Όπως αναφέρεται στην Μελέτη, οι ελεύθεροι λιμένες έχουν προνομιακή μεταχείριση, μοιάζουν με υπεράκτια χρηματοοικονομικά κέντρα, προσφέροντας υψηλή ασφάλεια και διακριτικότητα και επιτρέποντας την πραγματοποίηση συναλλαγών χωρίς να προσελκύουν την προσοχή των ρυθμιστικών αρχών και των άμεσων φορολογικών αρχών στην Ευρώπη.
«Τα εμπορεύματα που πωλούνται σε ελεύθερους λιμένες, συχνά έργα τέχνης ή αντίκες, δεν υπόκεινται στον φόρο προστιθέμενης αξίας. Δεν εισπράττεται φόρος παρακράτησης επί κεφαλαιουχικών κερδών ή κληρονομιών, αν και οι πωλητές ενδέχεται να χρειαστεί να αναφέρουν στη φορολογική αρχή της χώρας όπου είναι κάτοικοι φορολογικού μητρώου.
Το υψηλό επίπεδο των νομισματικών συναλλαγών και η μυστικότητα, συμβάλλουν στην καθιέρωση της αγοράς τέχνης ως κατάλληλου μέσου για την παράνομη δραστηριότητα. Καθώς η τέχνη εξακολουθεί να είναι μία από τις λίγες μη ρυθμιζόμενες αγορές, μπορεί να αποτελέσει μέσο φοροδιαφυγής και διαφυγής κεφαλαίων».
Ωστόσο, όπως αναφέρεται στην Μελέτη, «από τις 10 Ιανουαρίου 2020, οι ελεύθεροι φορείς εκμετάλλευσης λιμένων καθώς και άλλοι παράγοντες στην αγορά των τεχνών, όπως οι οίκοι δημοπρασιών ή οι αίθουσες εκδηλώσεων, θα υποχρεωθούν να ασκούν μη χρηματοπιστωτικές οντότητες στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.» Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αναφέρουν ύποπτες συναλλαγές και θα πρέπει να διεξάγουν εξονυχιστικές έρευνες για τους πελάτες προκειμένου να εντοπίσουν τον πραγματικό ιδιοκτήτη των έργων τέχνης που έχουν αποθηκευτεί και γίνονται αντικείμενο αδιαφανών συναλλαγών.
Όπως διαπιστώνεται στην Μελέτη, πολλά έργα τέχνης εξακολουθούν να πωλούνται από μια υπεράκτια εταιρία σε άλλη σε κάποιο μέρος του κόσμου, μερικές φορές ακόμη και σε μετρητά ή σε είδος. Αυτό καθιστά την αγορά τέχνης αδιαφανή και εκτεθειμένη σε κινδύνους ξεπλύματος χρημάτων και φοροδιαφυγής.
Στα περισσότερα ελεύθερα λιμάνια ή τελωνειακές αποθήκες, με εξαίρεση το Λουξεμβούργο, σχεδόν οποιοσδήποτε μπορεί να φέρει αγαθά για λογαριασμό κάποιου άλλου χωρίς να αποκαλύψει τον τελικό πραγματικό ιδιοκτήτη ενώ, στις περισσότερες περιπτώσεις η εγγεγραμμένη αξία των αγαθών εξαρτάται αποκλειστικά από την αυτοεπιβεβαίωση, γεγονός που αφήνει σημαντικό περιθώριο για υπερβολική ή υποτιμητική αξία.
Στους περισσότερους λιμένες ή τελωνειακές αποθήκες, με εξαίρεση το λιμάνι του Λουξεμβούργου, δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς ιδιοκτήτες των αποθηκευμένων εμπορευμάτων.
Η μελέτη αυτή δίνει μια εικόνα των κινδύνων της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής που συνδέονται με τις ελεύθερες ζώνες, ιδίως αυτές που λειτουργούν ως (ημι-) μόνιμη αποθήκευση για εμπορεύματα υψηλής αξίας, τα οποία συχνά αναφέρονται στους αποκαλούμενους «ελεύθερους λιμένες».
*Ολη η Μελέτη στα Αγγλικά (βλέπε συνημμένο)
Νίκος Ρούσσης - Στρασβούργο
- EPRS_STU2018627114_EN.pdf (545 Λήψεις)
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr