Την περασμένη εβδομάδα πολιτικός «σεισμός» ταρακούνησε το Βερολίνο, με το άδοξο τέλος του Συνασπισμού του «φαναριού», που αποτελείτο από το σοσιαλδημοκρατικό SPD, τους Πράσινους και το φιλελεύθερο FDP. Ο λόγος της κατάρρευσης της συμμαχίας ήταν οι διαφωνίες σε βασικά οικονομικά και δημοσιονομικά ζητήματα.
Οι εξελίξεις από τότε είναι ραγδαίες, με την Γερμανία να οδηγείται σε πρόωρες εκλογές το 2025, οι οποίες θα διεξαχθούν στις 23 Φλεβάρη, ύστερα από συνεννόηση του SPD και του CDU, την Τρίτη (12/11). Ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς πρέπει να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από την Μπούντεσταγκ και να την χάσει, ώστε να προκηρυχθούν οι εκλογές πριν τη λήξη της τετραετούς κοινοβουλευτικής περιόδου. Αυτό θα συμβεί στις 16 Δεκεμβρίου.
Ο συνασπισμός του φαναριού ήταν εξ αρχής δυσλειτουργικός
Ο συνασπισμός του φαναριού (ο όρος προκύπτει από τα χρώματα των κομμάτων) ήταν εξ αρχής αντιφατικός ως προς τους πολιτικούς στόχους των φορέων που τον συγκροτούσαν, αλλά ταυτόχρονα αναγκαίος, ελλείψει εναλλακτικών πλειοψηφικών σχημάτων, καθώς μετά τις εκλογές του 2021 και 16 χρόνια καγκελαρίας Μέρκελ, οι Χριστιανοδημοκράτες «υποχώρησαν» στα αντιπολιτευτικά έδρανα
Ο νέος συνασπισμός υπό τον Σολτς παρουσιάστηκε ως συμμαχία της προόδου. Ωστόσο υπήρχαν πολλά ανοιχτά ερωτήματα ως προς την οικονομική και δημοσιονομική πολιτική που θα ακολουθούσε. Οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι σκόπευαν να τονώσουνε τις δημόσιες επενδύσεις, σε αντίθεση με τους Φιλελεύθερους που επιδιώκουν σταθερά τον περιορισμό του κρατικού παρεμβατισμού. Παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις, τα κόμματα συμφώνησαν στην σύναψη κυβερνητικής συνεργασίας, ελπίζοντας πως όποιες αντιθέσεις που υπήρχαν, θα μπορούσαν να ξεπεραστούν κατά την διάρκεια της κυβερνητικής περιόδου.
Όρος συνεργασίας των Φιλελευθέρων ήταν να αναλάβουν το Υπουργείο Οικονομικών. Ο λόγος ήταν απλός: Ο Υπουργός Οικονομικών είναι αρμόδιος για την απελευθέρωση των κονδυλίων προς τα υπόλοιπα Υπουργεία. Ως εκ τούτου, ο Λίντνερ, που ανέλαβε το πόστο, μπορούσε να διασφαλίσει ότι οι δύο εταίροι του δεν θα ξεφύγουν στις δαπάνες τους.
Η ρωσική εισβολή ανέτρεψε τα σχέδια
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, λίγους μόλις μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της νέας κυβέρνησης ακύρωσε ουσιαστικά τα πλάνα της, καθώς η Γερμανία βρέθηκε ενεργειακά στον «αέρα», λόγω της υπερβολικής της εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο. Ως εκ τούτου, τα φιλόδοξα πλάνα του συνασπισμού για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση συνάντησαν εμπόδια, καθώς τα χρήματα έπρεπε να διατεθούν στην αναβάθμιση της αμυντικής ικανότητας της Γερμανίας και στην στήριξη της Ουκρανίας.
Παρά την κρισιμότητα της γεωπολιτικής κατάστασης οι ενδοκυβερνητικές τριβές ήταν έντονες, με τους υπουργούς να αντιμάχονται δημόσια στην τηλεόραση ή με διαρροές στον τύπο. Το FDP ήταν διαρκώς σε σύγκρουση με τους Πράσινους για ζητήματα πράσινης μετάβασης, και με το SPD για τις κοινωνικές παροχές. Ορισμένα πρόχειρα προετοιμασμένα νομοσχέδια των πράσινων υπουργείων δυσκόλεψαν πρόσθετα τη συνεννόηση, ενώ ταυτόχρονα ασκούνταν κριτική στον Καγκελάριο Σολτς ότι δεν διασφάλιζε τη λειτουργικότητα της κυβέρνησης.
Το «φρένο» του χρέους και η ήττα στο Συνταγματικό Δικαστήριο
Σε αυτό το σημείο, πρέπει να καταλάβει κανείς το πώς το «φρένο» χρέους ορίζει την γερμανική δημοσιονομική και οικονομική πολιτική.
Το «φρένο» χρέους είναι μία συνταγματική ρύθμιση, που εγκρίθηκε στις αρχές του 2009, προκειμένου να περιοριστεί το δημόσιο χρέος της Γερμανίας, θέτοντας δεσμευτικούς στόχους για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και εκείνες των κρατιδίων για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Το σκεπτικό αυτής της προσέγγισης είναι να μην κληρονομήσουν οι επόμενες γενιές χρέη των προηγούμενων. Η συγκεκριμένη ρύθμιση είναι αμφισβητούμενη και εντός Γερμανίας, καθώς εκτιμάται πως μπλοκάρει τις δημόσιες επενδύσεις, με αποτέλεσμα να προκύπτουν χρηματοδοτικά εμπόδια στην υλοποίηση της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης.
Όταν συμφωνήθηκε η κυβερνητική συνεργασία μεταξύ SPD, Πρασίνων και Φιλελευθέρων, υπήρχε ακόμη το ερώτημα πώς θα χρηματοδοτούνταν η πράσινη μετάβαση. Οι Φιλελεύθεροι απέρριπταν μία μεταρρύθμιση του «φρένου», την οποία ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσε να περάσει η τότε κυβέρνηση, καθώς θα χρειαζόταν πλειοψηφία 2/3 στη Βουλή.
Επομένως, προτάθηκε και εφαρμόστηκε η εξής λύση: Κατά την διάρκεια της πανδημίας είχαν απελευθερωθεί πρόσθετα κονδύλια άνω του ορίου που θέτει το «φρένο» χρέους, λόγω των έκτακτων συνθηκών, ώστε να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες τις καραντίνας. Η πράσινη μετάβαση του «φαναριού» θα χρηματοδοτούνταν με 60 δισ. αυτών των κονδυλίων, που είχαν παραμείνει αχρησιμοποίητα.
Κατόπιν τούτου, η αντιπολίτευση των Χριστιανοδημοκρατών προσέφυγε στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, καθώς θεώρησε ότι η συγκεκριμένη πρακτική παραβίαζε το άρθρο του Συντάγματος για το «φρένο» χρέους. Το Δικαστήριο έκρινε τον Νοέμβριο του 2023, πως πράγματι η μετατροπή των βοηθειών του κόβιντ σε κονδύλια πράσινης μετάβασης δεν ήταν συνταγματικά συμβατή καθώς η κυβέρνηση δεν είχε δώσει πειστικές νομικές εξηγήσεις για αυτήν την κίνηση
Το αποτέλεσμα ήταν ότι η γερμανική κυβέρνηση είχε ξεπεράσει ουσιαστικά το όριο χρέους κατά 44 δισ. μόνο για το 2023 (!), σύμφωνα με ρεπορτάζ του Deutschlandfunk αναφορικά με τις συνέπειες της δικαστικής απόφασης. Ως εκ τούτου, περιορίστηκαν σημαντικά τα δημοσιονομικά περιθώρια. Το πρόβλημα θα μπορούσε να λυθεί αν κηρυσσόταν εκ νέου ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης, όπως έγινε επί κόβιντ, που θα επέτρεπε στην κυβέρνηση να προχωρήσει σε νέους δανεισμούς άνω του συνταγματικού ορίου χρέους (χωρίς αυτό να σημαίνει μακροπρόθεσμη κατάργηση του επίμαχου άρθρου), κάτι όμως που απέρριπταν οι Φιλελεύθεροι σθεναρά.
Game Over
Οι διαπραγματεύσεις του συνασπισμού για τον προϋπολογισμό του 2025 κράτησαν μήνες, με τους Φιλελεύθερους να δείχνουν όλο και πιο «ασύμβατοι» μετά τα άσχημα για αυτούς εκλογικά αποτελέσματα σε κρατιδιακές εκλογές και τις κακές επιδόσεις σε δημοσκοπήσεις.
Ο Σολτς υπογράμμιζε τις προηγούμενες εβδομάδες στον Λίντνερ πως χρειαζόταν μεγαλύτερη δημοσιονομική ευελιξία, λόγω μεταξύ άλλων των 30 δισ. οικονομικής βοήθειας προς την εμπόλεμη Ουκρανία. Υπήρχαν ήδη φήμες ότι οι Φιλελεύθεροι προετοιμάζονταν να αποχωρήσουν από την κυβέρνηση, καθώς στις αρχές του μήνα διέρρευσε έγγραφο του Λίντνερ, που ουσιαστικά αμφισβητούσε εξ ολοκλήρου την προσέγγιση των κυβερνητικών του εταίρων σε δημοσιονομικά και οικονομικά ζητήματα.
Πριν ωστόσο προλάβει το FDP να αποχωρήσει από τον συνασπισμό , ο Σολτς απέλυσε τον Λίντνερ την Τετάρτη (6/11), με βαρύτατες αιχμές. Ο Λίντνερ δήλωσε κατόπιν στον τύπο πώς ο Σολτς προσπάθησε να τον ωθήσει στο να παραβιάσει το Σύνταγμα, αγνοώντας το άρθρο για το «φρένο χρέους», προσθέτοντας αιχμηρά πώς οι Φιλελεύθεροι ήταν πιο ένθερμοι από ότι οι Σοσιαλδημοκράτες στην υποστήριξη της Ουκρανίας.
Αβεβαιότητα στο γερμανικό ΥΠΟΙΚ
Λόγω αυτών των ραγδαίων εξελίξεων, το reporter επικοινώνησε με στέλεχος του γερμανικού Υπουργείου Οικονομικών, το οποίο δήλωσε ότι παρά τις δυσκολίες που υπήρχαν στον συνασπισμό, αυτή η εξέλιξη δεν ήταν η αναμενόμενη, καθώς είχε επικρατήσει η εκτίμηση πώς λόγω της επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι θα έβρισκαν μία μορφή συμβιβασμού, αναφορικά με τον προϋπολογισμό. Το στέλεχος ανέφερε επίσης ότι με την αποχώρηση Λίντνερ προέκυπτε ζήτημα και με τους γενικούς γραμματείς του υπουργείου, οι οποίοι παίζουν σημαντικό ρόλο στην υλοποίηση των κεντρικών πολιτικών.
Υπάρχουν γενικοί γραμματείς που έχουν καθεστώς μετακλητού και η χρονική διάρκεια της παραμονής τους στο υπουργείο ταυτίζεται συνήθως με την διάρκεια της θητείας του υπουργού. Ωστόσο υπάρχουν και γενικοί γραμματείς, οι οποίοι θεωρούνται νομικά δημόσιοι λειτουργοί, άρα έχουν μόνιμη σύμβαση με το γερμανικό δημόσιο. Την Παρασκευή (8/11) είχαν ήδη αποχωρήσει οι μετακλητοί. Ωστόσο το ζήτημα των μόνιμων τεχνοκρατών, κάποιοι εκ των οποίων θεωρούνται μάλιστα έμπιστοι του πρώην Υπουργού Λίντνερ, δεν είχε ξεκαθαρίσει πλήρως στις αρχές της τρέχουσας εβδομάδας. Δεν αποκλείεται αυτοί να μετατεθούν αλλού στο οργανόγραμμα του υπουργείου ή ακόμη και να παραμείνουν στις θέσεις τους. Το γεγονός ότι το χρονοδιάγραμμα των εκλογών έχει πλέον «κλειδώσει» θα συνδράμει στο να ξεθολώσει το τοπίο στο Υπουργείο.
Η Ευρωπαϊκή διάσταση της απόλυσης Λίντνερ
Την Πέμπτη (7/11) γνωστοποιήθηκε πως νέος Υπουργός Οικονομικών αναλαμβάνει ο Γιοργκ Κούκις, έμπιστος του Καγκελάριου Σολτς.
Εντός Γερμανίας, τα χέρια του είναι ασφαλώς δεμένα, λόγω της απώλειας της σταθερής κυβερνητικής πλειοψηφίας. Οι μόνες δαπάνες που μπορούν πλέον να εγκριθούν, δεδομένης της μη ύπαρξης προϋπολογισμού για το 2025, είναι εκείνες για τις οποίες υπάρχει νομική δέσμευση του κράτους (σε αυτές συμπεριλαμβάνονται 4 δισ. για την Ουκρανία, η οποία ωστόσο χρειάζεται αρκετά περισσότερα). Για να μπορέσουν πλέον να παρθούν μεγαλύτερες αποφάσεις απαιτείται συναίνεση με τα αντιπολιτευόμενα κόμματα. Επομένως το αντιπολιτευόμενο CDU αποκτά ρυθμιστικό παράγοντα στην υπάρχουσα Βουλή. Την ίδια στιγμή, η οριστικοποίηση της διεξαγωγής των εκλογών είναι σίγουρα βοηθητική, ως προς τον περιορισμό των αρνητικών συνεπειών για τη γερμανική οικονομία.
Παραδόξως, από μία βραχυπρόθεσμη οπτική, η κατάρρευση του συνασπισμού δεν επηρεάζει απαραίτητα αρνητικά την Ευρώπη. Όπως είχε αναφερθεί σε παλαιότερο ρεπορτάζ του Spiegel, και επανήλθε σε ορισμένες μεταδόσεις των τελευταίων ημερών σε άλλα μέσα, οι διαφορετικές θέσεις εντός της γερμανικής κυβέρνησης δημιουργούσαν προβλήματα στη λήψη αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με τους Φιλελεύθερους να θέτουν συνήθως το «Βέτο» τους, με τους Σοσιαλδημοκράτες και κυρίως τους Πράσινους, που θεωρούνται πιο «Ευρωπαϊστές», να μην είναι σε θέση να δράσουν διαφορετικά, ώστε να μην παρακάμψουν τον κυβερνητικό τους εταίρο.
Από την στιγμή που το «κακό» έγινε, μπορούν οι εκάστοτε υπουργοί, και ιδίως ο υπουργός Οικονομικών Γιοργκ Κούκις, να δράσουν πιο ελεύθερα στις ευρωπαϊκές συνόδους, δείχνοντας για παράδειγμα μία ευελιξία για ενδεχόμενες τροποποιήσεις στον τρέχον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, πράγμα που δεν έκανε ο Λίντνερ, ο οποίος επέμενε στη δημοσιονομική πειθαρχία με κάθε κόστος. Σημειώνεται επίσης ότι ο Λίντνερ απέρριψε άρον άρον την έκθεση Ντράγκι, λέγοντας πώς ενόψει Ομοσπονδιακών Εκλογών το 2025 όφειλε να επικεντρωθεί σε γερμανικά ζητήματα, όπως αναφέρθηκε σε σειρά podcast της Βόρειας Γερμανικής Τηλεόρασης.
Φυσικά, η ευελιξία ή και οι πιο σαφείς θέσεις, που ενδέχεται να δείξει πλέον η μειοψηφική γερμανική κυβέρνηση στις Συνόδους, δεν θα θέσουν υπό αμφισβήτηση πάγιες γερμανικές απόψεις σε ζητήματα ευρωπαϊκής πολιτικής, ενώ οι κινήσεις θα είναι πολύ προσεγμένες, λόγω της επερχόμενης προεκλογικής περιόδου.
Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψιν, πώς οι θέσεις της σημερινής γερμανικής κυβέρνησης θα επηρεαστούν, εκτός απροόπτου, από το γεγονός ότι θα χρειαστούν τις ψήφους του CDU, ώστε να μην μπει στο νέο έτος η Γερμανία χωρίς προϋπολογισμό. Τα κόμματα δεν έχουν εκφραστεί ακόμη δημόσια επί το θέματος, αλλά το ζήτημα αναμένεται να τεθεί κάποια στιγμή στη δημόσια ατζέντα του Βερολίνου.
Τέλος, να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την πηγή του reporter, ο νέος Υπουργός Οικονομικών Κούκις είναι γνώστης της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας, ιδίως του τραπεζικού τομέα, και της μεταρρυθμιστικής πορείας της χώρας μας.
Γιώργος Ραυτόπουλος
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr