Στα θετικά στοιχεία που αναφέρονται στην έκθεση είναι η μείωση της ανεργίας στην ΕΕ κατά μισή περίπου ποσοστιαία μονάδα (έφτασε στο 8,7% από 9,1% που ήταν το προηγούμενο έτος) και η αύξηση της απασχόλησης, που σχεδόν διπλασιάστηκε φτάνοντας στο 0,9%.
Η έκθεση επισημαίνει τους καρπούς που απέδωσαν οι στοχοθετημένες πολιτικές για την προσέλκυση και παραμονή περισσότερων γυναικών και μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζομένων στην απασχόληση, παρουσιάζοντας τη συνεχή πρόοδο όσον αφορά τα ποσοστά απασχόλησης των γυναικών και των μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζομένων (ηλικίας 55-64 ετών).
Για παράδειγμα, τα ποσοστά γυναικείας απασχόλησης στο σύνολο της ΕΕ κυμάνθηκαν από 70% στη Δανία και τη Σουηδία έως 34% περίπου στη Μάλτα. Τα ποσοστά απασχόλησης στις περιφέρειες στο σύνολο της ΕΕ κυμάνθηκαν από μόλις άνω του 40% σε ορισμένες περιφέρειες της Ιταλίας σε σχεδόν 80% σε περιοχές του ΗΒ.
Σε περιβάλλον αυξανόμενου παγκόσμιου ανταγωνισμού, συρρικνούμενου εργαζόμενου πληθυσμού και ολοένα και περισσότερο επισφαλών συνθηκών απασχόλησης, η αύξηση των θέσεων απασχόλησης και της ανάπτυξης προϋποθέτει την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων σε όλα τα κράτη μέλη. Η έκθεση που δημοσιεύθηκε σήμερα εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο ορισμένες εθνικές αγορές εργασίας συνδυάζουν ευέλικτες συμβατικές ρυθμίσεις με παράλληλη παροχή μεγαλύτερης ασφάλειας μέσω της διά βίου εκπαίδευσης, των ενεργητικών πολιτικών αγοράς εργασίας και των υψηλών επιπέδων κοινωνικής προστασίας τη λεγόμενη προσέγγιση της ευελιξίας με ασφάλεια.
Η έκθεση δείχνει επίσης ότι οι ενεργητικές πολιτικές της αγοράς εργασίας είναι σημαντικές για την επίτευξη του κατάλληλου συνδυασμού ευελιξίας και ασφάλειας απασχόλησης. Παρατηρούνται διαφορές στις δαπάνες των κρατών μελών όσον αφορά την ενεργοποίηση αυτών που αναζητούν απασχόληση. Οι εν λόγω δαπάνες κυμαίνονταν από 0,25% του ΑΕΠ στην Τσεχική Δημοκρατία, την Εσθονία, τη Λεττονία, τη Σλοβακία και το ΗΒ έως το σχετικά υψηλό ποσοστό του 1,5% του ΑΕΠ στη Δανία.
Από το 2000 και μετά σημειώθηκε μεγάλη αύξηση του αριθμού θέσεων απασχόλησης που απαιτούσαν υψηλές δεξιότητες στην ΕΕ. Παρά τη θετική αυτή εξέλιξη, η ΕΕ εξακολουθεί να διαθέτει πολύ μικρότερο ποσοστό εργαζομένων με υψηλές δεξιότητες επί του συνολικού εργατικού δυναμικού της σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Επιπροσθέτως, όσον αφορά το ΑΕΠ, η ΕΕ δαπανά μόνον 1,2% περίπου του ΑΕΠ της στην ανώτατη εκπαίδευση, ποσοστό που αντιστοιχεί σε λιγότερο από το μισό του αντίστοιχου ποσοστού που δαπανούν οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Η έκθεση δείχνει ότι οι καλά εκπαιδευμένοι και ικανοί να προσαρμόζονται στις αλλαγές εργαζόμενοι έχουν ζωτική σημασία για την επίτευξη μεγαλύτερης αύξησης της παραγωγικότητας μέσω της τεχνολογικής προόδου. Υποστηρίζει ότι η ύπαρξη ευπροσάρμοστου εργατικού δυναμικού υψηλών δεξιοτήτων βελτιώνει την ικανότητα μιας χώρας να δημιουργεί νέες τεχνολογίες στο έδαφός της αλλά και την ικανότητά της να απορροφά και να θέτει σε εφαρμογή επιτυχείς τεχνολογίες που έχουν αναπτυχθεί στο εξωτερικό.
Υπογραμμίζεται ότι η γεωγραφική κινητικότητα των εργαζομένων συνιστά σημαντικό μέσο αντιμετώπισης των σημερινών προκλήσεων της αγοράς εργασίας στη διευρυμένη ΕΕ. Ωστόσο, λόγω του ότι λιγότερο από το 2% του ενεργού πληθυσμού της ΕΕ κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος, είναι απαραίτητο να ενισχυθούν οι προσπάθειες για τη δημιουργία πραγματικού περιβάλλοντος κινητικότητας. Οι προσπάθειες πρέπει να επικεντρώνονται όχι μόνον στην άρση των διοικητικών και νομικών εμποδίων στην κινητικότητα αλλά και στη μείωση των εμποδίων κοινωνικού, πολιτισμικού, εκπαιδευτικού και διαρθρωτικού χαρακτήρα.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr