Σε ανάλυση του o δημοσιογράφος του CNBC, Τζεφ Κοξ, καταγράφει τις επιπτώσεις της εποχής του ακριβού χρήματος.
Βραχυπρόθεσμα, η Wall Street έχει ήδη απώλειες, με τους κύριους δείκτες να υποχωρούν απότομα σε όλους τους τομείς και τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων να εκτοξεύονται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 16 ετών. Ο Dow Jones έχασε τα κέρδη του 2023, περνώντας έστω και οριακά σε αρνητικά εδάφη.
Επίσης, η άνοδος των επιτοκίων είναι ιδιαίτερα δυσοίωνη καθώς πλησιάζει η εποχή που οι εισηγμένες επιχειρήσεις θα ανακοινώσουν τα οικονομικά αποτελέσματα του τρίτου τριμήνου.
Παράλληλα με την πτώση των μετοχών, η απόδοση των 10ετών και 30ετών ομολόγων έφθασε σε υψηλά επίπεδα που είχαν παρατηρηθεί για τελευταία φορά όταν η οικονομία όδευε προς τη χρηματοπιστωτική κρίση.
Το να συνηθίσει κανείς σε μια πιο τυπική δομή τιμών, παρατηρεί ο Τζεφ Κόξ, δεν ακούγεται και τόσο τρομερό πράγμα. Άλλωστε, πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση, η απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου είχε κατά μέσο όρο γύρω στο 7%, αν και αυτό ήταν επίσης διαστρεβλωμένο από τις ιστορικές αυξήσεις των επιτοκίων στις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Αλλά μετά από 15 χρόνια διαβίωσης σε ένα αφύσικα χαμηλό καθεστώς επιτοκίων, το φυσιολογικό ακούγεται, λοιπόν, αφύσικο.
Ανησυχία για τις τράπεζες
Πολλαπλά τμήματα της οικονομίας αντιμετωπίζουν σημαντικό κίνδυνο επιτοκίου, αλλά κανένα περισσότερο από τις τράπεζες. Οι αμερικανικές τράπεζες κλονίστηκαν νωρίτερα φέτος από την πολύκροτη χρεοκοπία περιφερειακών τραπεζών, οι οποίες είχαν συσσωρεύσει υπερβολικά μεγάλο δημόσιο χρέος μακράς διάρκειας και στη συνέχεια αναγκάστηκαν να το πουλήσουν με ζημία μετά από καταθέσεις.
Το δεύτερο τρίμηνο, οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες στους τραπεζικούς ισολογισμούς ανήλθαν σε 558,4 δισ. δολάρια, σημειώνοντας άλμα 8,3% από την προηγούμενη περίοδο, σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Εταιρεία Ασφάλισης Καταθέσεων. Από το σύνολο αυτό, τα κρατούμενα μέχρι τη λήξη τους ομόλογα, τα οποία προκάλεσαν μεγάλο μέρος της αναταραχής φέτος, ανήλθαν σε 309,6 δισ. δολάρια.
Ο αριθμός αυτός αναμένεται να αυξηθεί, εξηγεί ο βετεράνος της Wall Street Λάρι Μακ Ντόναλντ, ιδρυτής της The Bear Traps Report. «Το πρόβλημα είναι ότι, όταν το βασικό σας κεφάλαιο είναι αδύναμο, οποιαδήποτε αδυναμία στην άλλη πλευρά είναι εκθετικά χειρότερη», είπε. «Αλλά αν οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων ανέβουν στο 6 και 7% , τότε η μόχλευση αυξάνεται εκθετικά, σωστά; Αυτό είναι το βασικό σας κεφάλαιο. Αυτά είναι τα χρήματα όταν πηγαίνετε στο καζίνο που πρέπει να βάλετε στο τραπέζι».
Σε περίπτωση που οι τράπεζες πρέπει να καλύψουν τις ζημίες τους, μπορεί να αναγκαστούν να εκδώσουν μετοχές, συνεχίζει. Αυτό, με τη σειρά του, θα αποδυνάμωνε την τιμή των μετοχών, μια κατάσταση που πιθανόν να συνέβαλε στην απώλεια της Τρίτης άνω του 2% στις τραπεζικές μετοχές, όπως μετράται από το SPDR S&P Bank ETF.
Οι επιπτώσεις στους καταναλωτές
Οι καταναλωτές, για παράδειγμα, αισθάνονται τη συμπίεση των υψηλότερων επιτοκίων για τα πάντα, από τα στεγαστικά δάνεια έως τις πιστωτικές κάρτες και τα προσωπικά δάνεια. Πάνω από το 36% των τραπεζών ανέφεραν ότι αυστηροποίησαν τα πρότυπα δανεισμού το τρίτο τρίμηνο, επίπεδο που στο παρελθόν σημειωνόταν σε περιόδους ύφεσης.
Η αγορά ακινήτων έχει υποστεί το βάρος των επιθετικών αυξήσεων των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ από τις αρχές του περασμένου έτους.
Το συμβατικό επιτόκιο για ένα 30ετές σταθερό στεγαστικό δάνειο αυξήθηκε κατά 12 μονάδες βάσης, το μεγαλύτερο από τα μέσα Αυγούστου, στο 7,53% την εβδομάδα που έληξε στις 29 Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ένωσης Τραπεζών Υποθηκών που δημοσιεύθηκαν την Τετάρτη. Ο δείκτης των αιτήσεων αγοράς κατοικίας μειώθηκε κατά 5,7% στο 136,6, το χαμηλότερο επίπεδο από το 1995. Η συνολική μέτρηση των αιτήσεων υποθηκών, η οποία περιλαμβάνει τη δραστηριότητα αναχρηματοδότησης, διολίσθησε κατά 6% στην ασθενέστερη μέτρηση από το 1996.
Το χρέος των ΗΠΑ
Ταυτόχρονα, η δυσλειτουργία της Ουάσιγκτον έχει κάνει τους αγοραστές ομολόγων να ανησυχούν για το δημοσιονομική κατάσταση της μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη, με το δημόσιο χρέος να ανέρχεται σχεδόν στο 120% του ΑΕΠ και το καθαρό κόστος χρηματοδότησης να οδεύει, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, προς 745 δισ. δολάρια το 2024, αφού φέτος ανήλθε σε 663 δισ. δολάρια.
Επιπλέον, οι ξένοι αγοραστές έχουν απομακρυνθεί από τα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ, με τις συμμετοχές της Κίνας να έχουν μειωθεί κατά περίπου 17%, ή 175 δισεκατομμύρια δολάρια, το τελευταίο έτος, σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών. Το ίδιο κάνει και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, μειώνοντας το χαρτοφυλάκιο των ομολόγων κατά περισσότερα από 800 δισ. δολάρια από τότε που σταμάτησε να επανεπενδύει τα έσοδα από τους τίτλους που λήγουν τον Ιούνιο του 2022.
Πιθανή κορύφωση των επιτοκίων
Ωστόσο παραμένουν και οι εκτιμήσεις ότι σύντομα θα υπάρχει κορύφωση. Οι ταχείες κινήσεις στις αγορές, όπως η πορεία των αποδόσεων των ομολόγων αυτή τη στιγμή, έχουν προκαλέσει στο παρελθόν μερικές φορές προβλήματα στα hedge funds που βρέθηκαν στην άλλη πλευρά της συναλλαγής.
Και υπάρχει αυτή η συνειδητοποίηση ότι αν δεν αλλάξει κάτι γρήγορα, μια ύφεση είναι σχεδόν αναπόφευκτη. «Δεν μπορούν να αυξήσουν άλλη μία μονάδα βάσης»,εκτιμά ο Μακ Ντόναλντ για την κεντρική τράπεζα. «Είναι πολύ μεγάλος πόνος. Αυτού του είδους η δράση φέρνει τον πόνο στην επιφάνεια και η Fed έχει πλέον μεγαλύτερη επίγνωση των πτωμάτων που είναι θαμμένα».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr