Η ΕΚΤ αναμένεται να μειώσει το επιτόκιο καταθέσεων κατά 10 μονάδες βάσης στο -0,4%, καθώς παίρνει νέα μέτρα στην προσπάθεια της να οδηγήσει υψηλότερα τον επίμονα χαμηλό πληθωρισμό και να τονώσει την οικονομική ανάπτυξη σε φυσιολογικά επίπεδα. Τα ηγετικά στελέχη των τραπεζών έχουν θορυβηθεί από τον διαβρωτικό αντίκτυπο των αρνητικών επιτοκίων στα κέρδη τους, τον οποίο δεν μπορούν να μετακυλήσουν στους πελάτες τους, αυξάνοντας τις ανησυχίες για το πόσο εύθραυστη είναι η χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε ορισμένα σημεία της ευρωζώνης.
Αλλά οποιαδήποτε απόπειρα της ΕΚΤ να προστατέψει τους δανειστές από τις συνέπειες των αρνητικών επιτοκίων θα αποδυνάμωνε την νομισματική της πολιτική και θα άφηνε την κεντρική τράπεζα εκτεθειμένη στην κριτική ότι εμπλέκεται σε ένα εγχείρημα υποτίμησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Ο Andreas Treichl, CEO της αυστριακής Erste Bank, δήλωσε στους Financial Times ότι άλλη μια περικοπή θα αύξανε τον κίνδυνο για «φούσκες» στον χρηματοπιστωτικό τομέα, αποφέροντας πλήγμα στην οικονομική ανάπτυξη και προκαλώντας «κοινωνικές ανισότητες» τιμωρώντας τους αποταμιευτές.
Ο José García Cantera, CFO της Santander, πρόσθεσε ότι οι τράπεζες που θα δέχονταν το μεγαλύτερο χτύπημα στα κέρδη τους αν μειώνονταν και πάλι τα επιτόκια, θα ήταν αυτές που έχουν τελικά και τα μικρότερα περιθώρια να το αντέξουν.
Την περασμένη εβδομάδα, ο Sergio Ermotti, CEO της UBS, προειδοποίησε ότι τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια παρακινούν τις τράπεζες να επεκτείνουν πολλά δάνεια με υψηλό ρίσκο γιατί «δεν ξέρουν τι να κάνουν» με τις καταθέσεις».
Ο τραπεζικός κλάδος ελπίζει ότι θα προσφέρει στα μέσα Απριλίου απτές ενδείξεις για το δυσμενή αντίκτυπο που έχουν ήδη τα αρνητικά επιτόκια, όταν η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ομοσπονδία (EBF) θα παρουσιάσει τα αποτελέσματα έρευνας για το πώς επηρεάζονται τα μέλη της.
Για την ώρα, οι τραπεζίτες μιλούν δημόσια για τους κινδύνους με την ελπίδα ότι οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ θα ακούσουν τις προειδοποιήσεις καθώς θα εξετάζουν μια μείωση επιτοκίου στην συνεδρίαση της Πέμπτης.
Ένα επιτόκιο καταθέσεων στο -0,4% θα είναι καλύτερο από το -0,75% της Ελβετίας, αλλά σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα για την ευρωζώνη.
Η ΕΚΤ εξετάζει τρόπους για να απομονώσει τις τράπεζες από ένα μέρος των επιπτώσεων των αρνητικών επιτοκίων. Ο Vitor Constâncio, αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, άφησε να εννοηθεί τον περασμένο μήνα ότι η Τράπεζα της Ιαπωνίας μπορεί να εισάγει ένα κλιμακωτό σύστημα επιτοκίων και να αποκλείσει κάποιες τραπεζικές καταθέσεις. Ωστόσο, αυτό θα περιόριζε την αποτελεσματικότητα της πολιτικής των αρνητικών επιτοκίων και άλλοι αξιωματούχοι έχουν επισημάνει ότι δεν είναι δουλεία της κεντρικής τράπεζας να προστατεύει την κερδοφορία των τραπεζών.
Ο κ. Treichl της Erste, ο παλιότερος CEO μεγάλης ευρωπαϊκής τράπεζας, ανέφερε πως η ΕΚΤ «έχει φτάσει στα όρια της» μετά από χρόνια εξαιρετικά χαλαρής νομισματικής πολιτικής που δεν κατάφερε να αυξήσει τον πληθωρισμό κοντά στον στόχο του 2%.
«Αυτό στο οποίο δεν δίνεται σημασία είναι πως σε σημαντικό κομμάτι της Ευρώπης και ειδικά στην περιοχή μας, οι αποταμιευτές αποστρέφονται το ρίσκο και οι αγορές κεφαλαίου δεν είναι σε εξέχουσα κατάσταση, το οποίο σημαίνει ότι η μείωση των επιτοκίων δεν θα διευκολύνει πολύ την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης» ανέφερε. Ο ίδιος πιστεύει ότι τα μικρότερα κέρδη από τόκους σε μια εποχή που η αύξηση των μισθών είναι επίσης πολύ ήπια θα έπλητταν τις καταναλωτικές δαπάνες. «Αυτή η νομισματική πολιτική δεν παρακινεί τους ανθρώπους να καταναλώσουν. Αντίθετα, τους παρακινεί να κρατάνε τα χρήματα σπίτι ή σε περιβάλλον εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων».
Ο κ. Ermotti της UBS είπε στην τηλεόραση του Bloomberg ότι η ανάγκη των τραπεζών να δημιουργήσουν κέρδη σε περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων μπορεί να προκαλέσει εντάσεις στον τομέα των ενυπόθηκων και άλλων στεγαστικών δανείων γιατί οι τράπεζες στρέφονται περισσότερο εκεί για να επιτύχουν αποδόσεις.
Το κυνήγι των αποδόσεων είναι έντονο σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων. Αναλυτές της Morgan Stanley προβλέπουν ότι μια περικοπή 10 μονάδων βάσης του επιτοκίου από την ΕΚΤ την Πέμπτη θα διαγράψει 5% από τα κέρδη των τραπεζών της ευρωζώνης την επόμενη χρονιά. Ο Huw van Steenis, αναλυτής της Morgan Stanley, ανέφερε ότι τα αρνητικά επιτόκια ήταν «ένα επικίνδυνο πείραμα» για τις τράπεζες, γιατί διαβρώνουν τα κέρδη του τομέα, δίνουν κίνητρα συρρίκνωσης, περιορίζουν τον διασυνοριακό δανεισμό στην ευρωζώνη και μπορεί να διαταράξουν την χρηματοδότηση των τραπεζών.
Ο κ. García Cantera της Santander πρόσθεσε: «Οι τράπεζες που θα δεχθούν το μεγαλύτερο χτύπημα θα είναι αυτές που κερδίζουν το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων τους από τόκους και όχι από προμήθειες, καθώς και αυτές με υψηλό λόγο εξόδων – εσόδων και αυτές με χαμηλής ποιότητας ενεργητικό».
Η Morgan Stanley εκτίμησε ότι οι τράπεζες στην περιφέρεια της Ευρώπης θα είναι πιο ευάλωτες, μεταξύ των οποίων η ιταλική Banca Monte dei Paschi di Siena και η ισπανική Banco Popular. Ανέφερε επίσης πως θα βρεθούν εκτεθειμένες και η γερμανική Commerzbank και η γαλλική Crédit Agricole.
Η Santander, από την πλευρά της, κατάφερε να αυξήσει το περιθώριο κέρδους την περασμένη χρονιά παρά την πτώση των επιτοκίων. Ο κ. García Cantera δήλωσε ότι η τράπεζα του έχει «διάφορους μοχλούς που μπορεί να τραβήξει για να αντισταθμίσει τον αντίκτυπο», συμπεριλαμβανομένης και της αύξησης του κόστους των εταιρικών δανείων και ενυπόθηκων στεγαστικών.
Ο Helge Pedersen, επικεφαλής οικονομολόγος της Nordea που είναι υπεύθυνος της έρευνας της EBF για τον αντίκτυπο των αρνητικών επιτοκίων, υποστήριξε ότι οι τράπεζες στην Δανία έχουν ανταπεξέλθει στα αρνητικά επιτόκια χρεώνοντας τους εταιρικούς πελάτες, αλλά όχι τα νοικοκυριά, για τις καταθέσεις τους.
Τα επιτόκια στην Δανία έπεσαν σε αρνητικό έδαφος για πρώτη φορά το 2012, αλλά η κατάσταση δεν είναι τόσο πιεστική για τις τράπεζες της χώρας σε σχέση με αυτές της ευρωζώνης. Ο λόγος είναι πως η κεντρική τράπεζα της Δανίας έχει ένα κλιμακωτό σύστημα που τους επιτρέπει να κρατούν μια σταθερή ποσότητα αποθεμάτων στην κεντρική τράπεζα σε τρεχούμενο λογαριασμό με 0% και τα υπόλοιπα σε λογαριασμό με αρνητικό επιτόκιο. Η ΕΚΤ έχει εξετάσει ανάλογες κινήσεις.
Ακόμα και με την παραχώρηση αυτή, ο κ. Pedersen σημείωσε πως υπήρξε «αρκετά σημαντικό κόστος» ειδικά επειδή η δημιουργία δανείων ήταν χαμηλή. Ο κ. Pedersen ανέφερε ότι τα αρνητικά επιτόκια μπορεί κατά ειρωνικό τρόπο να εμποδίζουν τον δανεισμό, γιατί οι τράπεζες μπορεί να αυξάνουν τα επιτόκια δανεισμού για να αντισταθμίσουν τα χρήματα που χάνουν από τις καταθέσεις.
«Αυτό είναι ένα από τα μεγάλα ρίσκα» τόνισε. «Αν η απάντηση από τις τράπεζες είναι να αυξήσουν τα επιτόκια δανεισμού δεν θα δούμε καμία αύξηση στην χορήγηση δανείων. Μπορεί η μείωση των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών να έχει το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr