Ωστόσο, οι εκλογές στη Γερμανία δεν είναι μία απλή υπόθεση. Η εκλογική διαδικασία είναι αρκετά πολύπλοκη, καθώς συνδυάζει το πλειοψηφικό και το αναλογικό σύστημα. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα μικτό εκλογικό σύστημα, ενώ παράλληλα τίθενται και αυστηροί κανόνες για την είσοδο των κομμάτων στη Βουλή.
Όπως αναφέρει και η γερμανική πρεσβεία:
Η Ομοσπονδιακή Κάτω Βουλή αποτελείται από τουλάχιστον 598 βουλευτές, οι οποίοι εκλέγονται από τους ψηφοφόρους με βάση δύο ξεχωριστά ψηφοδέλτια. Οι ειδικοί μιλούν για ένα μικτό εκλογικό σύστημα, το οποίο παρουσιάζει χαρακτηριστικά τόσο του πλειοψηφικού, όσο και του αναλογικού συστήματος.
Με το πρώτο ψηφοδέλτιο (ονομαστικό) οι ψηφοφόροι αποφασίζουν ονομαστικά για τους βουλευτές των 299 εκλογικών περιφερειών. Εκλέγεται, όποιος λάβει τις περισσότερες ψήφους στην εκάστοτε περιφέρεια.
Με το δεύτερο ψηφοδέλτιο (κομματικό) οι ψηφοφόροι ψηφίζουν το κόμμα της αρεσκείας τους. Αυτή η ψήφος καθορίζει σύμφωνα με την αρχή της απλής αναλογικής την κατανομή των εδρών ανά κόμμα στην Ομοσπονδιακή Κάτω Βουλή, κι επομένως τη δύναμη της εκάστοτε κοινοβουλευτικής ομάδας.
Με τον τρόπο αυτό λαμβάνονται υπόψη και τα μικρότερα κόμματα, που δεν έχουν κερδίσει καμία εκλογική περιφέρεια με βάση τα ονομαστικά ψηφοδέλτια. Θα πρέπει, όμως, να έχουν εξασφαλίσει σε ομοσπονδιακό επίπεδο τουλάχιστον το 5% των ψήφων για να εισέλθουν στη Ομοσπονδιακή Κάτω Βουλή.
Εάν κάποιο μικρό κόμμα έχει κερδίσει με βάση τα ονομαστικά ψηφοδέλτια τουλάχιστον τρεις εκλογικές περιφέρειες, συμπεριλαμβάνεται και στην συνολική κατανομή των εδρών με βάση τα κομματικά ψηφοδέλτια, ακόμη κι αν δεν έχει υπερβεί το όριο του 5% σε ομοσπονδιακό επίπεδο.
Εάν ένα κόμμα αποσπάσει με βάση τα ονομαστικά ψηφοδέλτια, αριθμό βουλευτών μεγαλύτερο από εκείνον, που του αντιστοιχεί συνολικά βάσει του ποσοστού που συγκέντρωσε από τα κομματικά ψηφοδέλτια, τότε δεν χάνει τις έδρες αυτές. Σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για υπεράριθμες έδρες, λόγω των οποίων αυξάνεται ο συνολικός αριθμός των βουλευτών.
Οι επιπλέον αυτές έδρες μπορεί να είναι καθοριστικής σημασίας για το σχηματισμό πλειοψηφίας, όταν το αποτέλεσμα είναι οριακό. Το 2002 ο ερυθροπράσινος συνασπισμός του καγκελαρίου Γκέρχαρντ Σρέντερ όφειλε την πλειοψηφία του κυρίως σε τέσσερις υπεράριθμες έδρες. Στις εκλογές του 1994 ο συνασπισμός των Χριστιανοδημοκρατών και Φιλελευθέρων του καγκελαρίου Χέλμουτ Κολ μπόρεσε να αυξήσει τη διαφορά του από δύο σε δέκα έδρες με τη βοήθεια των υπεράριθμων εδρών.
Εάν, αντίθετα, ο αριθμός των εδρών ενός κόμματος που κερδήθηκαν σ' ένα κρατίδιο με βάση τα κομματικά ψηφοδέλτια, είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των ονομαστικά εκλεγμένων υποψηφίων βουλευτών του, τότε για την εκλογή βουλευτών λαμβάνεται υπόψη η σειρά προτεραιότητάς τους στο κομματικό ψηφοδέλτιο του κρατιδίου. Για το λόγο αυτό και προκειμένου να αυξήσουν τις πιθανότητες εκλογής τους, οι υποψήφιοι πολύ συχνά διεξάγουν αφενός προσωπικό προεκλογικό αγώνα σε μία εκλογική περιφέρεια, και αφετέρου συμμετέχουν και στο κομματικό ψηφοδέλτιο του κόμματός τους στην ίδια περιφέρεια.
Σε αυτό το εκλογικό σύστημα, που εφαρμόζεται από το 1953, οι ψηφοφόροι μπορούν επίσης να "μοιράσουν" την ψήφο τους. Η μία ψήφος μπορεί να είναι υπέρ του υποψηφίου ενός κόμματος, ενώ η άλλη μπορεί να είναι υπέρ διαφορετικού κόμματος. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να ευνοηθεί η λύση ενός δικομματικού συνασπισμού, όπου λόγου χάρη η πρώτη ψήφος δίνεται στον υποψήφιο ενός μεγάλου κόμματος, ενώ η δεύτερη ψήφος σε ένα μικρό κόμμα, που δεν διατηρεί πολλές ελπίδες εκλογής στη συγκεκριμένη περιφέρεια
Το όριο του 5%
Το πολιτικό σύστημα της Γερμανίας στοχεύει στη σταθερότητα. Για να αποτραπεί ο κατακερματισμός, τα κόμματα συμμετέχουν στην κατανομή βουλευτικών εδρών μόνο, εφόσον κατακτήσουν σε ολόκληρη την επικράτεια τουλάχιστον 5% των ψήφων των κομματικών ψηφοδελτίων, ή τρεις ονομαστικές βουλευτικές έδρες με βάση τα ονομαστικά ψηφοδέλτια.
Το όριο αυτό καθιερώθηκε το 1953. Ιστορικό υπόβαθρο της απόφασης αυτής αποτέλεσαν οι αρνητικές εμπειρίες από τα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όταν ένα ευρύ φάσμα βουλευτών διαφορετικών κομμάτων δυσχέραινε σε μεγάλο βαθμό τη δημιουργία πλειοψηφιών και τη συγκρότηση κυβερνήσεων.
Μία εξαίρεση στο όριο του 5% έγινε μόνο κατά τις πρώτες παγγερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές του 1990, οι οποίες διεξήχθησαν αμέσως μετά την επανένωση της Γερμανίας. Για να δοθεί στα μικρότερα κόμματα της ανατολικής Γερμανίας μία ευκαιρία, το όριο του 5% έπρεπε να επιτευχθεί μόνο στα συγκεκριμένα ομοσπονδιακά κρατίδια.
Το όριο εισόδου στο κοινοβούλιο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο σχηματισμού νέων κομμάτων. Το 1983 οι Πράσινοι (Grüne) εξασφάλισαν για πρώτη φορά την παρουσία τους στην Ομοσπονδιακή Κάτω Βουλή. Το 1998 το PDS σημείωσε ανάλογη επιτυχία εξασφαλίζοντας το 5,1% των κομματικών ψηφοδελτίων.
Το 1994 το PDS επωφελήθηκε από την επονομαζόμενη και ρήτρα των ονομαστικών εδρών. Είχε κερδίσει απευθείας τέσσερις εκλογικές περιφέρειες στο Ανατολικό Βερολίνο και με τον τρόπο αυτό λήφθηκε υπόψη στον καταμερισμό βάσει των κομματικών ψηφοδελτίων, παρόλο που σε ομοσπονδιακό επίπεδο είχε πετύχει ποσοστό της τάξεως του 4,4%. Έτσι, εικοσιέξι ακόμη βουλευτές του PDS εξασφάλισαν μία έδρα στην Ομοσπονδιακή Κάτω Βουλή με βάση το κομματικό ψηφοδέλτιο του κρατιδίου.
Ο/η καγκελάριος ψηφίζεται από την Ομοσπονδιακή Κάτω Βουλή μετά από πρόταση του Προέδρου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Εκείνος ή εκείνη κατέχει την ανώτερη θέση στην κυβέρνηση. Οι Ομοσπονδιακοί Υπουργοί χρίζονται κατόπιν προτάσεως του/της καγκελαρίου. Μαζί με τον/την αρχηγό της κυβέρνησης, οι υπουργοί συγκροτούν την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση. Ο/η καγκελάριος καθορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές της πολιτικής.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr