξεπεράσουν το 3% (!) της παγκόσμιας χρήσης ενέργειας.
Έτσι, από την πρόωθηση των επενδύσεων σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας μέχρι να υπονομεύεται η βιομηχανική δραστηριότητα για να προωθηθεί η επιθετική διείσδυση των ΑΠΕ απέχει πολύ. Την ίδια στιγμή, εξαιτίας της ένταξης στο σύστημα όλο και περισσότερων «πράσινων» έργων και της υψηλής ταρίφας για τα φωτοβολταϊκά το έλλειμμα του ΔΕΣΜΗΕ (το οποίο μεταφέρεται ήδη από το 2010 λόγω λανθασμένης απόφασης της τότε Υπουργού ΠΕΚΑ να εξαιρέσει κατηγορίες καταναλωτών) φουσκώνει και το αποτέλεσμα περνάει στα τιμολόγια που καλούνται να πληρώσουν και οι οικιακοί καταναλωτές, καθώς με την αύξηση το τέλος φτάνει τα 6 ευρώ ανά 1.000 κιλοβατώρες έναντι 2,5 ευρώ.
Σε ό,τι αφορά τις βιομηχανίες, αυξήσεις στην υψηλή τάση από 1,04 σε 2,96 ευρώ/MWh και στη μέση τάση από 1,69 σε 5,35 ευρώ/MWh, ισοδυναμούν με αυτόματη αύξηση των βιομηχανικών τιμολογίων κατά 4%. Οποιαδήποτε επιβάρυνση του τέλους ΑΠΕ, πόσο μάλλον ο διπλασιασμός ή τριπλασιασμός του πλήττει και τις επιχειρήσεις σε συνδυασμό με το σύνολο των λοιπών φόρων και τελών που συνεχώς προστίθενται και επιβαρύνουν τα τιμολόγια ενέργειας.
Η ετήσια επιβάρυνση των μελών της ΕΒΙΚΕΝ από το αυξημένο τέλος ΑΠΕ θα είναι της τάξης των 15 εκ. €, που αντιστοιχεί περίπου στο 50% της συνολικής βιομηχανικής κατανάλωσης της χώρας.
Δημήτρης Κώτσος
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr