Στους «ηττημένους» αυτής της δικαστικής υπόθεσης συγκαταλέγεται και η Ιρλανδία, η οποία, ωστόσο, πρόκειται να κερδίσει ένα τεράστιο χρηματικό ποσό, που προσπάθησε να αποφύγει και δεν ξέρει πώς να το ξοδέψει, σημειώνει ο Guardian. Το αποτέλεσμα της δίκης «είχε μια σουρεαλιστική χροιά: ο νικητής έκλαψε και ο ηττημένος κέρδισε 13 δισ. ευρώ», πρατηρεί.
Η Μαργκρέτε Βεστάγκερ, επικεφαλής της ΕΕ για θέματα ανταγωνισμού, είχε δώσει έναν δεκαετή αγώνα για να περιορίσει τα αμφιλεγόμενα φορολογικά προνόμια της Apple στην Ιρλανδία και την Τρίτη, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης της έδωσε μια εμφατική νίκη. «Ήμουν έτοιμη να αντιμετωπίσω την ήττα, αλλά ήταν η νίκη που με έκανε να κλάψω», δήλωσε.
Το δικαστήριο αποφάσισε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε δίκιο το 2016, όταν απαίτησε να επιστραφούν 13 δισ. ευρώ από «παράνομα» φορολογικά προνόμια της Apple, καθώς αυτά έδιναν αδίκως στην εταιρεία ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Σύμφωνα με τον Guardian, η 80σέλιδη απόφαση των Βρυξελλών άφησε την ιρλανδική κυβέρνηση με έναν τεράστιο οικονομικό θησαυρό, ισοδύναμο με περίπου το 14% των συνολικών ετήσιων δημόσιων δαπανών, έσοδα που ωστόσο... δεν ήθελε και είχε «παλέψει» σκληρά να αποφύγει.
Η Apple, από την πλευρά της, εξέφρασε δυσαρέσκεια, γνώρισε μια μικρή πτώση - οι μετοχές της έπεσαν κατά 0,5% την Τρίτη - και στη συνέχεια επέστρεψε στην πορεία της προς τα κέρδη.
Η απόφαση, πάντως, αναμένεται να εξεταστεί εξονυχιστικά σε εταιρικές έδρες, κυβερνητικά γραφεία και από ακτιβιστές, για περισσότερα συμπεράσματα αναφορικά με τη φορολογική δικαιοσύνη ανά τον κόσμο, αλλά και για τις πιθανές επιπτώσεις της σε άλλες πολυεθνικές.
Για την Ιρλανδία, πάντως, το διακύβευμα είναι ιδιαίτερα υψηλό, καθώς η χώρα βασίζεται στις φορολογικές εισπράξεις από μια χούφτα πολυεθνικών για να χρηματοδοτεί τις δημόσιες δαπάνες και τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού της. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως ήταν πρόθυμη να παραιτηθεί από τα 13 δισ. δολάρια για να υποστηρίξει αυτό το σύστημα. Ενώ προσπαθεί να ενισχύσει την ελκυστικότητά της για τους τεχνολογικούς γίγαντες και τους φαρμακευτικούς κολοσσούς, το Δουβλίνο πρέπει να αποφασίσει τι θα κάνει με αυτόν τον «ματωμένο» θησαυρό, που έχει προκαλέσει κατηγορίες, αμηχανία και ενθουσιασμό.
Η διευθέτηση που βρίσκεται στο επίκεντρο της απόφασης αυτής της εβδομάδας, η λεγόμενη «διπλή Ιρλανδία», καταργήθηκε υπό την πίεση της ΕΕ το 2014. Ωστόσο, καταργήθηκε σταδιακά για άλλους ωφελούμενους της φορολογικής αυτής «τρύπας», όπως η Google και η Meta, και έκλεισε οριστικά το 2020.
Η διευθέτηση αυτή ήταν χαρακτηριστική των περίπλοκων εταιρικών δομών που έχουν προκαλέσει την οργή ρυθμιστικών αρχών και φορολογικών ακτιβιστών τις τελευταίες δεκαετίες, κάτι που εκμεταλλεύονταν οι πολυεθνικές. Για παράδειγμα, μια πολυεθνική διοχέτευε αφορολόγητα έσοδα σε μια ιρλανδική θυγατρική, η οποία στη συνέχεια, μετέφερε τα χρήματα σε άλλη εταιρεία εγγεγραμμένη στην Ιρλανδία, αλλά φορολογούμενη αλλού (εξ ου και «διπλή Ιρλανδία») – όπως για παράδειγμα, στον φορολογικό παράδεισο των Βερμούδων.
Ωστόσο, η απόφαση για την Apple αφορά μια διαφορετική εποχή. Οι ειδικοί λένε ότι το φορολογικό περιβάλλον για τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες και άλλες πολυεθνικές έχει αλλάξει, τα τελευταία χρόνια, και στην Ιρλανδία.
Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), τα μέλη του οποίου περιλαμβάνουν τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή μιας προσπάθειας αναδιάρθρωσης του παγκόσμιου φορολογικού πλαισίου, η οποία περιλαμβάνει την εισαγωγή ελάχιστου εταιρικού φορολογικού συντελεστή 15% για τις μεγάλες πολυεθνικές. Αυτό σημαίνει ότι η Ιρλανδία αναγκάζεται να καταργήσει την κεντρική φορολογική της πολιτική του συντελεστή 12,5% για μεγάλες εταιρείες όπως η Apple, η Google, η IBM, η Microsoft και η Meta, που έχουν σημαντικές δραστηριότητες στη χώρα. Ο συντελεστής 12,5% θα συνεχίσει να εφαρμόζεται για μικρότερες εταιρείες στην Ιρλανδία.
Η απόφαση για την Apple είναι «καθαρά ένα ιστορικό ζήτημα», λέει ο Ρόμπερτ Ντέβερ, υπεύθυνος για θέματα φορολογίας στη δικηγορική εταιρεία Pinsent Masons στο Δουβλίνο. Όπως σημειώνει, η κατάσταση στην Ιρλανδία, η οποία θεωρείτο φορολογικός παράδεισος για τις τεχνολογικές εταιρείες, έχει αλλάξει σημαντικά. Εκτός από την κατάργηση της τακτικής της διπλής Ιρλανδίας και την εισαγωγή συντελεστή 15%, η Ιρλανδία έχει εφαρμόσει την οδηγία της ΕΕ κατά της φοροαποφυγής και έχει ενισχύσει τους κανόνες για τη μεταβίβαση κερδών – μια τεχνική που χρησιμοποιείται από πολυεθνικές για τη μεταφορά κερδών μεταξύ χωρών.
Παρ' όλα αυτά, η απόφαση του Δικαστηρίου προκαλεί αμηχανία, δεδομένου ότι επιβεβαιώνει πως η Ιρλανδία είχε παράσχει στην Apple παράνομη κρατική ενίσχυση. Επισημαίνει, πάντως, πως η Ιρλανδία παραμένει ελκυστική για τη Silicon Valley και άλλες πολυεθνικές λόγω του φορολογικού καθεστώτος της, το οποίο εξακολουθεί να είναι δελεαστικό σε άλλους τομείς, όπως οι φοροαπαλλαγές όσον αφορά την έρευνα και ανάπτυξη. Επίσης, προσελκύονται από ορισμένα θεμελιώδη πλεονεκτήματα της χώρας: το γεγονός ότι διαθέτει εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, ισχυρό νομικό σύστημα, είναι αγγλόφωνη και μέλος της ΕΕ.
Η φορολογία, όμως, είναι πλέον λιγότερο αποτελεσματικό εργαλείο για χώρες όπως η Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο που προσέλκυαν πολυεθνικές για την τόνωση των οικονομιών τους.
«Οι κανόνες που έρχονται αποσκοπούν στη δημιουργία ενός πιο ισότιμου πεδίου ανταγωνισμού, ώστε να μην υπάρχουν χώρες που μπορούν να «αγοράζουν» επενδύσεις με πολύ χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές», λέει η Μισέλ Σλόαν, συνεργάτης στην εταιρεία δικηγόρων RPC. «Τα πράγματα έχουν προχωρήσει πολύ από την υπόθεση της Apple».
Ακόμα κι έτσι, η ιρλανδική κυβέρνηση έχει δεχθεί ισχυρό πλήγμα λόγω της καταδικασμένης προσπάθειάς της να επιτρέψει στην Apple να κρατήσει τα 13 δισ. ευρώ.
Καθώς μπαίνει σε προεκλογική περίοδο, ο κεντροδεξιός κυβερνών συνασπισμός αντιμετωπίζει αμφίρροπες πιέσεις σχετικά με το τι πρέπει να κάνει με αυτά τα κέρδη. Κάποιοι προτείνουν να δαπανηθούν για στέγαση και υποδομές, άλλοι προτείνουν την εκπαίδευση και την ανακούφιση της φτώχειας. Μερικοί λένε ότι θα πρέπει να διοχετευθούν σε κρατικά επενδυτικά ταμεία ή να χρησιμοποιηθούν για την αποπληρωμή του εθνικού χρέους. Ο πρωθυπουργός της χώρας, Σάιμον Χάρις, δήλωσε ότι η κυβέρνηση θα «σκεφτεί, για ένα σύντομο διάστημα», πριν αποφασίσει.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr