«Οι βιώσιμες επενδύσεις με τη συντονισμένη στήριξη της πολιτικής της ΕΕ έχουν διαδραματίσει καίριο ρόλο στην επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης και στην υιοθέτηση νέων τεχνολογιών» δήλωσε η κ. Calviño πριν από την εναρκτήρια ομιλία της μπροστά στους περισσότερους από 900 συμμετέχοντες του Φόρουμ στο Λουξεμβούργο. Η ανταγωνιστικότητα και η στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης βασίζονται στην κοινή χρήση των πόρων, στην προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων και στην οικοδόμηση εταιρικών σχέσεων εντός της Ένωσης, αλλά και εκτός αυτής. Η Ευρώπη είναι σε θέση να ανταποκριθεί στην πρόκληση και θα το κάνει».
Το 2ο Φόρουμ του Ομίλου ΕΤΕπ συγκεντρώνει υψηλόβαθμους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, επικεφαλής επιχειρήσεων, μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας και εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών. Επί δύο ημέρες οι συμμετέχοντες θα συζητούν για τις προτεραιότητες και τις προκλήσεις της πολιτικής της ΕΕ, καθώς και για τις προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας, ενόψει των εκλογών του Κοινοβουλίου της ΕΕ τον Ιούνιο και μέσα σε ένα περιβάλλον παγκόσμιας γεωπολιτικής αστάθειας και συγκρούσεων.
Μεταξύ των ομιλητών ξεχωρίζουν ο κ. Luc Frieden, Πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου, ο κ. Charles Michel, Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η κ. Roberta Metsola, Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο κ. Edi Rama, Πρωθυπουργός της Αλβανίας, ο κ. Valdis Dombrovskis και ο κ. Maroš Šefčovič, Εκτελεστικοί Αντιπρόεδροι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο κ.Wopke Hoekstra, η κ. Mairead McGuinness και η κ. Kadri Simson, Επίτροποι της ΕΕ, καθώς και πολλοί υπουργοί, ανώτατα εκτελεστικά στελέχη και υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής από όλη την Ευρώπη και τον κόσμο.
Σύμφωνα με την έκθεση της ΕΤΕπ για τις επενδύσεις, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έχουν αυξήσει τις επενδύσεις τους για την καινοτομία, την ενεργειακή απόδοση και τη διαφοροποίηση των αλυσίδων εφοδιασμού.
Ωστόσο, η έκθεση προειδοποιεί ότι η εξάντληση των χρηματοοικονομικών αποθεμάτων των επιχειρήσεων, που λειτούργησαν ως «μαξιλάρι ασφάλειας» στο παρελθόν, θα αποτελέσει πρόκληση για τις μελλοντικές επενδύσεις. Η έκθεση υπογραμμίζει τη διαχωριστική γραμμή που υπάρχει ανάμεσα στις επιχειρήσεις που μετασχηματίζονται και παραμένουν ανταγωνιστικές και στις επιχειρήσεις που δεν ακολουθούν τις εξελίξεις. Η διαχωριστική αυτή γραμμή διαπερνά και τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις, οι οποίες πλήττονται περισσότερο από τη μετάβαση στην οικονομία των μηδενικών καθαρών εκπομπών. Δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις που προπορεύονται στη διαδικασία απεξάρτησης από τον άνθρακα επενδύουν και καινοτομούν περισσότερο, υπάρχει κίνδυνος η διαχωριστική αυτή γραμμή να εδραιωθεί.
Οι επενδύσεις της Ευρώπης αποδείχθηκαν πιο ανθεκτικές από ό,τι στις προηγούμενες κρίσεις, μολονότι το χάσμα των παραγωγικών επενδύσεων μεταξύ της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα. Επιπλέον, οι επενδύσεις στις νέες τεχνολογίες και στην καινοτομία πρέπει να συνοδεύονται από επενδύσεις στις δεξιότητες και στις κοινωνικές υποδομές ώστε να διατηρηθούν η ποιότητα ζωής και η κοινωνική συνοχή.
«Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η καινοτομία, ο ψηφιακός μετασχηματισμός και η απεξάρτηση από τον άνθρακα αποτελούν βασικές προτεραιότητες για να διαφυλαχθεί η ανταγωνιστικότητα της ΕΕ» δήλωσε η Επικεφαλής Οικονομολόγος της ΕΤΕπ κ. Debora Revoltella. «Πρέπει να αυξήσουμε τις επενδύσεις μας σε αυτούς τους τομείς, να προσφέρουμε ειδική χρηματοδότηση για να αναπτυχθούν κομβικής σημασίας τεχνολογίες και να δημιουργηθεί φιλικό περιβάλλον που θα περιορίσει τους φραγμούς και την αβεβαιότητα. Οι διαπιστώσεις της έκθεσης για τις επενδύσεις μπορούν να χρησιμεύσουν ως χάρτης πορείας για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τους επενδυτές εν μέσω των σημερινών προκλήσεων και ευκαιριών».
Όσον αφορά το μέλλον, η διατήρηση του ρυθμού των μεταρρυθμίσεων θα απαιτήσει αποτελεσματικές και στοχευμένες παρεμβάσεις σε επίπεδο πολιτικής. Η πλήρης αξιοποίηση των υφιστάμενων δημόσιων επενδυτικών σχεδίων αποτελεί προτεραιότητα και πρέπει να συνδυαστεί με τη διαμόρφωση ίσων όρων ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά ώστε να αξιοποιηθούν στο έπακρο οι δυνατότητές της. Έχει υπολογιστεί ότι η άρση ενός επενδυτικού φραγμού αυξάνει κατά μία ποσοστιαία μονάδα τον δείκτη επενδύσεων των επιχειρήσεων (ως ποσοστό επί των περιουσιακών στοιχείων).
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr