Η υποδοχή και ο διαμοιρασμός των προσφύγων παραμένει το πλέον διαμφισβητούμενο ζήτημα στην ΕΕ, εδώ και τουλάχιστον δέκα χρόνια. Αυτό αποδείχθηκε εκ νέου στην τελευταία σύνοδο κορυφής της ΕΕ, με τον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν να ισχυρίζεται ότι διεξάγει αγώνα «υπέρ της Ελευθερίας» και εναντίον μίας ευρωπαϊκής πολιτικής ασύλου. Σε αντίστοιχες αφορμές στο πρόσφατο παρελθόν ο Όρμπαν υιοθετούσε υπερ-συντηρητικές θεωρίες συνωμοσίας, λέγοντας ότι «η Κομισιόν επιβάλλει, μέσω των προσφύγων, μία υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών σε ουγγρικό έδαφος».
Αλλά και ο Πολωνός πρωθυπουργός Ματέους Μοραβιέτσκι αρνείται οποιαδήποτε «υποχρέωση» να υποδεχθεί πρόσφυγες ή έστω - ως ελάχιστη συνεισφορά σε μία κοινή ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου - να καταβάλει κάποιο χρηματικό ποσό στα κράτη-μέλη που υποδέχονται πρόσφυγες στο έδαφός τους. Η αιτιολογία που προβάλλει είναι ότι η Πολωνία «θέλει να παραμείνει μία ασφαλής χώρα». Αυστριακοί διπλωμάτες εκτιμούν ότι το μεταναστευτικό ζήτημα προκαλεί αναταράξεις στον «πυρήνα» της ΕΕ και μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την εσωτερική συνοχή της και τη συνέχιση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Σημειωτέον ότι Αυστρία και Γερμανία είναι οι χώρες που δέχονται σήμερα τις περισσότερες αιτήσεις για παροχή ασύλου.
Ο Σολτς στηρίζει τον συμβιβασμό για το προσφυγικό
Όπως οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες, ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς στηρίζει τη συμφωνία για το άσυλο, στην οποία κατέληξαν πριν από τρεις εβδομάδες - αλλά όχι με ομοφωνία - οι υπουργοί Εσωτερικών των «27». Ο ίδιος κάνει λόγο για «αλληλλεγύη» μεταξύ των κρατών-μελών. «Νομίζω ότι εν τέλει όλοι θα τηρήσουν τη συμφωνία» δηλώνει ο ίδιος στη σύνοδο των Βρυξελλών. «Θεωρώ ότι είναι πολύ πιθανό αυτό. Για πρώτη φορά, μετά από χρόνια διαπραγματεύσεων, καταφέραμε να συμφωνήσουμε σε μία υποχρέωση, είτε για την υποδοχή μεταναστών, είτε για την καταβολή αντισταθμιστικών πληρωμών».
Η Γερμανία θεωρεί ότι κατ' αυτόν τον τρόπο θα διευκολυνθούν και οι χώρες «πρώτης γραμμής», όπως η Ελλάδα και η Ιταλία. Μέχρι στιγμής πολλοί μετανάστες βρίσκουν τον τρόπο να φτάσουν στη Γερμανία, χωρίς να έχουν καν καταγραφεί στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ. Αλλά και αν ακόμη συναινέσουν η Ουγγαρία και η Πολωνία, εκτιμάται ότι θα χρειαστούν έως δύο χρόνια εωσότου τεθεί σε ισχύ η νομοθεσία περί ασύλου. Κατ' αρχάς θα πρέπει να συμφωνήσουν το Συμβούλιο Υπουργών με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατά προτίμηση ως το τέλος του 2023. Θα ακολουθήσουν οι απαραίτητες ψηφοφορίες στην Ολομέλεια της Ευρωβουλής και στο Συμβούλιο, καθώς και η ενσωμάτωση της κοινοτικής νομοθεσίας στο εθνικό δίκαιο των κρατών-μελών.
Αν και ακροδεξιάς προέλευσης, στη διάρκεια της συνόδου η πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι επιχείρησε να εκφράσει μία ενδιάμεση θέση. Ανέφερε ότι, από τη στιγμή που είναι αδύνατον να συμφωνήσουν όλοι στην εσωτερική διάσταση του προβλήματος, δηλαδή τον διαμοιρασμό των μεταναστών, καλό θα ήταν να εστιάσουν πιο στοχευμένα στην εξωτερική διάσταση, δηλαδή την καλύτερη προστασία των εξωτερικών συνόρων. Η κυβέρνηση της Ρώμης λέει δηλαδή ότι όταν δεν εισέρχονται μετανάστες στην ΕΕ, τότε δεν τίθεται και ζήτημα διαμοιρασμού στα κράτη-μέλη.
Στις Βρυξέλλες δεν υπήρξαν αποφάσεις περί ασύλου. Το «μπαλάκι» επιστρέφει τώρα στους υπουργούς Εσωτερικών της ΕΕ, που αναμένεται να συνεδριάσουν και πάλι σε τρεις εβδομάδες
Απόκλιση συμφερόντων για την Κίνα
Οι διαφορές απόψεων παραμένουν και στο ζήτημα της κοινής στρατηγικής απέναντι στην Κίνα. Εξού και η γενικόλογη διατύπωση, στα συμπεράσματα της συνόδου ότι «οι διαβουλεύσεις θα συνεχιστούν». Προς το παρόν οι Ευρωπαίοι ηγέτες επαναλαμβάνουν ότι η Λαϊκή Κίνα, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη στον κόσμο, είναι «εταίρος» στην προστασία του περιβάλλοντος, «ανταγωνιστής» στην οικονομία και «αντίπαλος» σε ό,τι αφορά την αντίληψη περί Δημοκρατίας. Όλα αυτά ταυτόχρονα.
Αυτό που δεν επιθυμεί η ΕΕ είναι το «decoupling», η πλήρης αποσύνδεση από την Κίνα. Επιθυμεί όμως το «derisking», την απομείωση κινδύνων που απορρέουν από τη στενή συνεργασία. «Είναι δύσκολη και θα διαρκέσει πολύ αυτή η διαδικασία, αλλά κάποτε πρέπει να ξεκινήσουμε», λέει στην DW η Φραντσέσκα Γκιρέτι από το Ινστιτούτο Mercator στις Βρυξέλλες.
Συν τοις άλλοις οι Ευρωπαίοι καλούν την Κίνα να ασκήσει την επιρροή της στη Ρωσία, ώστε εκείνη να τερματίσει την εισβολή στη γειτονική Ουκρανία. Όσον αφορά το κρίσιμο ζήτημα της Ταϊβάν, η ΕΕ δηλώνει ότι παραμένει πιστή στην «πολιτiκή της μίας Κίνας», αλλά την ίδια στιγμή προειδοποιεί το Πεκίνο να μην προχωρήσει σε βίαιη αλλαγή του καθεστώτος της Ταϊβάν. «Εάν πραγματικά μπορούσαν όλα τα κράτη-μέλη να συμφωνήσουν σε μία κοινή στρατηγική απέναντι στην Κίνα, η κομμουνιστική ηγεσία της χώρας θα ελάμβανε πολύ σοβαρά υπόψη αυτή την εξέλιξη και θα προσαρμοζόταν αναλόγως», λέει η αναλύτρια Φραντσέσκα Γκιρέτι. «Αλλά αυτό δεν συμβαίνει μέχρι στιγμής, κάτι που ασφαλώς στο Πεκίνο γνωρίζουν πολύ καλά...»
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr