Όπως αναφέρουν τα σχετικά έγγραφα της τράπεζας, οι ενδιαφερόμενοι πελάτες επενδύοντας σε ράβδους χρυσού, καλύπτονταν έναντι κινδύνων, όπως είναι η διακύμανση των συναλλαγματικών ισοτιμιών, ενώ παράλληλα εξασφάλιζαν την ανωνυμία τους. Παράλληλα, η χρήση ράβδων χρυσού διασφάλιζε και τη δυνατότητα μεταφοράς των περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με παρουσίαση που χρονολογείται από το 2012.
Μετά την αποκάλυψη σκανδάλου αναφορικά με το ξέπλυμα «μαύρου χρήματος», η Danske Bank κλήθηκε το Σεπτέμβριο του 2018 να καταγράψει όλες τις υπηρεσίες, που προσέφερε στους πελάτες της, οι οποίοι δεν κατοικούσαν στις πόλεις που βρίσκονται τα υποκαταστήματά της. Ωστόσο, στην έκθεση της τράπεζας παραλήφθηκε η αναφορά της υπηρεσίας πώλησης ράβδων χρυσού.
Μέχρι στιγμής παραμένει άγνωστη η ποσότητα χρυσού, που πωλήθηκε από το εσθονικό υποκατάστημα της Danske Bank, αφού όσοι πελάτες αγόραζαν ράβδους χρυσού βαρύτερες από 250 γραμμάρια, δεν λάμβαναν τα απαραίτητα συνοδευόμενα πιστοποιητικά. Σύμφωνα με τα έγγραφα της τράπεζας, τέτοιου είδους εγγυήσεις δεν θεωρούνταν απαραίτητες, όπως απαιτούν τα μέτρα κατά του ξεπλύματος, καθώς ο χρυσός διατηρούνταν σε χώρους μακροχρόνιας αποθήκευσης.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr