Η επιβολή εγκλεισμού στο σπίτι και lockdown σε πάνω από το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού - κάτι άνευ προηγουμένου στην ιστορία - «ήταν ένα μέτρο απελπισίας για μια απελπισμένη εποχή. Επιβράδυνε την πανδημία, αλλά με τρομακτικό τίμημα». Σύμφωνα με το βρετανικό περιοδικό, «μολονότι η κοινωνική αποστασιοποίηση μπορεί να παραμείνει για μήνες ή και για χρόνια, τα lockdowns μπορούν να είναι μόνο προσωρινά, καθώς γίνεται ξεκάθαρο πόσο κόστος έχουν, ιδίως για τις φτωχές χώρες».
«Ο συνδυασμός πανδημίας και lockdown μπορεί να οδηγήσει έως 420 εκατομμύρια ανθρώπους σε απόλυτη φτώχεια, δηλαδή σε διαβίωση με λιγότερο από 1,90 δολάρια τη μέρα, πράγμα που θα αυξήσει το σύνολο των φτωχών στη Γη κατά τα δύο τρίτα και θα αποτελέσει πισωγύρισμα κατά μια δεκαετία στον αγώνα κατά της φτώχειας. Η κατάσταση στις πλούσιες χώρες είναι λιγότερο δραματική, αλλά παρόλα αυτή ανησυχητική και οι επιπτώσεις στην αγορά εργασίας μπορεί να διαρκέσουν για χρόνια», συνεχίζει ο Economist.
Το ρεπορτάζ υπογραμμίζει και την ανάγκη, καθώς η άρση του lockdown αυξάνει τον κίνδυνο ενός δεύτερου επιδημικού κύματος, η προσοχή «να εστιάσει στα μέρη και στους ανθρώπους που είναι πιθανότερο να εξαπλώσουν τη νόσο», όπως π.χ. στους οίκους ευγηρίας. Για να γίνει πετυχημένα αυτό, «χρειάζονται δεδομένα από τεστ που θα παρέχουν μια λεπτομερή εικόνα του πώς εξαπλώνεται η νόσος...Χωρίς τεστ μια χώρα είναι τυφλή. Οπλισμένες με δεδομένα, οι κυβερνήσεις μπορούν συνεχώς να αναθεωρούν τις πολιτικές τους».
Για τα σχολεία, αναφέρει ότι «το κλείσιμο τους βλάπτει τα παιδιά και εμποδίζει τους γονείς να εργασθούν, ενώ αντίθετα με τη γρίπη, τα οφέλη για την υγεία δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλα. Τα σχολεία πρέπει να ανοίξουν ξανά, υπό συνθήκες που μειώνουν τον κίνδυνο για τους εκπαιδευτικούς και τους ευάλωτους μαθητές». Από την άλλη, «οι αγορές πρέπει να παραμείνουν ανοικτές, αλλά με περιορισμό των κοινωνικών επαφών».
Ο τελικός στόχος, σύμφωνα με τον Economist, «θα είναι να προστατευθούν όσοι είναι πιθανότερο να εμφανίσουν σοβαρά συμπτώματα από την έκθεση στον κορονοϊό». Στις ομάδες υψηλού κινδύνου, όπως δείχνουν τα στοιχεία από όλο τον κόσμο, ανήκουν κατ’ εξοχήν όσοι έχουν παχυσαρκία, διαβήτη, καρκίνο ή έχουν κάνει μεταμόσχευση. «Οι ηλικιωμένοι άνδρες κινδυνεύουν περισσότερο, ιδίως αν έχουν υποκείμενο νόσημα. Ένας εξηντάρης π.χ. έχει διπλάσια πιθανότητα να πεθάνει από Covid-19 σε σχέση με ένα πενηντάρη. Μετά τα 70 ένας άνθρωπος, ιδίως άνδρας, ακόμη κι αν είναι υγιής κατά τα άλλα, αντιμετωπίζει σημαντικό κίνδυνο από την Covid-19».
Σύμφωνα με μια εκτίμηση, περίπου το 20% του πληθυσμού κινδυνεύει περισσότερο από σοβαρή Covid-19, ενώ θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και ο έξτρα κίνδυνος για μειονοτικές ομάδες και μετανάστες-πρόσφυγες ιδίως σε δομές φιλοξενίας. Μερικοί χώροι εργασίας (π.χ. σφαγεία, καθώς ο ιός επιβιώνει καλύτερα σε χαμηλές θερμοκρασίες), ιδίως είναι πολύ πιο επικίνδυνοι από άλλους και χρειάζονται ειδική προσοχή.
Ο κανόνας για τις κυβερνήσεις, όσον αφορά «την επόμενη πολύ μακρύτερης διάρκειας δεύτερη φάση», πρέπει να είναι «να εντοπίζουν τις ομάδες σε κίνδυνο, να σχεδιάζουν και να εφαρμόζουν πολιτικές γι’ αυτές. Να εξηγούν αυτές τις πολιτικές, ώστε οι ευάλωτοι άνθρωποι να αλλάζουν τη συμπεριφορά τους χωρίς να γίνονται αποδιοπομπαίοι τράγοι. Να παρέχουν ζωτικές υποδομές και να είναι έτοιμες να προσαρμοστούν, καθώς εμφανίζονται νέα δεδομένα. Αυτό θα διακρίνει τις χώρες όπου η κυβέρνηση δουλεύει αποτελεσματικά από εκείνες που δεν δουλεύει. Αυτό που διακυβεύεται δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο».
Κοινός στόχος, κατά τον Economist, είναι «τα επόμενα κύματα Covid-19 να είναι μικρότερα και λιγότερο επιζήμια για την κοινωνική ζωή και τις εθνικές οικονομίες».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr