Η έρευνα αναλύει και συγκρίνει 9 διαφορετικά συστήματα υγείας της Ε.Ε. και συγκεκριμένα εκείνα της Ιταλίας, της Κροατίας, της Τσεχίας, της Γαλλίας, της Ελλάδας, της Πολωνίας, της Πορτογαλίας, της Σλοβακίας και της Ισπανίας. Τα συστήματα υγείας των εν λόγω χωρών βασίζονται σε διαφορετικές χρηματοδοτικές αρχές, ως αποτέλεσμα ετερογενών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, που προκύπτουν λόγω του διαφορετικού ιστορικού και πολιτιστικού αποτυπώματος της κάθε χώρας.
Η έρευνα δίνει παράλληλα ιδιαίτερη έμφαση στην πανδημία του COVID-19, η οποία ανέδειξε πολλά προβλήματα των συστημάτων υγείας τα οποία δεν ήταν φανερά μέχρι σήμερα. Η έρευνα παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο οι χώρες διαχειρίστηκαν το πρώτο κύμα της πανδημίας και πως επέλεξαν να αντιμετωπίσουν την επανεμφάνιση της πανδημίας κατά το δεύτερο της κύμα.
Αναφερόμενη στην Ελλάδα, η έρευνα αναφέρει ότι το εθνικό σύστημα υγείας της χώρας αναμένεται να πιεστεί ιδιαίτερα την επόμενη περίοδο λόγω του υψηλού αριθμού πολιτών με ηλικία 65 ετών και άνω. Ο εν λόγω ηλικιακός πληθυσμός θα δημιουργήσει επιπλέον οικονομικό κόστος για το ήδη επιβαρυμένο σύστημα υγείας, το οποίο μετά από μια δεκαετία προσπαθειών για μείωση των δαπανών, καλείται εκ νέου να επιλύσει προβλήματα που σχετίζονται με την περιορισμένη χρηματοδότηση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης.
Υπογραμμίζεται ότι τα μέτρα λιτότητας για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που επιβλήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, οδήγησαν σε σημαντικές περικοπές στον κλάδο της υγείας, γεγονός που με τη σειρά του δημιούργησε ραγδαία αύξηση χρέους στον εν λόγω τομέα. Επιπλέον, οι μακροχρόνιες ανεπάρκειες της νοσοκομειακής υποδομής της χώρας, συνέβαλαν στην πραγματοποίηση παράλογων δαπανών παράλληλα με τις χαμηλής ποιότητας και αποτελεσματικότητας υπηρεσίες περίθαλψης.
Όπως αναφέρει η έρευνα, λόγω του γεγονότος ότι στην Ελλάδα η πρόσβαση στην περίθαλψη συνδέεται άμεσα με την απασχόληση – μέσω της υποχρεωτικής ασφάλισης – σε συνδυασμό με τα υψηλά ποσοστά ανεργίας που προέκυψαν λόγω της κρίσης, ένα μεγάλο μέρος τους πληθυσμού της χώρας έχασε την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη.
Παρά τα προβλήματα που υπάρχουν, η Ελλάδα έχει καλά καταρτισμένο προσωπικό και υψηλής ποιότητας ιδιωτική υγειονομική περίθαλψη. Ο ιδιωτικός τομέας της χώρας, σημαντικό μέρος του οποίου είναι συμβεβλημένο με τους δημόσιους οργανισμούς υγείας, προσφέρει την συντριπτική πλειονότητα των διαγνωστικών και δευτεροβάθμιων υπηρεσιών υγείας, οι οποίες χρηματοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό από τους ίδιους τους ασθενείς, είτε καθ’ ολοκληρία είτε μέσω συμμετοχής τους στο κόστος.
Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα που υπογραμμίζει η έρευνα είναι το φαινόμενο των λεγόμενων «ανεπίσημων πληρωμών» των ασθενών που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να στραφούν προς την ιδιωτική περίθαλψη, και ως αποτέλεσμα αξιοποιούν αυτή τη μέθοδο πληρωμής προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας.
Το θέμα της υποχρηματοδότησης των νοσοκομείων, η απουσία μακροπρόθεσμης στρατηγικής και οι διαρκείς πολιτικές παρεμβάσεις στο σύστημα υγείας, αποτελούν παράγοντες που περιορίζουν σημαντικά τις προοπτικές ανάπτυξης και απομακρύνουν τον βιώσιμο μετασχηματισμό που έχει ανάγκη η υγειονομική περίθαλψη στην χώρα.
Οι λίστες αναμονής αποτελούν μια ακόμα σημαντική πρόκληση για την υγεία στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την έρευνα της BFF, οι νοσοκομειακές ανάγκες των Ελλήνων είναι σχεδόν τριπλάσιες σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι Έλληνες απευθύνονται πάρα πολύ συχνά σε νοσοκομεία για την κάλυψη των βασικών και καθημερινών αναγκών τους αντί να απευθύνονται ατομικά σε γιατρούς και θεραπευτές.
Τέλος, η έρευνα καταδεικνύει επίσης τις σημαντικές ελλείψεις που υπάρχουν σε νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό. Όπως αναφέρεται, υπάρχουν σαφείς γεωγραφικές ανισότητες σε ό,τι αφορά την κατανομή του προσωπικού, με ορισμένες περιοχές να έχουν τρεις φορές μεγαλύτερο αριθμό γιατρών και νοσηλευτών σε σχέση με άλλες.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr