Η τράπεζα πραγματοποιεί την πρώτη της συνεδρίαση για τη νομισματική πολιτική της από τον Ιούλιο, όταν οι αξιωματούχοι αύξησαν το βασικό επιτόκιο για πρώτη φορά από το 2011, επιλέγοντας τη γενναιότερη προβλεπόμενη – για τότε – αύξηση κατά 50 μονάδες βάσης.
Τα δεδομένα, όμως, δείχνουν να αναγκάζουν την ΕΚΤ να δράσει ακόμα πιο αποτελεσματικά. Ορισμένα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου έχουν έκτοτε προετοιμάσει το έδαφος για μεγαλύτερες αυξήσεις, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να κινηθούν γρήγορα για να τιθασεύσουν τον καλπάζοντα πληθωρισμό, με τα στοιχήματα να κάνουν πλέον λόγο για άνοδο κατά 75 μονάδες βάσης, με τις τουλάχιστον 50 να είναι ουσιαστικά δεδομένες.
Σε αυτή τη φάση, η ΕΚΤ εμφανίζεται διατεθειμένη να θυσιάσει την ανάπτυξη στην περιοχή λόγω του αυξανόμενου κόστους ζωής που απειλεί να αυξηθεί ακόμη περισσότερο. Με τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη να αναμένεται να ανέλθει τουλάχιστον στο 10% τους επόμενους μήνες και τον κίνδυνο να εκτοξευθούν οι τιμές καταναλωτή υψηλότερα, μια ιδιαίτερα μεγάλη αύξηση των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης την Πέμπτη είναι σίγουρα μια πιθανότητα.
Γενναία αύξηση μεν, με ποιο κόστος δε;
«Καθώς οι αποφασιστικές αυξήσεις μπορούν να έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στις προσδοκίες για τον πληθωρισμό από μια πιο σταδιακή προσέγγιση, μια κίνηση 75 bp θα μπορούσε να έχει νόημα. Όμως, αν και είναι κάτι στο οποίο ποντάρουν πολλοί, θα μπορούσε να επιδεινώσει τις πιέσεις στις αγορές ομολόγων», δήλωσε ο παρατηρητής της ΕΚΤ και επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg, Χόλγκερ Σμίντινγκ.
Η απόδοση του διετούς γερμανικού ομολόγου, η οποία είναι η πιο «ευαίσθητη» στις αλλαγές νομισματικής πολιτικής, υποχώρησε 16 μονάδες βάσης κάτω από το 1% για πρώτη φορά σε πάνω από μια εβδομάδα. Διαπραγματεύτηκε 3 μονάδες βάσης χαμηλότερα στο 1,09% αργότερα στη συνεδρίαση, μειωμένη κατά 20 μονάδες βάσης από το ανώτατο όριο την 1η Σεπτεμβρίου.
Επίσης, η πρόσφατη διακοπή των παραδόσεων φυσικού αερίου στην Ευρώπη μέσω του αγωγού Nord Stream 1 όχι μόνο ώθησε τα αποθέματα χαμηλότερα και αύξησε τον κίνδυνο ύφεσης στην Ευρώπη, αλλά ώθησε επίσης τις αποδόσεις 10ετών ομολόγων της ιταλικής κυβέρνησης στο 4%, το υψηλότερο επίπεδο από τα μέσα Ιουνίου προτού η ΕΚΤ ανακοινώσει τη δημιουργία ενός εργαλείου κατά του κατακερματισμού. Οι υψηλές αποδόσεις για την Ιταλία - πολύ υψηλότερες από αυτές της Γερμανίας - σημαίνουν ότι η κυβέρνηση της Ρώμης πρέπει να πληρώσει περισσότερα για να δανειστεί, επιδεινώνοντας τις ανησυχίες για το τεράστιο χρέος της.
Ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη έφτασε στο 9,7% τον Αύγουστο και με τη συνεχιζόμενη πίεση στις τιμές της ενέργειας αναμένεται να φτάσει σε διψήφια επίπεδα τους επόμενους μήνες. Ταυτόχρονα, ο κίνδυνος ύφεσης διαφαίνεται μεγάλος στην οικονομία της περιοχής καθώς οι καταναλωτές αισθάνονται τον… πόνο και περιορίζουν την κατανάλωσή τους και οι εταιρείες αγωνίζονται να επιβιώσουν με τις υψηλές τιμές ενέργειας.
«Ενώ οι κυβερνήσεις θα πληρώσουν εν μέρει το λογαριασμό, υπάρχουν όρια στον βαθμό στον οποίο ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να προστατευτεί από αυτό το εισερχόμενο σοκ», επεσήμανε ο Ντιρκ Σουμάχερ της Natixis σε σημείωμα προς τους πελάτες.
«Η πτώση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης σε ιστορικό χαμηλό τους τελευταίους μήνες, δείχνει ότι τα νοικοκυριά γνωρίζουν αυτά τα όρια όσον αφορά την κρατική στήριξη. Υπάρχουν επίσης αυξανόμενες ενδείξεις ότι εταιρείες σε ιδιαίτερα ενεργοβόρους τομείς μειώνουν την παραγωγή», συμπλήρωσε.
Αντέχει το ευρώ;
Κάποιοι αναλυτές, πάντως, αμφιβάλλουν ότι η γενναία αύξηση επιτοκίων και το κόστος που αυτή θα έχει μπορεί να λύσει το πρόβλημα.
Το χτύπημα στην οικονομία της ευρωζώνης και στο νόμισμά της από μια βαθύτερη ενεργειακή κρίση είναι τόσο σοβαρό που η πιο επιθετική νομισματική σύσφιξη από την ΕΚΤ δεν θα μπορέσει να βοηθήσει ιδιαίτερα στο να μπει ένα φρένο στη διολίσθηση του ευρώ, σημειώνει το Reuters.
Το ευρώ έπεσε κάτω από τα 0,99 δολάρια για πρώτη φορά από τα τέλη του 2002, αφού η Ρωσία διέκοψε την παροχή φυσικού αερίου μέσω του κεντρικού αγωγού προς την Ευρώπη, εκτινάσσοντας τις τιμές της ενέργειας στα ύψη και εντείνοντας τους φόβους για κρίση εφοδιασμού.
Η ΕΚΤ δεν μπορεί να μην συνυπολογίσει στην απόφασή της ότι το ενιαίο νόμισμα έχει χάσει ήδη το 13% της αξίας του μέσα στο 2022 και ένα αδύναμο ευρώ θα μπορούσε να επιδεινώσει τον ήδη υψηλό πληθωρισμό μέσω ακριβότερων εισαγωγών.
Ορισμένοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής επισημαίνουν ότι η τράπεζα πρέπει να δώσει μεγαλύτερη προσοχή στο ευρώ από ό,τι σε προηγούμενες δύσκολες περιόδους, επειδή το φυσικό αέριο κοστολογείται σε δολάρια και ένα αδύναμο ευρώ ενισχύει τις επιπτώσεις του αυξανόμενου ενεργειακού κόστους.
«Αυτή η μεγάλη αύξηση των επιτοκίων (σ.σ. η φημολογούμενη κατά 75bp) δεν θα κάνει τίποτα για να σώσει το ευρώ. Η ύφεση είναι μπροστά και οι γεωπολιτικές ανησυχίες είναι ανεξέλεγκτες», δήλωσε η Ανιές Μπελαΐς, αναλυτής στρατηγικής στο Barings Investment Institute. «Στην πραγματικότητα, οι περισσότερες πιθανότητες είναι ότι η αύξηση των επιτοκίων θα συμπέσει με (αυξημένο) πληθωρισμό και ύφεση το 2023».
Η Goldman Sachs τη Δευτέρα προέβλεψε ότι το ευρώ θα αποδυναμωθεί στα 0,97 δολάρια και θα παραμείνει εκεί για τους επόμενους έξι μήνες, επειδή το πλήγμα στη ζήτηση, που προκαλείται από την κρίση του φυσικού αερίου, θα οδηγήσει σε «μια βαθύτερη και μεγαλύτερη συρρίκνωση».
Η Capital Economics αναθεώρησε την πρόβλεψή της στα 0,90 δολάρια για το επόμενο έτος, πτώση 9% από τα τρέχοντα επίπεδα.
Το ευρώ συσχετίζεται αντιστρόφως με τις τιμές του φυσικού αερίου εδώ και μήνες, πράγμα που σημαίνει ότι τείνει να πέφτει όταν οι τιμές της ενέργειας αυξάνονται. Οι τιμές του φυσικού αερίου αυξήθηκαν κατά 255% το 2022, ενώ τη Δευτέρα εκτινάχθηκαν κατά 30%.
Ωστόσο, ορισμένοι λένε ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε τουλάχιστον να σταματήσει την υποτίμηση του ευρώ με μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων τους επόμενους μήνες.
«Η ΕΚΤ μπορεί αναμφισβήτητα να βοηθήσει στην επιβράδυνση της αδυναμίας του ευρώ, αλλά δεν είναι σαφές ότι μπορεί να οδηγήσει σε βιώσιμη ανατίμηση του ευρώ», δήλωσε ο Γιώργος Σαραβέλος, κορυφαίος αναλυτής της Deutsche Bank.
Επιφυλακτικοί οι traders
Οι traders, πάντως, έχουν αρχίσει να αμφιβάλλουν ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει στη μεγαλύτερη αύξηση των επιτοκίων σε περισσότερες από δύο δεκαετίες αυτή την εβδομάδα.
Οι αγορές μείωσαν τις προσδοκίες για αύξηση των επιτοκίων, θέτοντας τις πιθανότητες για μια κίνηση 75 μονάδων βάσης σε περίπου 65%, σύμφωνα με τα swaps που συνδέονται με συνεδριάσεις της ΕΚΤ. Αυτό είναι χαμηλότερο από το 80% την περασμένη εβδομάδα. Τα στοιχεία της Τρίτης έδειξαν ότι οι εργοστασιακές παραγγελίες στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, τη γερμανική, μειώθηκαν για έκτο μήνα, ενισχύοντας τις ανησυχίες για τις προοπτικές ανάπτυξης.
Η ευρωζώνη εισέρχεται σχεδόν σίγουρα σε ύφεση, με την επιχειρηματική δραστηριότητα να συρρικνώνεται για δεύτερο μήνα τον Αύγουστο. Το αφήγημα πλέον έχει αλλάξει. Εκεί που αρχικά πριν κάποιους μήνες αποκλειόταν το ενδεχόμενο ύφεσης, στη συνέχεια οι πιθανότητες αυξήθηκαν, ενώ πλέον η πρόβλεψη είναι για βαθιά ύφεση.
Η ΕΚΤ αύξησε τελευταία φορά το βασικό της επιτόκιο κατά τρία τέταρτα της εκατοστιαίας μονάδας το 1999.
Νατάσα Παπαδημητροπούλου
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr