Η Γαλλία επιβεβαιώνει τον ηγετικό ρόλο της στην Ευρώπη. Είναι ενδεικτικό ότι η πρώτη συνάντηση του Κολεγίου των Επιτρόπων για τη νέα χρονιά έχει προγραμματιστεί στο Παρίσι, στις 6 Ιανουαρίου και όχι στις Βρυξέλλες, όπως συνήθως. Και αυτό, παρά τα συνεχώς αυξανόμενα κρούσματα της πανδημίας τις τελευταίες εβδομάδες σε όλη την Ευρώπη, αλλά ιδιαίτερα στη Γαλλία.
Επί της ουσίας, όπως μεταδίδει η DW, ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν παρουσιάζει μία φιλόδοξη ατζέντα, με στόχο να προωθήσει πολλές χρονίζουσες εκκρεμότητες μέσα στους επόμενους έξι μήνες. «Η γαλλική προεδρία», ανέφερε πρόσφατα ο ίδιος, «θα είναι η στιγμή της αλήθειας για τη νομοθέτηση της ψηφιακής πλατφόρμας, της τιμολόγησης εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (με βάση το σύστημα εμπορίας ρύπων), του ελάχιστου μισθού και των σχέσεών μας με τη Αφρική». Μία ασυνήθιστη εξέλιξη για την χώρα που ασκεί την εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ είναι ότι τον Απρίλιο θα γίνουν στη Γαλλία προεδρικές εκλογές, με τον Μακρόν να διεκδικεί την επανεκλογή του.
Το «στοίχημα» του γαλλο-γερμανικού άξονα
Η Γαλλία παίρνει την σκυτάλη της προεδρίας από τη Σλοβενία, η οποία είχε διαδεχθεί τη Γερμανία. Μετά την οριστική αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ, η γαλλική προεδρία θα αποτελέσει μία πρώτη, ουσιαστική δοκιμή για τις νέες ισορροπίες στις σχέσεις Γαλλίας και Γερμανίας. «Παραμένει ακόμη ανοιχτό το ερώτημα, πώς θα υποδεχθεί η νέα γερμανική ηγεσία τον πρόεδρο Μακρόν» λέει στην DW o Τζον Γουορθ, δημοσιογράφος από την Ουαλία και δημοφιλής μπλόγκερ σε θέματα που αφορούν την ΕΕ. «Είναι εμφανής η ένταση στην ενεργειακή πολιτική, ιδιαίτερα όσον αφορά τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας, αλλά από την άλλη πλευρά στον τομέα της δημοσιονομικής πολιτικής ο (γερμανός καγκελάριος) Σολτς θα είναι λιγότερο αυστηρός από το επιτελείο της Μέρκελ. Από κει και πέρα υπάρχει βέβαια και μία διαφορά στο στυλ ανάμεσα στον αποφασισμένο και ενίοτε φορτικό Μακρόν και τον Σολτς, ο οποίος αποπνέει μία έντονη επιφυλακτικότητα».
Πάντως η νέα γερμανική κυβέρνηση έσπευσε να επιδείξει την προσήλωσή της στη δυναμική του γαλλογερμανικού άξονα. Τόσο ο ίδιος ο καγκελάριος, όσο και πολλοί από τους υπουργούς του, επέλεξαν το Παρίσι ως πρώτο προορισμό για διαβουλεύσεις μετά την ανάληψη των καθηκόντων τους.
Ψηφιακή ατζέντα και κλιματική αλλαγή
Δύο είναι τα πιο σημαντικά νομοθετικά μέτρα που θέλει προωθήσει ο Εμανουέλ Μακρόν στη διάρκεια της γαλλικής προεδρίας. Το πρώτο είναι η νέα νομοθεσία για την ψηφιακή οικονομία. Πρόκειται για τον Νόμο περί Ψηφιακών Υπηρεσιών (Digital Services Act) και τον Νόμο περί Ψηφιακών Αγορών (Digital Markets Act). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη κάνει σχετικές προτάσεις από τον Δεκέμβριο του 2020 και το Παρίσι ευελπιστεί να ολοκληρωθεί η διαπραγμάτευση με τις εθνικές κυβερνήσεις και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μέχρι το τέλος της γαλλικής προεδρίας. Στόχος του «Νόμου περί Ψηφιακών Υπηρεσιών» είναι να καταπολεμήσει την παραπληροφόρηση, τις αθέμιτες διαφημιστικές πρακτικές, καθώς και τη διάδοση παράνομου περιεχομένου. Με τον «Νόμο περί ψηφιακών Αγορών» καταβάλλεται προσπάθεια να μειωθεί η παντοδυναμία των πολυεθνικών ομίλων στο διαδίκτυο. «Θεωρούμε ότι η γαλλική προεδρία θα δώσει ιδιαίτερο βάρος στην καταπολέμηση παράνομου περιεχομένου, στην ανάδειξη βέλτιστων πρακτικών για τον έλεγχο του περιεχομένου και σε μία στιβαρή εφαρμογή της μελλοντικής νομοθεσίας» επισημαίνει η Ελίσκα Πίρκοβα, αναλύτρια ευρωπαϊκής πολιτικής στο think tank «Access Now» με έδρα τη Νέα Υόρκη.
Το δεύτερο μεγάλο «στοίχημα» για τη γαλλική προεδρία είναι η φορολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στα πλαίσια του διεθνούς εμπορίου ρύπων, με την τιμολόγηση να γίνεται στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ για εισαγόμενα αγαθά. Για πολλά χρόνια η Γαλλία ήταν μία από τις χώρες που επέμεναν ιδιαίτερα στην εφαρμογή του μέτρου. Στα πλαίσια της πρότασης για μείωση των ρύπων σε ποσοστό 55% μέχρι το 2030, η Κομισιόν έχει ήδη καταρτίσει ένα κανονιστικό πλαίσιο με την ονομασία Carbon Border Adjustment Mechanism (CBAM), που αναμένεται να επιβαρύνει κυρίως τον χάλυβα, το τσιμέντο, το αλουμίνιο, τα λιπάσματα καθώς και την παραγωγή ενέργειας. Ο οικονομολόγος Αντρέ Σαπίρ, συνεργάτης του Ινστιτούτου Μπρούγκελ στις Βρυξέλλες, επισημαίνει πάντως στην DW ότι «πολλά κράτη-μέλη έχουν εκφράσει σοβαρούς ενδοιασμούς για την υλοποίηση του νέου πλαισίου, γιατί φοβούνται εμπορικά αντίποινα από τρίτες χώρες που πιθανόν πλήττονται από τη φορολόγηση ρύπων. Κατά τη γνώμη μου αυτό σημαίνει ότι η ΕΕ θα έπρεπε να επιδιώξει μία διαπραγμάτευση τις χώρες αυτές, πριν προχωρήσει στην υλοποίηση της νέας νομοθεσίας».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr