Ειδικότερα, η εταιρία προέβαλε το επιχείρημα ότι το εν λόγω διάταγμα αντίκειται στον κανονισμό σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας της Γαλλίας υπέβαλε σειρά ερωτημάτων στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) σχετικά με την ερμηνεία του ανωτέρω κανονισμού.
Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από το ΔΕΕ, να διευκρινιστεί εάν ο κανονισμός αυτός επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν μέτρα με τα οποία επιβάλλεται η αναγραφή πρόσθετων υποχρεωτικών ενδείξεων καταγωγής ή προέλευσης του γάλακτος και του γάλακτος που χρησιμοποιείται ως συστατικό.
Το Δικαστήριο, με μόνη εξαίρεση ορισμένες κατηγορίες κρέατος, αποφάσισε ότι ο κανονισμός εναρμονίζει ειδικώς το ζήτημα της υποχρεωτικής αναγραφής της χώρας καταγωγής ή του τόπου προελεύσεως των τροφίμων, συμπεριλαμβανομένου ιδίως του γάλακτος και του γάλακτος που χρησιμοποιείται ως συστατικό, στις περιπτώσεις που η παράλειψη της ενδείξεως αυτής θα μπορούσε να παραπλανήσει τους καταναλωτές.
Βέβαια σύμφωνα με το Δικαστήριο η εν λόγω εναρμόνιση δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν μέτρα που να επιβάλλουν την αναγραφή πρόσθετων υποχρεωτικών ενδείξεων καταγωγής ή προέλευσης, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαριθμούνται στον κανονισμό: αφενός, η υποχρέωση αναγραφής τέτοιων ενδείξεων πρέπει να δικαιολογείται από έναν ή περισσότερους λόγους που αφορούν την προστασία της δημόσιας υγείας και των καταναλωτών, την πρόληψη της απάτης, την προστασία των δικαιωμάτων βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας, τις αναγραφές προελεύσεως ή τις ελεγχόμενες ονομασίες προελεύσεως, και την πρόληψη του αθέμιτου ανταγωνισμού αφετέρου.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η θέσπιση τέτοιων μέτρων είναι δυνατή μόνο όταν υπάρχει αποδεδειγμένη διασύνδεση μεταξύ ορισμένων ιδιοτήτων του τροφίμου και της καταγωγής ή της προελεύσεώς τους, και εφόσον τα κράτη μέλη παρέχουν στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν ότι η πλειονότητα των καταναλωτών προσδίδει ιδιαίτερη αξία στην παροχή αυτής της πληροφορίας.
Όσον αφορά τις ως άνω απαιτήσεις, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι αυτές πρέπει να εξετάζονται διαδοχικά. Συγκεκριμένα, πρέπει, σε πρώτο στάδιο, να εξακριβώνεται αν υφίσταται αποδεδειγμένη διασύνδεση μεταξύ ορισμένων ιδιοτήτων των οικείων τροφίμων και της καταγωγής ή της προελεύσεώς τους.
Αν αποδειχθεί η ύπαρξη τέτοιας διασύνδεσης, και μόνο τότε, πρέπει, σε δεύτερο στάδιο, να εξακριβώνεται αν η πλειονότητα των καταναλωτών προσδίδει ιδιαίτερη αξία στην πληροφορία αυτή.
Κατά συνέπεια, η ύπαρξη αυτής της αποδεδειγμένης διασύνδεσης δεν δύναται να εκτιμηθεί αποκλειστικά βάσει υποκειμενικών στοιχείων τα οποία αφορούν την αξία που δύνανται να προσδώσει η πλειονότητα των καταναλωτών στη σχέση μεταξύ ορισμένων ιδιοτήτων ενός τροφίμου και της καταγωγής ή της προέλευσής του.
Όσον αφορά την έννοια των "ιδιοτήτων" των τροφίμων, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η έννοια αυτή παραπέμπει αποκλειστικά στις ιδιότητες που συνδέονται με την καταγωγή ή την προέλευση συγκεκριμένου τροφίμου και, συνεπώς, διακρίνουν το τρόφιμο αυτό από παρόμοια τρόφιμα διαφορετικής καταγωγής ή προέλευσης.
Ωστόσο, η ανθεκτικότητα ενός τροφίμου στη μεταφορά και στους κινδύνους αλλοιώσεως κατά τη διαδρομή δεν περιλαμβάνεται στην εν λόγω έννοια, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ληφθεί υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη ενδεχόμενης "αποδεδειγμένης διασυνδέσεως μεταξύ ορισμένων ιδιοτήτων του τροφίμου και της καταγωγής ή της προελεύσεώς του" ούτε, κατά συνέπεια, προκειμένου να επιβληθεί υποχρέωση αναγραφής της καταγωγής ή της προέλευσης όσον αφορά το συγκεκριμένο τρόφιμο.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr