Ο κύκλος των παρουσιάσεων οι οποίες πραγματοποιούνται από κλιμάκια στελεχών της Τράπεζας, ξεκίνησε από το Λονδίνο (9-11 Ιουνίου 2010) με επικεφαλής τον Αναπληρωτή Διευθύνοντα Σύμβουλο.της Eurobank κ. Νικόλαο Καραμούζη και συνεχίζονται στο Άμστερνταμ, το Μιλάνο, το Παρίσι και τη Φραγκφούρτη, ενώ αντίστοιχη εκστρατεία πραγματοποιείται και στις χώρες της Νέας Ευρώπης και ειδικότερα στο Βουκουρέστι και τη Βαρσοβία με κλιμάκιο στελεχών υπό τον Αναπληρωτή Διευθύνοντα Σύμβουλο κ. Βύρωνα Μπαλλή. Έχουν επίσης προγραμματιστεί μέσα στον Ιούλιο σειρά συναντήσεων και παρουσιάσεων με μεγάλους ιδιώτες Έλληνες πελάτες για την παρουσίαση των προοπτικών του Ελληνικού τραπεζικού συστήματος και της Ελληνικής Οικονομίας.
Οι παρουσιάσεις βασίζονται σε μελέτη με θέμα «Η Ελληνική Οικονομία και το Πρόγραμμα Σταθερότητας» η οποία εκπονήθηκε από την Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών και Αναλύσεων της Eurobank. Συγγραφείς της μελέτης είναι Οικονομικός Σύμβουλος του Ομίλου κ. Γκίκας Χαρδούβελης, ο Σύμβουλος Οικονομικών Μελετών της Τράπεζας κ. Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος και οι οικονομολόγοι της Τράπεζας κ.κ. Πλάτωνας Μονοκρούσος, Αναστάσιος Αναστασάτος, Θεόδωρος Σταματίου και Θεοδόσιος Σαμπανιώτης. Στις εκδηλώσεις συμμετείχαν και τα στελέχη της Eurobank κ.κ. Φωκίων Καραβίας, Giorgio Pradelli, Τάσος Ιωαννίδης και Δημήτρης Νικολός. Μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί παρουσιάσεις σε περίπου 30 μεγάλους ξένους θεσμικούς επενδυτές /διαχειριστές χρέους και στις 15 μεγαλύτερες διεθνείς τράπεζες.
Η μελέτη εξετάζει την πορεία της Ελληνικής Οικονομίας και των δημοσιονομικών μεγεθών, τις προοπτικές τους μεσοπρόθεσμα, καθώς και τη δυναμική της Ελλάδος, σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, να επανέλθει σε υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.
Έως τώρα οι διεθνείς αγορές έχουν επιδείξει μονομερή προσήλωση στους κινδύνους της δημοσιονομικής ανισορροπίας και τις αβεβαιότητες, που συνοδεύουν την εφαρμογή του προγράμματος σταθερότητας και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Ως αποτέλεσμα, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων και τα ασφάλιστρα πιστωτικού κινδύνου διατηρούνται σε πολύ υψηλά επίπεδα. Φαίνεται να προεξοφλείται από σημαντικά τμήματα των διεθνών αγορών ότι η Ελλάδα δεν θα αποφύγει την αναδιάρθρωση του χρέους της ή, ακόμα περισσότερο, ότι θα προχωρήσει με δική της πρωτοβουλία σε αυτήν, όταν ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της για να απαλλαγεί από τις διεθνείς δανειακές υποχρεώσεις της. Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι αυτή η υπόθεση δεν ευσταθεί και ότι η διεθνής αγορά υποεκτιμά σοβαρά τις δυνατότητες της χώρας να διορθώσει τα δημοσιονομικά ελλείμματα και να θέσει την οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά. Αυτές οι εξελίξεις μπορούν να οδηγήσουν σε σταδιακή μείωση του λόγου χρέους / ΑΕΠ, σε σταθεροποίηση και ανάπτυξη των μακροοικονομικών μεγεθών και σε βελτίωση της διεθνούς μας αξιοπιστίας.
Επιπλέον, παρουσιάζεται η άποψη ότι, ούτε η Ελλάδα, ούτε η ΕΕ, ούτε η ΕΚΤ έχουν οποιοδήποτε κίνητρο να ρυθμίσουν το χρέος της χώρας, διότι οι επιπτώσεις θα είναι ιδιαίτερα αρνητικές, και για τους δανειστές και για τους δανειζόμενους, οι κίνδυνοι που θα προκύψουν σημαντικοί και σε ορισμένες περιπτώσεις μη διαχειρίσιμοι, με ανυπολόγιστες κοινωνικές, οικονομικές και διεθνείς επιπτώσεις, κυρίως για την πορεία της Ευρωζώνης.
Καταρχήν, ελληνικά ομόλογα συνολικής αξίας €85-90 δισ. διακρατούνται από ελληνικές τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία, εξειδικευμένους οργανισμούς και έλληνες ιδιώτες. Επομένως, πιθανή απομείωση της αξίας των ομολόγων θα καθιστούσε αναγκαία τη διάσωση και τη σημαντική κεφαλαιακή ενίσχυση από το κράτος, των τραπεζών και των ασφαλιστικών ταμείων, το κόστος της οποίας θα αντιστάθμιζε το όποιο όφελος από τη διαγραφή τμήματος του διεθνούς χρέους. Η Ελλάδα δεν έχει κίνητρο να υιοθετήσει μία τέτοια πολιτική για τον επιπρόσθετο λόγο ότι σε αυτή την περίπτωση θα απεκλείετο από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές για χρόνια, με αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη, την απασχόληση, το κοινωνικό κράτος και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων.
Επιπλέον, απόφαση για χρεοκοπία της Ελλάδος είναι πολιτική απόφαση η οποία αφορά όλη την Ευρωζώνη και δεν μπορεί να ληφθεί μονομερώς από την Ελλάδα. Με δεδομένο ότι μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους διακρατείται από την ΕΚΤ και τις ευρωπαϊκές τράπεζες, οι τελευταίες δεν έχουν κανένα κίνητρο να αποδεχθούν πολιτική διαγραφής χρέους από την οποία θα υφίσταντο μεγάλες απώλειες, ενώ ελλοχεύει ο κίνδυνος της μεταφοράς της κρίσης στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης με ανυπολόγιστες συνέπειες. Επίσης, τα €110 δισ. του μηχανισμού στήριξης που μας δάνεισαν οι εταίροι μας, τα οποία έχουν και προτεραιότητα έναντι άλλων δανείων που έχουν ληφθεί, δεν μπορούν να αθετηθούν, αφενός διότι θα διαταράξουν τη σχέση μας με την Ευρωζώνη, αφετέρου διότι έχουν επίσης εμπράγματες εγγυήσεις.
Συμπερασματικά, κάθε αναδιάρθρωση ή αθέτηση πληρωμών θα σήμαινε αδυναμία προσφυγής στις διεθνείς αγορές για μακρό χρονικό διάστημα και οριστική απομάκρυνση από τον σκληρό πυρήνα της ΕΕ, με τεράστιες γεωπολιτικές και οικονομικές συνέπειες. Τελικά, μία αθέτηση πληρωμών δεν αντιμετωπίζει καμία από τις υπολανθάνουσες αιτίες του προβλήματος. Επομένως, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ σύντομα θα εκτοξευόταν και πάλι.
Η μελέτη της Eurobank αναδεικνύει ότι υπάρχουν και σημαντικά θετικά στοιχεία τα οποία οι διεθνείς αγορές και αναλυτές, ως τώρα, υποτιμούν. Η μελέτη καταλήγει στο βασικό της σενάριο, σύμφωνα με το οποίο το δημόσιο χρέος αναμένεται να κορυφωθεί νωρίτερα (το 2012) και σε χαμηλότερο επίπεδο (137,8% του ΑΕΠ) έναντι των προβλέψεων ΕΕ/ΔΝΤ, και κατόπιν να ακολουθήσει πτωτική πορεία, αγγίζοντας το 90% του ΑΕΠ το 2020, έναντι πρόβλεψης 119% του ΑΕΠ από ΕΕ/ΔΝΤ. Σύμφωνα με το αισιόδοξο – αλλά απόλυτα εφικτό – σενάριο, υποθέτοντας ρυθμούς ανάπτυξης κατά μισή ποσοστιαία μονάδα μεγαλύτερους για όλη την περίοδο από το βασικό σενάριο και 0,25 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερο πληθωρισμό ανά έτος, το χρέος φθάνει στο υψηλότερο επίπεδο του 133,7 % του ΑΕΠ το 2012 και στη συνέχεια ακολουθεί πτωτική πορεία αγγίζοντας το 71% του ΑΕΠ το 2020.
Τέτοια βελτίωση του ρυθμού ανάπτυξης είναι απόλυτα εφικτή υπό προϋποθέσεις και αυτό πρέπει να είναι το κεντρικό ζητούμενο σήμερα στις πολιτικές προτεραιότητες, δηλαδή το πώς η χώρα θα επανέλθει σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, που αποτελεί και την απάντηση στην κρίση.
Υπάρχουν σημαντικοί λόγοι που δικαιολογούν αυτές τις εκτιμήσεις. Καταρχήν, η έως τώρα εφαρμογή του προγράμματος είναι ικανοποιητική, και, όταν τεθούν σε πλήρη εφαρμογή όλα τα μέτρα περικοπής των δαπανών και αύξησης των εσόδων, υπάρχει η δυνατότητα θετικής έκπληξης στις δημοσιονομικές εξελίξεις έναντι των στόχων. Άλλωστε, η μελέτη δείχνει ότι τα συνολικά μέτρα τα οποία έχουν ληφθεί υπερβαίνουν κατά πολύ σε αξία τους στόχους μείωσης των ελλειμμάτων, ώστε οι τελευταίοι να είναι επιτεύξιμοι ακόμα και αν παρατηρηθούν σημαντικές αστοχίες σε έσοδα και δαπάνες ως αποτέλεσμα της ύφεσης.
Περαιτέρω, οι προτεινόμενες δημοσιονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι πράγματι δραστικές, ιδίως αυτές που αφορούν το ασφαλιστικό και την αγορά εργασίας, και αντιμετωπίζουν με αποτελεσματικό και διατηρήσιμο τρόπο σημαντικό τμήμα των στρεβλώσεων και ανισορροπιών της ελληνικής οικονομίας, παρ’ ότι έχουν αρνητικές και σκληρές κοινωνικές επιπτώσεις λόγω της βιαιότητας των προσαρμογών.
Οι αγορές ακόμα έχουν υποτιμήσει το μέγεθος της παραοικονομίας και τη δυνατότητα του νέου φορολογικού νόμου να συλλάβει σημαντικό μέρος αυτής, γεγονός το οποίο δεν θα αυξήσει απλώς τα φορολογικά έσοδα αλλά θα αποκαλύψει και το πραγματικό μέγεθος του ελληνικού ΑΕΠ, βελτιώνοντας τον παρατηρούμενο λόγο του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ.
Μία ακόμα πτυχή η οποία αγνοείται από τις αγορές αφορά το μέγεθος της σπατάλης η οποία χαρακτηρίζει τον δημόσιο τομέα. Οι παρεμβάσεις οι οποίες έχουν δρομολογηθεί μπορούν να αποφέρουν μεγάλες εξοικονομήσεις, ιδίως των ιατροφαρμακευτικών δαπανών, των ΟΤΑ και των ΔΕΚΟ. Σημαντικός παράγοντας για τις πιθανότητες επιτυχίας του προγράμματος είναι ότι η ελληνική κοινωνία φαίνεται να αντιλαμβάνεται το μέγεθος του προβλήματος και την ανάγκη αλλαγής πορείας.
Ακόμα, το ελληνικό δημόσιο κατέχει περιουσιακά στοιχεία αξίας άνω των €300 δισ. Οι ιδιωτικοποιήσεις και τα άλλα σχήματα αξιοποίησης της περιουσίας του δημοσίου θα ενισχύσουν τη δυναμική δημοσιονομικής εξυγίανσης πέραν των προβλέψεων, δεδομένου ότι το πρόγραμμα ΕΕ/ΔΝΤ προβλέπει πολύ μικρά ποσά από σχετικά έσοδα, αλλά και θα επιφέρουν διαρθρωτικές μεταβολές με ευεργετικές συνέπειες στη συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας.
Δεν πρέπει να αγνοηθεί ότι το ελληνικό πρόβλημα υπερχρέωσης αφορά αποκλειστικά το δημόσιο τομέα. Ο ιδιωτικός τομέας έχει από τα χαμηλότερα επίπεδα μόχλευσης στην ΕΕ, οι ελληνικές τράπεζες διακρατούν καταθέσεις ίσες με 110% του ΑΕΠ και το ιδιωτικό χρέος/ΑΕΠ βρίσκεται στο 81%, από τα χαμηλότερα της ευρωζώνης.
Το σημαντικότερο όλων είναι ότι, η ελληνική οικονομία έχει υπό προϋποθέσεις, τη δυναμική, σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, να επανέλθει σε υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Μία οικονομία, η οποία κατά την προηγούμενη δεκαετία, παρουσίαζε αύξηση της παραγωγικότητάς της με ρυθμό τριπλάσιο αυτού της Γερμανίας, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι βασίστηκε αποκλειστικά και μόνο στη βελτίωση της συνολικής εγχώριας ζήτησης. Χρειάζεται το επενδυτικό κλίμα και τα επιτόκια να ομαλοποιηθούν, να διαμορφωθεί ένα πιο φιλικό περιβάλλον για την επιχειρηματικότητα και τις ξένες επενδύσεις, να διαμορφώσουμε μια πιο εξωστρεφή, ανοικτή οικονομική πολιτική, να προωθήσουμε τις μεταρρυθμίσεις που εκκρεμούν για χρόνια, έτσι ώστε οι επενδύσεις να ανακάμψουν στην Ελλάδα, δεδομένου ότι η ένταση κεφαλαίου της οικονομίας παραμένει χαμηλότερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Περαιτέρω, να σημειωθεί ότι, η υποχώρηση των πραγματικών μισθών και η υποτίμηση του ευρώ οι οποίες παρατηρούνται, ήδη βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών. Μόνο από την ανάκαμψη του διεθνούς εμπορίου, οι εξαγωγές αναμένεται να αυξηθούν κατά 15% εντός της διετίας, την ίδια ώρα που οι εισαγωγές θα μειώνονται έως και 20% λόγω της ύφεσης και της υποχώρησης της εγχώριας ζήτησης.
Η μείωση του μεγέθους του δημόσιου τομέα θα απελευθερώσει πόρους οι οποίοι θα κατευθυνθούν προς επενδύσεις και εξαγωγές. Οι διαρθρωτικές μεταβολές τις οποίες περιλαμβάνει το Πρόγραμμα θα μεταμορφώσουν το θεσμικό περιβάλλον, το οποίο αποδεδειγμένα αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα αύξησης της ολικής παραγωγικότητας και της οικονομικής μεγέθυνσης. Μέτρα όπως η καταπολέμηση των στρεβλώσεων και των ολιγοπωλιακών χαρακτηριστικών των αγορών προϊόντων και εργασίας, η μείωση του διοικητικού βάρους που το κράτος επιφέρει στην επιχειρηματικότητα, η κατάργηση των εμποδίων εισόδου και λειτουργίας νέων επιχειρήσεων σε διάφορους κλάδους, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, η σύνδεση της έρευνας με την παραγωγή, μπορούν να αποφέρουν μακροπρόθεσμα σημαντικά κέρδη αποδοτικότητας.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr