Οπως τονίζουν οι Τσάμον και Οστρι, από την αρχή της πανδημίας, το ΔΝΤ έχει παρεκκλίνει από τις πάγιες θέσεις του υπέρ της πολιτικής λιτότητας σε περιόδους κρίσεων και έχει επανειλημμένως καλέσει τις κυβερνήσεις των χωρών ανά τον κόσμο να αυξήσουν γενναιόδωρα τις δαπάνες και το χρέος τους. Ζητούμενο εν μέσω της πανδημίας και του συντριπτικού οικονομικού της αντικτύπου είναι, όπως έχει τονίσει το Ταμείο, να στηρίξουν οι κυβερνήσεις τις οικονομίες τους, τις επιχειρήσεις τους αλλά και τα πλέον ευάλωτα στρώματα των κοινωνιών. Τους έχει συστήσει, έτσι, να αφήσουν για αργότερα τη μέριμνα για την υπερχρέωσή τους. Σημειωτέον ότι ανάλογη είναι η θέση και της ΕΚΤ και οι κυβερνήσεις, ιδιαιτέρως των ανεπτυγμένων οικονομιών, έχουν επωμισθεί δυσθεώρητα χρέη για να αντιμετωπίσουν τον οικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας.
Πρωτοφανή επίπεδα
Οπως σχολιάζουν οι δύο οικονομολόγοι, σε μεγάλο βαθμό οι κυβερνήσεις έχουν διευκολυνθεί από το χαμηλό κόστος του δανεισμού. Ωστόσο, ο εκτεταμένος δανεισμός τους έχει προκαλέσει προειδοποιήσεις από πλευράς του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου για την υπερχρέωσή τους και γενικότερα για την εκτόξευση του παγκόσμιου δημοσίου χρέους σε πρωτοφανή επίπεδα. Εχει, επίσης, δημιουργήσει αντιπαραθέσεις μεταξύ οικονομολόγων και πολιτικών, μερίδα των οποίων έχει ζητήσει διαγραφή μέρους του χρέους – ειδικότερα οι Ιταλοί πολιτικοί ζητούν τη διαγραφή των ιταλικών ομολόγων της πανδημίας που βρίσκονται στους ισολογισμούς της ΕΚΤ.
Οι δύο οικονομολόγοι του ΔΝΤ επαναλαμβάνουν τη θέση του Ταμείου πως στην τρέχουσα συγκυρία δεν είναι αναγκαίο να συγκεντρώσουν οι χώρες δημοσιονομικό πλεόνασμα για να μειώσουν το χρέος τους. Η ενδεδειγμένη προσέγγιση, τονίζουν, είναι να δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη της οικονομίας ούτως ώστε να μειωθεί εκ των πραγμάτων το χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ τους. Πρόκειται για μια θέση που έχουν υποστηρίξει, άλλωστε, πολλοί οικονομολόγοι μεταξύ των οποίων και ο τέως πρόεδρος της ΕΚΤ και νυν πρωθυπουργός της Ιταλίας, Μάριο Ντράγκι. Οι Τσάμον και Οστρι θυμίζουν, πάντως, πως στο παρελθόν έχουν υπάρξει επανειλημμένως επεισόδια αιφνιδιαστικής εκτίναξης των αποδόσεων των ομολόγων όταν αλλάξει το κλίμα στην αγορά και οι πιστωτές μιας χώρας διαβλέψουν κίνδυνο. Οπως υπογραμμίζουν, οι αγορές δεν περιμένουν να σημειωθεί υγιής ανάπτυξη για να αυξήσουν το κόστος του δανεισμού αλλά τείνουν να κάνουν το ακριβώς αντίθετο. Τονίζουν, μάλιστα, πως ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες των οποίων το χρέος είναι σαφώς υψηλότερο. Προσθέτουν επίσης ότι υπάρχουν πάντα κάποια όρια στο πόσο μπορεί να δανειστεί μια χώρα.
Οι δύο οικονομολόγοι αναγνωρίζουν βέβαια πως το κόστος του δανεισμού μπορεί να παραμείνει χαμηλό για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επικαλούνται μάλιστα τις πρόσφατες εξελίξεις στην αμερικανική αγορά ομολόγων όπου παρά την άνοδο των αποδόσεων τους τελευταίους μήνες, το κόστος δανεισμού παραμένει χαμηλό. Παράλληλα υπογραμμίζουν πως το χρέος των χωρών εγγίζει επίπεδα που μέχρι προσφάτως θεωρούνταν επικίνδυνα και προειδοποιούν πως «σε ορισμένες χώρες τα περιθώρια που έχουν μείνει για λήψη μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής είναι τόσο στενά ώστε σε περίπτωση νέου οικονομικού πλήγματος δεν θα μπορούν να λάβουν μέτρα ανάλογα εκείνων που επιστράτευσαν κατά της ύφεσης της πανδημίας». «Με τον κίνδυνο να υπεραπλουστεύσουν» όπως παραδέχονται οι ίδιοι, σκιαγραφούν τρεις διαφορετικές θεωρήσεις της κατάστασης:
– Το κόστος δανεισμού παραμένει χαμηλό στις ανεπτυγμένες οικονομίες ακόμη και με την περαιτέρω αύξηση του χρέους. Στην περίπτωση αυτή δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας, καθώς το ποσοστό του χρέους επί του ΑΕΠ θα σταθεροποιηθεί τελικά.
– Το κόστος δανεισμού παραμένει χαμηλό αλλά αυξάνεται όταν αυξηθεί σημαντικά το χρέος. Οι περισσότερες χώρες του G7 μπορούν να έχουν πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα κοντά στο 2% του ΑΕΠ, ενώ θα σταθεροποιούν το ποσοστό του χρέους. Τότε δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας όσο τα ελλείμματα παραμένουν κάτω από το επίπεδο σταθεροποίησης του χρέους.
– Το κόστος δανεισμού παραμένει χαμηλό αλλά μπορεί να αυξηθεί και ενδεχομένως απότομα. Στην περίπτωση αυτή οι χώρες πρέπει να εκμεταλλευθούν τις ευνοϊκές συνθήκες για να μειώσουν το χρέος τους και να γεμίσουν πάλι τα ταμεία τους.
Εν κατακλείδι: Θα ήταν πράγματι λάθος να επιχειρήσουν οι χώρες να συγκεντρώσουν πλεονάσματα όσο δεν έχουμε αφήσει πίσω μας την πανδημία. Πρέπει, ωστόσο, να ενδιαφερθούμε για τις επιπτώσεις της ανοδικής πορείας που έχει πάρει το χρέος ακόμη κι αν οι πιθανοί κίνδυνοι βρίσκονται ακόμη μακριά. Οι ανεπτυγμένες οικονομίες που έχουν μεγάλα δημοσιονομικά περιθώρια ίσως δεν χρειάζεται να ανησυχούν ιδιαιτέρως, αλλά όσες είναι υπερχρεωμένες ίσως πρέπει να λάβουν κάποια προληπτικά μέτρα. Ολες οι χώρες πρέπει να σχεδιάσουν τα προγράμματά τους με στόχο τη βιωσιμότητα του χρέους τους. Κάτι τέτοιο θα περιόριζε άλλωστε τον κίνδυνο έντονης αντίδρασης της αγοράς.