«Νέες παγκόσμιες προκλήσεις, όπως ο κορωνοϊός και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, που προστίθενται σε άλλες επίμονες προκλήσεις, όπως είναι ο αυξανόμενος αναγκαστικός εκτοπισμός, δείχνουν πόσο κρίσιμης σημασίας είναι το δικαίωμα στην ιθαγένεια. Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να είναι ορατοί στα μάτια της χώρας και της κυβέρνησής τους, να υπολογίζεται η αξία τους και να συμπεριλαμβάνονται στα προγράμματα βοήθειας», τονίζει ο Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, Filippo Grandi.
«Το να έχει κάποιος ιθαγένεια – και την προστασία μιας κυβέρνησης που απορρέει από αυτή – μπορεί να κάνει σωτήρια διαφορά, και ακόμα περισσότερο σε καιρό κρίσης, είτε αυτό αφορά τον εμβολιασμό, είτε προγράμματα εκκένωσης, ή την παροχή της απαραίτητης κοινωνικής προστασίας», προσθέτει ο κ. Grandi.
Σε καταστάσεις συγκρούσεων ή εκτοπισμού, οι ανιθαγενείς περνούν συχνά απαρατήρητοι, διότι δεν έχουν την προστασία καμίας κυβέρνησης, δεν μπορούν να αποδείξουν τη νομική τους ταυτότητα, ή και τα δύο ταυτόχρονα. Διακινδυνεύουν επίσης να αποκλειστούν από την πρόσβαση στον εμβολιασμό κατά του COVID-19 στο πλαίσιο του σχεδιασμού των χωρών να αντιμετωπίσουν την πανδημία. Παρομοίως, οι κοινότητες ανιθαγενών είναι απίθανο να συμπεριληφθούν στα μέτρα κοινωνικο-οικονομικής αρωγής που στοχεύουν στη μείωση των επιπτώσεων της πανδημίας στα μέσα βιοπορισμού του πληθυσμού. Επιπλέον, καθώς επιδεινώνεται η κλιματική αλλαγή, οι ανιθαγενείς διατρέχουν τον κίνδυνο να αποκλειστούν από τις προσπάθειες των κυβερνήσεων να μετριάσουν τον αντίκτυπο από τα ακραία καιρικά φαινόμενα.
Σε γενικότερο πλαίσιο, το να είναι κάποιος ή κάποια ανιθαγενής μπορεί να σημαίνει ότι δεν έχει πρόσβαση στην εκπαίδευση, την ιατρική περίθαλψη ή τη νόμιμη εργασία. Η ανιθαγένεια μπορεί να εμποδίσει την ελευθερία κυκλοφορίας, τη δυνατότητα αγοράς ακινήτου, τη συμμετοχή στις εκλογές, το άνοιγμα ενός τραπεζικού λογαριασμού, ή ακόμα και τη σύναψη γάμου. Σε παγκόσμιο επίπεδο, εκτιμάται ότι υπάρχουν 4,2 εκατομμύρια ανιθαγενείς. Παρ’ όλα αυτά, ο πραγματικός αριθμός των ανθρώπων που καμία χώρα δεν τους αναγνωρίζει ως πολίτες της είναι πιθανόν να είναι πολύ μεγαλύτερος, δεδομένων των ελλείψεων στη συλλογή δεδομένων.
Η Σύμβαση του 1961 είναι η κύρια διεθνής συνθήκη που έχει σχεδιαστεί για την πρόληψη και τη μείωση της ανιθαγένειας. Εάν εφαρμοζόταν από όλα τα κράτη, θα βοηθούσε να εξασφαλιστεί ότι κανένα παιδί δε θα γεννιόταν χωρίς ιθαγένεια – προωθώντας εν τέλει την σταδιακή εξάλειψη της ανιθαγένειας.
Μέχρι το τέλος Αυγούστου 2021, 77 κράτη είχαν υπογράψει τη Σύμβαση του 1961, με τον αριθμό των μελών να αυξάνει γοργά την τελευταία δεκαετία. Από το 2010, 40 κράτη έχουν επισημοποιήσει τη δέσμευσή τους να μειώσουν την ανιθαγένεια προσχωρώντας στη σύμβαση – η Ισλανδία και το Τόγκο είναι οι χώρες που το έπραξαν πιο πρόσφατα.
Την ίδια περίοδο, γνωρίζουμε ότι έχει επιβεβαιωθεί η ιθαγένεια για περισσότερους από 800.000 ανιθαγενείς και έχει επιλυθεί το ζήτημα ανιθαγένειας που αντιμετώπιζαν.
«Για τη φετινή επέτειο, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες καλεί όλα τα κράτη που δεν το έχουν ήδη κάνει, να γίνουν μέλη στη Σύμβαση του 1961 για τη Μείωση της Ανιθαγένειας, να ενσωματώσουν στη νομοθεσία τους περί ιθαγένειας τις εγγυήσεις που προβλέπονται στη Σύμβαση και να εξασφαλίσουν το δικαίωμα κάθε ανθρώπου στην ιθαγένεια», επισημαίνει ο κ. Grandi.
Η προσχώρηση στη Σύμβαση του 1961 είναι μία από τις 10 δράσεις του Παγκοσμίου Σχεδίου Δράσης για την Εξάλειψη της Ανιθαγένειας. Το Σχέδιο παρέχει ένα πλαίσιο για να μπορέσουν τα κράτη να επιτύχουν τους στόχους της Εκστρατείας #IBelong (#Ανήκω), που εγκαινιάστηκε από την Ύπατη Αρμοστεία και τους εταίρους της το 2014 για την εξάλειψη της ανιθαγένειας μέσα σε δέκα χρόνια.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr