Πιο αναλυτικά, η υπουργός Εργασίας Γιολάντα Ντίαθ, επικεφαλής του αριστερού κόμματος Sumar, δήλωσε στον κρατικό ραδιοφωνικό σταθμό RNE ότι υπάρχουν «πρόδηλες διαφωνίες» με το Σοσιαλιστικό Κόμμα του πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσεθ για τη συγκεκριμένη μεταρρύθμιση και κάλεσε τους υπουργούς της κυβέρνησης να «σεβαστούν την επιτροπή εμπειρογνωμόνων» που συνέταξε τη μεταρρυθμιστική πρόταση.
Η Ντίαθ έστρεψε τα βέλη της προς τον υπουργό Οικονομίας Κάρλος Κουέρπο, ο οποίος πρότεινε καθυστέρηση εφαρμογής της μεταρρύθμισης κατά ένα έτος, ώστε να δοθεί χρόνος σε μικρές επιχειρήσεις να προσαρμοστούν.
Ο Κουέρπο «πρέπει να αποφασίσει σε ποια πλευρά στέκεται, εκείνη των εργαζομένων που ζητούν να ζήσουν λίγο καλύτερα ή εκείνη των εργοδοτών», δήλωσε χαρακτηριστικά η υπουργός Εργασίας.
Δημοσιεύματα στον ισπανικό τύπο, ωστόσο, θέλουν το υπουργείο Οικονομίας να διαψεύδει τους ισχυρισμούς της Ντίαθ και να επιμένει ότι η κυβέρνηση και όλα της τα στελέχη παραμένουν προσηλωμένα στο μεταρρυθμιστικό τους πλάνο, το οποίο αποτελεί προτεραιότητα.
Η Ισπανία κατέγραψε πέρυσι μια από τις καλύτερες οικονομικές επιδόσεις της Ευρώπης, καθώς η ανάπτυξή της επηρεάστηκε σημαντικά από τη ραγδαία άνοδο του τουρισμού, τη μετανάστευση και την ενίσχυση της αγοράς εργασίας.
Η Ντίαθ, η οποία διατελεί επίσης αναπληρώτρια πρωθυπουργός, επιφορτίστηκε με τη μεταρρύθμιση αυτή, που είναι κρίσιμη προϋπόθεση ώστε το κόμμα της να συνεχίσει να στηρίζει την κυβέρνηση μειοψηφίας Σάντσεθ.
Στο κοινό πρόγραμμά τους, που επισφραγίστηκε τον Οκτώβριο του 2023, το Sumar και το Σοσιαλιστικό Κόμμα είχαν δεσμευτεί να μειώσουν πριν από το τέλος του 2025 από 40 σε 37,5 τις ώρες νόμιμης εβδομαδιαίας εργασίας, με πρώτο στάδιο τις 38,5 ώρες, χωρίς απώλεια μισθού.
Η κεντρική τράπεζα της Ισπανίας και ένας πρώην υπουργός Οικονομίας έχουν προειδοποιήσει ότι υψηλότερα κόστη εργασίας ενδέχεται να αυξήσουν τον πληθωρισμό και να περιορίσουν τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Επιχειρήσεις έχουν επίσης εκφράσει ανησυχίες για τη μεταρρύθμιση.
Προς τα τέλη Δεκεμβρίου, έπειτα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, η κυβέρνηση υπέγραψε συμφωνία με τα δύο μεγαλύτερα συνδικάτα εργαζομένων CCOO και UGT για τη μεταρρύθμιση, χωρίς όμως τη συμφωνία των εργοδοτών και διατρέχοντας τον κίνδυνο το Κοινοβούλιο να απορρίψει τη μεταρρύθμιση.
Η μείωση ωρών εργασίας, η πρώτη από το 1983, αναμένεται να επηρεάσει σχεδόν 12 εκατομμύρια εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα - οι δημόσιοι υπάλληλοι επωφελούνται ήδη των 37,5 εβδομαδιαίων ωρών εργασίας. Ο σκοπός είναι, σύμφωνα με την κ. Ντίαθ, οι εργαζόμενοι να μπορούν να «ζουν καλύτερα, να κουράζονται λιγότερο».
Η πλευρά των εργοδοτών στα μέσα Νοεμβρίου αποχώρησε από τις διαπραγματεύσεις, έπειτα από έντεκα μήνες άκαρπων συναντήσεων, εκτιμώντας πως οι απαιτήσεις τους δεν λαμβάνονταν υπόψη από την κυβέρνηση.
Εργοδοτικές οργανώσεις ανησυχούν για την επίπτωση της μεταρρύθμισης στην ισπανική ανταγωνιστικότητα. Εκτιμούν πως δεν επηρεάζονται με τον ίδιο τρόπο όλοι οι τομείς δραστηριότητας και πως μια γενική μείωση του χρόνου εργασίας μπορεί να αποδυναμώσει ορισμένες επιχειρήσεις.
Τις θέσεις αυτές απέρριψε τον Δεκέμβριο η Ντίαθ, η οποία υπενθύμισε πως η ισπανική οικονομία είναι η πιο δυναμική μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, καθώς ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να φθάσει το 3,1% το 2024 σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα, και δεσμεύτηκε ότι η μεταρρύθμιση θα ολοκληρωθεί.
Η συμφωνία θα πρέπει να εγκριθεί από τη Βουλή ώστε να τεθεί σε ισχύ. Όμως προσκρούει σε επιφυλάξεις πολλών συμμάχων της κυβέρνησης στο Κοινοβούλιο, μεταξύ των οποίων το εθνικιστικό βασκικό κόμμα PNV και οι Καταλανοί αυτονομιστές Junts per Catalunya (JxCat).
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr