Ακολουθήστε το reporter.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr
Επαναβεβαιώνει την ετοιμότητα των Ηνωμένων Εθνών να βοηθήσουν τις πλευρές όταν αποφασίσουν από κοινού σε μια διαδικασία με την αναγκαία πολιτική βούληση, για να ολοκληρώσουν τη στρατηγική συμφωνία που αναδυόταν στο Κραν Μοντανά, ξεκαθαρίζοντας ότι στο μέλλον, θα πρέπει να επιτευχθεί συμφωνία σε στρατηγικό επίπεδο για τα βασικά εκκρεμή ζητήματα τα οποία θα αποτελέσουν τη βάση για τη συνολική διευθέτηση.
Παράλληλα μιλά και για την αναγκαιότητα της εφαρμογής ΜΟΕ, ιδίως τώρα που υπάρχει πολιτική αβεβαιότητα στη διαδικασία.
Η 12σέλιδη έκθεση έχει ημερομηνία 28 Σεπτεμβρίου και ανεπίσημο αντίγραφο επιδόθηκε στα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας αργά το απόγευμα της Παρασκευής. Καλύπτει την περίοδο από τις 15 Μαΐου 2015 και μέχρι τις 11 Αυγούστου 2017, εστιαζόμενη στις δραστηριότητες στο πλαίσιο της αποστολής των καλών υπηρεσιών υπό την ηγεσία του ειδικού συμβούλου Έσπεν Μπαρθ Έϊντε, οι οποίες σχετίζονται με τις καθοδηγούμενες από τους ηγέτες διαπραγματεύσεις μεταξύ της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής πλευράς.
Στην εισαγωγή της έκθεσης, ο ΓΓ υπενθυμίζει ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας, με το πιο πρόσφατο ψήφισμά του 2369 (2017), «σημείωσε το αποτέλεσμα της Διάσκεψης για την Κύπρο και ενθάρρυνε τις πλευρές και όλους τους συμμετέχοντες να τηρήσουν τη δέσμευσή τους για μια διευθέτηση υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Αντανακλώντας την σταθερή πεποίθηση του Γενικού Γραμματέα ότι η ευθύνη για την εξεύρεση λύσης εναπόκειται πρωτίστως στους ίδιους τους Κυπρίους, το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέφρασε επίσης την πλήρη υποστήριξή του στον Γενικό Γραμματέα να συνεχίσει να διατηρεί τις καλές του υπηρεσίες στη διάθεση των μερών».
Παρατηρήσεις
Αναλυτικότερα, στο τελευταίο κεφάλαιο της έκθεσης με τις παρατηρήσεις του, ο Αντόνιο Γκουτέρες εκτιμά ότι «χάρη στις ακούραστες και αποφασιστικές προσπάθειες των ηγετών και των ομάδων τους και την ακλόνητη υποστήριξη που παρείχε η διεθνής κοινότητα, υπάρχει πρακτικά η ουσία μιας συνολικής διευθέτησης του κυπριακού προβλήματος. Τα μέρη έφτασαν κοντά στο να καταλήξουν σε στρατηγική κατανόηση όσον αφορά την ασφάλεια και τις εγγυήσεις, καθώς και σε όλα τα υπόλοιπα εκκρεμή βασικά στοιχεία μιας συνολικής διευθέτησης. Συνεπώς, πιστεύω ακράδαντα ότι στο Κραν Μοντανά χάθηκε μια ιστορική ευκαιρία».
Ο Γενικός Γραμματέας τονίζει τη σημασία της ύπαρξης πολιτικής βούλησης, θάρρους, αποφασιστικότητας και εμπιστοσύνης, για να μπορέσουν να φτάσουν οι πλευρές σε συμφωνία, υπονοώντας ότι αυτά απουσίαζαν από το Κραν Μοντανά.
«Με το κλείσιμο της Διάσκεψης για την Κύπρο, ενθάρρυνα τα μέρη να εξετάσουν την πορεία προς τα εμπρός. Ακόμη και αν υπάρχουν όλα τα βασικά στοιχεία που είχαν φανεί ότι υπήρχαν στο Crans-Montana στα τέλη Ιουνίου, είμαι πεπεισμένος ότι οι προοπτικές να προωθηθεί επιτέλους αυτή η διαδικασία «πέρα από την τελική γραμμή» θα παραμείνουν άπιαστος στόχος χωρίς την ισχυρότερη πολιτική βούληση, το θάρρος και την αποφασιστικότητα, την αμοιβαία εμπιστοσύνη και την ετοιμότητα όλων των μερών να αναλάβουν μελετημένους κινδύνους στο τελευταίο και δυσκολότερο μίλι των διαπραγματεύσεων. Παραμένω εξίσου πεπεισμένος ότι, στο πλαίσιο μιας ανανεωμένης διαδικασίας, προκειμένου να επιτευχθεί επιτυχής συνολική διευθέτηση σε ταυτόχρονα δημοψηφίσματα, τα μέρη θα πρέπει να μην χάσουν χρόνο για την εμπλοκή της κοινής γνώμης και να οικοδομήσουν από κοινού την υποστήριξη για ένα ενοποιημένο μέλλον».
Στη βάση των πιο πάνω, ο κ. Γκουτέρες επαναλαμβάνει την έκκλησή του προς τους ηγέτες, τις αντίστοιχες κοινότητες τους και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των εγγυητριών δυνάμεων, να συνεχίσουν παρόμοιο προβληματισμό «για να προσδιορίσουν αν και πότε οι συνθήκες θα ωριμάσουν ξανά για μια ουσιαστική διαδικασία στο εγγύς μέλλον».
«Επαναβεβαιώνω την ετοιμότητα των Ηνωμένων Εθνών να βοηθήσουν τα μέρη εάν αποφασίσουν από κοινού να συμμετάσχουν σε μια τέτοια διαδικασία με την απαραίτητη πολιτική βούληση, προκειμένου να ολοκληρώσουν τη στρατηγική συμφωνία που αναδύθηκε στο Κραν Μοντανά. Τους ενθαρρύνω, επίσης, να αναζητήσουν τρόπους για τη διατήρηση του σώματος των εργασιών που οικοδομήθηκαν σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας με τη μορφή συγκλίσεων και κατανοήσεων και συσσωρεύτηκαν κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών».
Ταυτόχρονα εκφράζει και την άποψή του για τη μεθοδολογία που θα πρέπει να ακολουθηθεί.
«Πιστεύω ακράδαντα ότι για να επιτύχει μια διαδικασία τόσο περίπλοκη και πολιτικά ευαίσθητη, θα πρέπει να ακολουθηθεί μια προσέγγιση πακετοποίησης για συγκεκριμένα βασικά ζητήματα, όπως αυτή που καθοδήγησε τις συζητήσεις κατά τη διάρκεια των συναντήσεων στο Κραν Μοντανά. Στο μέλλον, θα πρέπει να αναζητηθεί συμφωνία σε στρατηγικό επίπεδο για τα βασικά εκκρεμή ζητήματα τα οποία θα αποτελέσουν τη βάση για τη συνολική διευθέτηση και ότι, μετά τη σύναψη μιας στρατηγικής συμφωνίας, θα πρέπει να εκπονηθούν λεπτομέρειες σε τεχνικό επίπεδο. Μια έγκαιρη συμφωνία σε στρατηγικό επίπεδο θα παρείχε άμεσα σε κάθε πλευρά την απαραίτητη διαβεβαίωση ότι η συνολική διευθέτηση θα περιελάμβανε εκείνα τα στοιχεία που έχουν καίρια σημασία για κάθε κοινότητα και έτσι θα πρόσφερε την ώθηση για την ολοκλήρωση των υπόλοιπων τεχνικών λεπτομερειών».
Kαταγραφή των γεγονότων
Η έκθεση επίσης δίνει μία συνοπτική περιγραφή των διαπραγματεύσεων και πως οργανώθηκαν σε έξι κεφάλαια, από την περίοδο των Χριστόφια – Ταλάτ και διευκρινίζει ότι αυτές καθοδηγήθηκαν από τα σχετικά ψηφίσματα του Σ.Α. και την Κοινή Διακήρυξη Αναστασιάδη – Έρογλου της 11ης Φεβρουαρίου 2014. Διευκρινίζει ακόμη ότι οι πρόσφατες προσπάθειες για την εξεύρεση μιας αμοιβαία αποδεκτής διευθέτησης έχουν οικοδομηθεί πάνω στο έργο που συσσωρεύτηκε από την έναρξη των ολοκληρωμένων διαπραγματεύσεων το Σεπτέμβριο του 2008.
Στο εκτενές κεφάλαιο της έκθεσης για την «κατάσταση της διαδικασίας», περιγράφει την πρόοδο που σημειώθηκε στα έξι κεφάλαια της διαπραγμάτευσης μαζί με τις συγκλίσεις και τα σημεία που ακόμη παραμένουν να συμφωνηθούν. Επίσης, στο κεφάλαιο για την «κατάσταση της διαδικασίας» ασχολείται και με τα ζητήματα της κατάρτισης συντάγματος, της σύνταξης ομοσπονδιακών νόμων, της εφαρμογής του ευρωπαϊκού κεκτημένου σε συνεργασία με την Ε.Ε., της προσαρμογής των τ/κ τραπεζικών ιδρυμάτων σε συνεργασία με διεθνείς χρηματοπιστωτικούς θεσμούς, το έργο που επιτέλεσαν οι τεχνικές επιτροπές και που παραμένει ημιτελές κι άλλα ζητήματα εφαρμογής της λύσης στα οποία υπάρχουν κενά.
Ο ΓΓ εκφράζει τη λύπη του που οι δύο πλευρές δεν προχώρησαν στο άνοιγμα περισσότερων διαβάσεων και ταυτόχρονα γιατί δεν έχουν ακόμη εφαρμόσει τις προηγούμενες συμφωνίες για τη διασύνδεση των ηλεκτρικών δικτύων και τη διαλειτουργικότητα των κινητών τηλεφώνων.
«Μετά το κλείσιμο της Διάσκεψης για την Κύπρο στις 7 Ιουλίου 2017, παραμένει ασαφές εάν θα συνεχίσουν να συναντώνται όλες οι τεχνικές επιτροπές και εάν οι πλευρές προτίθενται να εφαρμόσουν τα ήδη συμφωνημένα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης ή αν θα επιδιώξουν νέα. Λίγες τεχνικές επιτροπές πραγματοποίησαν συναντήσεις, σημειώνοντας ότι τώρα ήταν πιο σημαντικό από ποτέ να συνεχίσουμε μερικές από τις εργασίες που θα ωφελήσουν και τις δύο κοινότητες. Πιστεύω ότι είναι σημαντικό να συνεχιστεί η υποστήριξη των Ηνωμένων Εθνών στο έργο των τεχνικών επιτροπών, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου πολιτικής αβεβαιότητας. Λόγω του δικοινοτικού χαρακτήρα των τεχνικών επιτροπών, έχουν τη δυνατότητα να διατηρήσουν τα κέρδη που έχουν επιτευχθεί μέχρι στιγμής στις κυπριακές ειρηνευτικές συνομιλίες και να συνεχίσουν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη περαιτέρω μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης και στις προσπάθειες οικοδόμησης της ειρήνης».
Στην έκθεση υπάρχουν εκτενείς αναφορές στις συναντήσεις στο Μοντ Πελεράν και τη σύγκληση της Διάσκεψης για την Κύπρο από τον ίδιο, στις 12 Ιανουαρίου.
Για το Μοντ Πελεράν σημειώνει μεταξύ άλλων ότι κατά τη διάρκεια του πρώτου γύρου, «οι ηγέτες εξασφάλισαν μια σημαντική πρόοδο (breakthrough), συμφωνώντας σε ένα εύρος επί των ποσοστών του εδάφους των συνιστωσών πολιτειών που θα προέκυπταν από την εδαφική προσαρμογή. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου γύρου, οι πλευρές απέτυχαν να σημειώσουν περαιτέρω πρόοδο στο εδαφικό και, συνεπώς, να παρουσιάσουν τους αντίστοιχους χάρτες τους, επιστρέφοντας στο νησί με σαφή αντίληψη ότι η διαδικασία κινδυνεύει να αντιμετωπίσει σοβαρό αδιέξοδο».
Ο ΓΓ αναφέρεται στη συμφωνία της 1ης Δεκεμβρίου μεταξύ των ηγετών και χαρακτηρίζει «ιστορική πρωτιά στη διαδικασία» τη σύγκληση των διαπραγματεύσεων για την ασφάλεια και τις εγγυήσεις, η οποία άνοιξε τη διεθνή φάση των διαπραγματεύσεων και έφερε τα μέρη ένα βήμα πιο κοντά σε μια συνολική διευθέτηση.
«Οι παράμετροι για την επίλυση της ασφάλειας και των εγγυήσεων καθορίστηκαν στη Γενεύη. Η δήλωση της Διάσκεψης για την Κύπρο στις 12 Ιανουαρίου υπογράμμισε την ανάγκη για αμοιβαία αποδεκτές λύσεις που να αντιμετωπίζουν τις ανησυχίες και των δύο κοινοτήτων, με την γενική αρχή ότι η ασφάλεια μιας κοινότητας δεν μπορεί να αποβεί εις βάρος της ασφάλειας της άλλης κοινότητας. Επίσης καθιέρωσε ότι οι προβλεπόμενες λύσεις απαιτούν την αντιμετώπιση των παραδοσιακών φόβων για την ασφάλεια των κοινοτήτων, αναπτύσσοντας παράλληλα ένα όραμα ασφάλειας για το μέλλον. Αυτές οι παράμετροι καθοδήγησαν τις εργασίες της Ομάδας των Αντιπροσώπων της Διάσκεψης, η οποία συναντήθηκε μια εβδομάδα αργότερα στο Μοντ Πελεράν της Ελβετίας, στις 18-19 Ιανουαρίου, για την ανάπτυξη ερωτήσεων και μέσων σχετικά με την ασφάλεια και τις εγγυήσεις».
Καταγράφει επίσης και το «πισωγύρισμα» που γνώρισε η διαδικασία μετά το ψήφισμα της Βουλής για το «ενωτικό δημοψήφισμα».
«Η διαμάχη μεταξύ των πλευρών σχετικά με την απόφαση του Κοινοβουλίου της Κυπριακής Δημοκρατίας για καθιέρωση ετήσιου εορτασμού στα δημόσια σχολεία του δημοψηφίσματος του 1950 σχετικά με την «Ένωση» με την Ελλάδα, οδήγησε σε διάλειμμα (κενό) δύο μηνών στις συνομιλίες από τις 16 Φεβρουαρίου έως τις 11 Απριλίου 2017. Αυτό σήμαινε ότι οι πλευρές έχασαν κρίσιμο χρόνο στις διαπραγματεύσεις όταν αυτές είχαν αποκτήσει σημαντική δυναμική. Επίσης, είχε αρνητικό αντίκτυπο στην εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο ηγετών και των αντίστοιχων κοινοτήτων τους».
Σημειώνει την κοινή συνάντηση με τους ηγέτες στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών, στις 4 Ιουνίου και αναφέρεται στα συμφωνηθέντα από τους ηγέτες.
«Αναγνώρισαν τη ζωτική σημασία της ασφάλειας και των εγγυήσεων για τις δύο κοινότητες και τη σημασία της προόδου σε αυτό το κεφάλαιο για την επίτευξη συνολικής συμφωνίας. Ταυτόχρονα, ανέλαβαν τη δέσμευση να συνεχίσουν παράλληλα τις διακοινοτικές διαπραγματεύσεις για όλα τα άλλα εκκρεμή ζητήματα, ξεκινώντας από το εδαφικό, την ιδιοκτησία και τη διακυβέρνηση και τη νομή της εξουσίας. Επιπλέον, επιβεβαίωσαν ότι όλα τα ζητήματα θα αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης αλληλένδετα και ότι δεν θα συμφωνηθεί τίποτα πριν συμφωνηθούν τα πάντα».
Crans-Montana
Υπάρχει στην έκθεση εκτενής αναφορά στις συναντήσεις του Κραν Μοντανά και γενική περιγραφή των προτάσεών του, αποφεύγοντας ωστόσο λεπτομέρειες των διαμειφθέντων στο τελευταίο δείπνο και σε άλλες συναντήσεις.
Αναφέρει ότι παρά τις διαφορές στις εναρκτήριες θέσεις τους και στη δημόσια ρητορική τους, μέσω της βαθιάς του εμπλοκής με τις τρεις εγγυήτριες μπόρεσε να δει ότι όλες τους ήρθαν στην Ελβετία δεσμευμένες να αναζητήσουν αμοιβαία αποδεκτές λύσεις. Ωστόσο παρά τη θετική διάθεση και τις εποικοδομητικές δηλώσεις που έγιναν κατά την εναρκτήρια ημέρα της διάσκεψης, η επίτευξη πραγματικής προόδου εμποδίστηκε γρήγορα, καθώς τα συμβαλλόμενα μέρη στο «τραπέζι 1» ήταν απρόθυμα να προβούν σε συμβιβασμούς, εκτός αν είχε σημειωθεί πρόοδος στο άλλο «τραπέζι» και αντιστρόφως.
«Σε μια προσπάθεια επίλυσης αυτού του διλήμματος, στις 30 Ιουνίου, παρουσίασα στα μέρη ένα πλαίσιο για την ταυτόχρονη επίλυση έξι μεγάλων εκκρεμούντων ζητημάτων και στα δύο "τραπέζια", ως στοιχεία ενός τελικού πακέτου που κατά την άποψή μου, θα οδηγούσε σε μια συνολική διευθέτηση. Αυτά αφορούσαν το εδαφικό, την πολιτική ισότητα, το περιουσιακό, την ισοδύναμη μεταχείριση, την ασφάλεια και τις εγγυήσεις».
Αφού περιγράφει συνοπτικά το περιεχόμενο των έξι θεμάτων, ο κ. Γκουτέρες αναφέρει ότι «μέχρι το τέλος της Διάσκεψης, οι πλευρές είχαν πρακτικά καταλήξει σε πλήρη συμφωνία για την ομοσπονδιακή εκτελεστική εξουσία και την αποτελεσματική συμμετοχή. Όσον αφορά την ισότιμη μεταχείριση, μολονότι εξακολουθούσαν να υπάρχουν ορισμένες διαφορές, περιορίζονταν κυρίως στο ζήτημα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, το οποίο οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που ήταν παρόντες στις διαπραγματεύσεις αξιολόγησαν ως περιορισμένο και δυνατόν να διευθετηθεί μέσω πρακτικών λύσεων».
Καταγράφει επίσης τα όσα συμφωνήθηκαν στο περιουσιακό και στο εδαφικό, ενώ εκτενέστερες αναφορές γίνονται στην ασφάλεια και τις εγγυήσεις.
«Πρότεινα τα μέρη να ταυτοποιήσουν λύσεις λαμβάνοντας υπόψη ότι το ισχύον σύστημα εγγυήσεων, και ειδικότερα το τέταρτο άρθρο της Συνθήκης Εγγυήσεων που περιέχει το μονομερές δικαίωμα παρέμβασης, ήταν "μη βιώσιμο". Επίσης, εισηγήθηκα ότι ένα νέο σύστημα ασφάλειας χρειαζόταν για την Κύπρο, καθώς και ένα αξιόπιστο πλαίσιο για την παρακολούθηση της εφαρμογής της συμφωνίας, στο οποίο θα διαδραματίσουν κάποιο ρόλο οι σημερινοί εγγυητές. Όσον αφορά το θέμα της παρουσίας ελληνικών και τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο, συμφωνήθηκε ότι τυχόν εκκρεμή ζητήματα σχετικά με τα στρατεύματα θα ήταν καλύτερα να αντιμετωπιστούν στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο, με τη συμμετοχή των πρωθυπουργών των τριών εγγυητικών δυνάμεων».
Στις 6 Ιουλίου ο Γενικός Γραμματέας επιστρέφει στο Κραν Μοντανά για να βοηθήσει τα μέρη να φθάσουν σε στρατηγική συναντίληψη επί των 6 θεμάτων και σημειώνει στην έκθεση ότι μόνο κατά την επιστροφή του συζητήθηκαν ορισμένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία.
«Κατά τις εμπιστευτικές διμερείς συναντήσεις, τα ενδιαφερόμενα μέρη υπέβαλαν σημαντικές θέσεις και ενδείξεις για ενδεχόμενα ανοίγματα, ιδίως όσον αφορά τα θέματα ασφάλειας και εγγυήσεων. Εντούτοις, υπογραμμίστηκε επανειλημμένα από πολλά από τα μέρη ότι αυτά έπρεπε να ληφθούν ως μέρος του συνολικού πακέτου που παρουσίασα. Κατά τη διάρκεια ενός δείπνου για τους επικεφαλής των αντιπροσωπειών, μοιράστηκα την εκτίμησή μου ότι υπήρξε ευρεία κατανόηση των παραμέτρων της δυνητικής στρατηγικής συμφωνίας. Παρουσίασα επίσης στα μέρη προς εξέταση, ένα σχέδιο πλαισίου παρακολούθησης της εφαρμογής με τη μορφή ατύπου εγγράφου (non paper)».
Περιγράφοντας το άδοξο κλείσιμο της Διάσκεψης, ο Αντόνιο Γκουτέρες γράφει στην έκθεσή του: «Δυστυχώς, κατά τη διάρκεια του δείπνου, ενώ τα έξι στοιχεία του πακέτου ήταν σε μεγάλο βαθμό διαθέσιμα, τα μέρη δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν ένα πακέτο και να γεφυρώσουν τις υπόλοιπες διαφορές. Παρόλο που τα μέρη πλησίαζαν πιο κοντά στην ουσία, παρέμειναν πολύ απομακρυσμένα όσον αφορά την αναγκαία εμπιστοσύνη και αποφασιστικότητα να αναζητήσουν κοινό έδαφος μέσω της αμοιβαίας εξυπηρέτησης, που τελικά τους εμπόδιζε να φτάσουν στα γενικά περιγράμματα μιας στρατηγικής κατανόησης σ’ όλα τα κεφάλαια των διαπραγματεύσεων, που θα μπορούσαν να στρώσουν το δρόμο για την τελική συμφωνία διευθέτησης. Επομένως, δεν κατέστη δυνατή η σύγκληση (συνάντησης) των πρωθυπουργών. Ως αποτέλεσμα, τα μέρη συμφώνησαν με το συμπέρασμά μου ότι η Διάσκεψη δεν θα έχει πιθανώς αποτέλεσμα και πρέπει να κλείσει».
Σε σχέση τη πρόοδο που σημειώθηκε στα έξι στοιχεία της εισήγησής του, κατά τη διάρκεια της διάσκεψης, ο ΓΓ του ΟΗΕ αναφέρει τα εξής:
«Κατά τη λήξη της Διάσκεψης, οι πλευρές είχαν ουσιαστικά επιλύσει το βασικό ζήτημα της αποτελεσματικής συμμετοχής. Μολονότι εξακολουθούσαν να υπάρχουν ορισμένες διαφορές ως προς την ισοδύναμη (ισότιμη) μεταχείριση των Τούρκων υπηκόων σε σχέση με το ζήτημα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, αυτό περιορίστηκε τώρα σε ένα ζήτημα ορισμένων λεπτομερειών και όχι αρχών. Επίσης, προέκυψε αρχική συμφωνία για την εδαφική προσαρμογή. Όσον αφορά το περιουσιακό, οι πλευρές συμφώνησαν καταρχήν σε δύο ξεχωριστά καθεστώτα ιδιοκτησίας, ενώ ξανά κάποιες λεπτομέρειες παρέμειναν.
Τέλος, οι συμμετέχοντες προχώρησαν σημαντικά στην ανάπτυξη μιας έννοιας ασφάλειας, με την υπόθεση ότι θα επιτευχθεί συμφωνία για όλες τις εγχώριες (εσωτερικές) πτυχές της διευθέτησης που θα ικανοποιεί και τις δύο κοινότητες».
Πηγή: KYΠΕ