Σε επικαιροποιημένη προειδοποίηση που εξέδωσε η κυβέρνηση Μπάιντεν απευθυνόμενη στις αμερικανικές επιχειρήσεις, τονίζονται οι ανησυχίες της Ουάσινγκτον για τον αντίκτυπο του νόμου για την εθνική ασφάλεια στις διεθνείς εταιρίες στο Χονγκ Κονγκ.
Η προειδοποίηση αναφέρεται σε «αυξημένους κινδύνους» για τη δραστηριότητα των εταιριών αυτών στο Χονγκ Κονγκ, έπειτα από την επιβολή περιορισμών από την Κίνα που στοχεύουν αυτό το ιστορικό χρηματοπιστωτικό κέντρο.
Οι εταιρίες θα πρέπει να «είναι ενήμερες για πιθανούς κινδύνους να θιγεί η φήμη τους, ρυθμιστικούς, χρηματοοικονομικούς και σε ορισμένες νομικές περιπτώσεις, κινδύνους που σχετίζονται με τη λειτουργία τους στο Χονγκ Κονγκ».
Το εν λόγω έγγραφο αναγνωρίζει ότι το Χονγκ Κονγκ, που υπήρξε βρετανική αποικία και επεστράφη στην Κίνα το 1997, «διατηρεί πολλές οικονομικές διαφορές» συγκριτικά με την υπόλοιπη Κίνα, κυρίως την ισχυρότερη προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας.
Ωστόσο, υπογραμμίζει ένα κλίμα που αλλάζει με τον νέο νόμο για την εθνική ασφάλεια, υπογραμμίζοντας κυρίως τη σύλληψη ενός Αμερικανού πολίτη, του Τζον Κλάνσεϊ, φημισμένου δικηγόρου στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Παράλληλα, έντονος κίνδυνος υπάρχει για τα προσωπικά δεδομένα σύμφωνα με τις ΗΠΑ που υποστηρίζουν έλλειψη διαφάνειας και πρόσβασης στην πληροφόρηση, θέτοντας ως παράδειγμα το κλείσιμο της δημοφιλούς εφημερίδας Apple Daily, που θεωρείτο αγκάθι στα πόδια των αρχών.
Δεκάδες άνθρωποι, όπως ο μεγιστάνας των μέσων ενημέρωσης Τζίμι Λάι, όπως και αιρετοί και ακτιβιστές της δημοκρατίας, κατηγορούνται βάσει του νέου νόμου για την εθνική ασφάλεια.
Ο νόμος επιβλήθηκε από την Κίνα τον Ιούνιο του 2020 μετά από μαζικές διαδηλώσεις που ζητούσαν τη διαφύλαξη των θεμελιωδών δικαιωμάτων που είχε υποσχεθεί στο Χονγκ Κονγκ πριν από τη μεταβίβαση της κυριαρχίας του στο Πεκίνο το 1997.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr