Μετά τις εκλογές του Μαΐου, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προχώρησε σε μια διαφορετική οικονομική πολιτική, με στόχο την αναχαίτιση του επίμονου πληθωρισμού και τη στήριξη του εγχώριου νομίσματος. Έτσι, οι πρώτες κινήσεις ήταν η αναβάθμιση του οικονομικού επιτελείου με την προσθήκη έμπειρων τραπεζικών της Wall Street, αλλά και η διπλή αύξηση στα επιτόκια της κεντρικής τράπεζας.
Παραμένουν οι προβληματισμοί
Ωστόσο, «τα βασικά ερωτήματα παραμένουν: Πόσο χρόνο θα δώσει ο πρόεδρος Ερντογάν στη νέα οικονομική ομάδα για να επανεκκινήσει την οικονομία» διερωτάται ο Φρανγκ Γκιλ της S&P Global Ratings.
«Το ιστορικό της Τουρκίας σε αλλεπάλληλες αλλαγές πολιτικής, πρώιμες αποφάσεις νομισματικής χαλάρωσης και επαναλαμβανόμενες καρατομήσεις στην κεντρική τράπεζα, σημαίνει ότι απαιτείται χρόνος για να μειωθεί η αβεβαιότητα» εξηγούν ο Ερικ Αρίσπε και ο Πολ Γκάμπλε, αναλυτές της Fitch.
Από την πλευρά του, ο Τόμας Ζιλέτ της Scope Ratings θεωρεί ότι πράγματι η μετεκλογική μεταμόρφωση του Ερντογάν αποτελεί μια θετική εξέλιξη. Ωστόσο, είναι ακόμη αβέβαιο αν αυτή η ορθόδοξη πολιτική θα συνεχιστεί σε μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο.
«Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις είναι η επιστροφή των προηγούμενων μέτρων» εξηγεί ο Ζιλέτ, ο οποίος προσθέτει ότι το βασικό στοίχημα για την Άγκυρα συνίσταται σε μια βιώσιμη νομισματική σύσφιγξη, η οποία θα αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον πληθωρισμό και θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των αγορών.
Για τη Moody’s, η οποία αξιολογεί την Τουρκία με «B3», η σταδιακή σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής έχει αρνητικό αντίκτυπο στην σταθερότητα της λίρας. Αποτέλεσμα είναι να ζητά ακόμη πιο επιθετικές κινήσεις.
«Η κεντρική τράπεζα γνωρίζει ότι ο σταδιακός ρυθμός δεν πρόκειται να επαναφέρει άμεσα τον πληθωρισμό σε χαμηλά επίπεδα. Αυτό αυξάνει τον κίνδυνο οι καταθέτες να επιστρέψουν στο δολάριο ή τον χρυσό» προειδοποιεί.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr