«Κάπως έτσι τελειώνει μια πολιτική ζωή, με μια συντριβή και όχι με κλαψούρισμα. Η θέση του Ντέϊβιντ Κάμερον στην ιστορία είναι εξασφαλισμένη. Είναι ο άνθρωπος που πήρε τη Μεγάλη Βρετανία από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όσο εμείς περιμένουν για να δούμε τον αντίκτυπο που θα έχει το δημοψήφισμα της Πέμπτης, εκείνος θα μείνει, επίσης, στην ιστορία ως πρωθυπουργός που σήμανε το τέλος του Ηνωμένου Βασιλείου. Το ζήτημα της Ανεξαρτησίας της Σκωτίας, που νικήθηκε πριν από δυο χρόνια, επέστρεψε στο τραπέζι. Επί 10 χρόνια ηγέτης του Συντηρητικού κόμματος και επί έξι χρόνια πρωθυπουργός της χώρας θα μείνει στην ιστορία για τα τελευταία γεγονότα. Τίποτα άλλο δεν έχει σημασία, το μόνο που μετράει είναι έπαιξε τα πάντα στα ζάρια και τα έχασε όλα.
Κανένας άλλος πρωθυπουργός της σύγχρονης ιστορίας δε έχει υποστεί μια ήττα με τόσο καταστροφικές αναλογίες, κανείς δεν έχει ταπεινώνει τόσο από το ίδιο του το εκλογικό σώμα. Ο Κάμερον έχασε τον έλεγχο του κόμματος του και στη συνέχεια της χώρας.
Οι συνέπειες αυτής της απροσεξία θα γίνουν αισθητές τόσο στη Βρετανία, όσο και διεθνώς τα ερχόμενα χρόνια. Οι μελλοντικοί ιστορικοί και πολιτικοί θα θέσουν το μελαγχολικό ερώτημα: ποιο ήταν το νόημα του Ντέϊβιντ Κάμερον και η κριτική αναμένεται αυστηρή.
Δεν έπρεπε να γίνει έτσι. Ο Κάμερον υποτίθεται ότι θα ήταν ένα άνετο και διαφορετικό πρόσωπο για τη σύγχρονη Βρετανία. Εξελέγη αρχηγός σε μια πλατφόρμα εκσυγχρονισμού που τόνιζε την ανάγκη για αλλαγή του κόμματος. Στόχος ήταν να ηγηθεί ενός πιο ήπιου και πιο περιεκτικού Συντηρητικού Κόμματος, το οποίο θα ήταν οικονομικά συντηρητικό, αλλά κοινωνικά φιλελεύθερο. Πραγματοποίησε φορολογικές περικοπές, νομοθέτησε για τους γάμους ομοφυλόφιλων, πραγματοποίησε μεταρρυθμίσεις στην πρόνοια και προχώρησε σε αύξηση των δαπανών για διεθνή βοήθεια στις φτωχότερες χώρες του κόσμου.
Οι προστριβές και οι διαιρέσεις στο εσωτερικό των Συντηρητικών για την Ευρώπη αποτέλεσαν την κύρια αιτία που αμφότεροι οι προκάτοχοί του στην ηγεσία των Τόρις απώλεσαν την εξουσία. Η πτώση της Μάργκαρετ Θάτσερ το 1990 προκλήθηκε από την ιδιαίτερα αντιευρωπαϊκή της στάση και ρητορική ενώ ο Τζον Μέιτζορ οδηγήθηκε στην εκλογική πανωλεθρία του 1997 εξαιτίας της ανικανότητάς του να προλάβει τις εσωκομματικές διαιρέσεις με αφορμή τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Και ο Ντέϊβιντ Κάμερον τα γνώριζε αυτά από την αρχή.
Ένα χρόνο νωρίτερα ο Κάμερον δεν περίμενε ότι θα έπρεπε να τηρήσει την υπόσχεσή του και να διεξάγει δημοψήφισμα για την παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πράγμα που αποφάσισε το 2015, μετά την επικράτηση των Συντηρητικών και γνωρίζοντας ότι το UKIP είχε κερδίσει μόνο μία έδρα, ο Κάμερον άρχισε να διαπραγματεύεται, ενδεχομένως με υπερβολική σιγουριά, με τους Ευρωπαίους εταίρους του για την επίτευξη μιας συμφωνίας με στόχο την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ.
Ο ίδιος ήταν βέβαιος ότι η νίκη αποτελούσε μια εύκολη υπόθεση, καθώς οι περισσότεροι Βρετανοί βρίσκονταν σταθερά στο φιλοευρωπαϊκό στρατόπεδο, όπως και ο επιχειρηματικός κλάδος της χώρας του, που χρειάζεται την Ευρώπη. Το Remain ήταν το μόνο που χρειαζόταν η κυβέρνηση του Ντέϊβιντ Κάμερον.
Η προσπάθεια του Κάμερον να κερδίσει τους Ευρωσκεπτικιστές με την επαναδιαπραγμάτευση των όρων της συμμετοχής της Βρετανίας στην ΕΕ αποτέλεσε μια ταπεινωτική τούμπα.
Υπενθυμίζεται πως η Βρετανία ήταν ήδη ένα ημι- ανεξάρτητο μέλος της Ε.Ε, καθώς διατηρούσε το δικό της νόμισμα και δεν συμμετείχε στη ζώνη Σένγκεν, επομένως δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει μεγαλύτερη αυτονομία από την Ένωση. Επομένως, οι διαπραγματεύσεις του Βρετανού πρωθυπουργού δεν είχαν μέλλον.
Το Remain, όμως, έλαβε την "χαριστική βολή" όταν ο Μπόρις Τζόνσον, ο πιο χαρισματικός και δημοφιλής πολιτικός της χώρας ανακοίνωσε ότι τάσσεται υπέρ την αποχώρησης από την Ένωση.
Η εκστρατεία των Leave υποσχόταν στους πολίτες να "πάρει πίσω τον έλεγχο" της χώρας, να αποκαταστήσει την κοινοβουλευτική κυριαρχία, με δεκάδες ειδικούς από την Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ή και τον πρόεδρο Ομπάμα να προειδοποιούν πως μια έξοδος από την Ένωση θα είχε καταστρεπτικές συνέπειες τόσο για την χώρα, όσο και για την παγκόσμια οικονομία.
Η απάντηση, ωστόσο, των Leave ήταν αποστομωτική, με τον Τζόνσον να ισχυρίζεται "Εμάς μας ενδιαφέρει η δημοκρατία, αυτούς η οικονομία". Σημαντικό ρόλο στην επικράτησή τους, έπαιξε και η αντιμεταναστευτική τους πολιτική, καθώς η χώρα υποδέχεται κάθε χρόνο περί τους 100.000 μετανάστες και πρόσφυγες. Έτσι, οι υποστηρικτές της αποχώρησης υποστήριζαν πως, μόνο αν η Βρετανία αποχωρούσε από την ΕΕ θα μπορούσε να ελέγξει τα σύνορά της.
Το αποτέλεσμα ήταν το πρωί της Παρασκευής ο κόσμος να ξυπνήσει παρακολουθώντας με ενδιαφέρον τις εξελίξεις από το ιστορικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, που αποφάσισε την αποχώρησης της Βρετανίας από την Ε.Ε. Οι παγκόσμια αγορά αναμένει με κομμένη την ανάσα τις συνέπειες του Brexit και η λίρα κάνει βουτιά στα χρηματιστήρια».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr