Αναλυτικά, ο Urwin αναφέρει τα εξής:
«Το τέλος του 2009 βρίσκει την παγκόσμια οικονομία σε εντελώς διαφορετική θέση απ ότι 12 μήνες πριν. Τα τελευταία τρίμηνα του 2008 και το πρώτο μέρος του 2009 χαρακτηρίζονταν από την κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας τόσο στις ανεπτυγμένες, όσο και στις αναδυόμενες οικονομίες. Αυτή η αδυναμία, σε συνδυασμό με την εξαιρετικά μεγάλη ευπάθεια του διεθνούς οικονομικού συστήματος, δημιούργησαν την ανησυχία ότι η ύφεση θα μπορούσε να εξελιχθεί σε παρατεταμένη, βαθιά οικονομική κρίση και αποπληθωρισμό. Τα γεγονότα απέδειξαν ότι αυτές οι ανησυχίες ήταν υπερβολικές. Η παγκόσμια οικονομία, αφού άρχισε να προσεγγίζει το χαμηλότερό της σημείο την άνοιξη του 2009, έδωσε σαφή σημάδια ανάκαμψης μέσα στο δεύτερο εξάμηνο του 2009. Παρόλο που ο ρυθμός της ανάκαμψης των ανεπτυγμένων οικονομιών ήταν μάλλον υποτονικός σε σχέση με τα ιστορικά προηγούμενα, στις αναδυόμενες αγορές η ανάκαμψη ερχόταν με πολύ ταχύτερο βήμα.
Τι άλλαξε; Ο πιο σημαντικός παράγοντας που οδήγησε στη βελτίωση του μακροοικονομικού κλίματος ήταν το εξαιρετικά μεγάλο εύρος των παρεμβάσεων και της πολιτικής αναθέρμανσης της παγκόσμιας οικονομίας. Η πολιτική αυτή πήρε διάφορες μορφές: αύξηση του ελλείμματος του δημοσίου, στήριξη στους ευπαθείς τραπεζικούς οργανισμούς, χαμηλά επιτόκια και επιθετικές αγορές εταιρικών και κρατικών ομολόγων από τις κεντρικές τράπεζες. Παρόλο που οι παρεμβάσεις αυτές σημείωσαν επιτυχία, παραμένουν επίσης ενδεικτικές του πόσο τρωτή είναι η οικονομική ανάκαμψη.Ποτέ στο παρελθόν δεν έχει προκύψει μακροχρόνια οικονομική ανάκαμψη απλά και μόνο χάρη στα χαμηλά επιτόκια και τα μεγαλύτερα ελλείμματα των κρατικών προϋπολογισμών. Για το 2010 το βασικό θέμα είναι το κατά πόσο αυτές οι παρεμβάσεις θα συνεχιστούν, καθώς και ο βαθμός στον οποίο η ζήτηση στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας θα μπορέσει να αρχίσει να αντικαθιστά την κρατική στήριξη.
Για την επόμενη χρονιά, το ενδεχόμενο μετάβασης σε μια σημαντικά πιο σφιχτή πολιτική δε φαίνεται πολύ πιθανό. Παρόλο που ότι το δημόσιο έλλειμμα, για μια σειρά από χώρες, βρίσκεται σε μη διατηρήσιμα επίπεδα, η πιθανότητα να γίνουν νωρίς κινήσεις για τον περιορισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, φαντάζει μικρή, ακόμη και στις περιπτώσεις της Μ. Βρετανίας και των ΗΠΑ, όπου τα ελλείμματα είναι ιδιαιτέρως υψηλά. Οι κεντρικές τράπεζες μπορεί να βρίσκονται κοντά στην ολοκλήρωση των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης, αλλά σε καμία περίπτωση δεν φαίνεται πιθανή μια πρώιμη κίνηση από την πλευρά τους για την πώληση των περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν λόγω της πολιτικής αυτής. Εκτός αυτού, στον ανεπτυγμένο κόσμο οι κεντρικές τράπεζες φαίνονται να επικεντρώνονται ακόμη στο πόσο εύθραυστη παραμένει η οικονομική ανάκαμψη, έτσι ώστε κάθε σκέψη για αύξηση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων να θεωρείται απίθανο να πραγματοποιηθεί πριν το δεύτερο εξάμηνο του έτους, ενώ η όποια αύξηση, εάν υλοποιηθεί στο δεύτερο εξάμηνο, θα είναι ιδιαίτερα μετριοπαθής. Βέβαια, ακόμη κι αν γίνουν τέτοιες κινήσεις, η παγκόσμια νομισματική πολιτική θα παραμείνει, σε διεθνές επίπεδο, ιδιαίτερα ευνοϊκή για την αναθέρμανση της οικονομίας. Είναι αλήθεια, ότι σε ορισμένες αναδυόμενες αγορές, όπως η Ινδία και η Βραζιλία, το ρίσκο αύξησης των επιτοκίων είναι μεγαλύτερο, αλλά και πάλι, γεγονός είναι ότι μια τέτοια κίνηση θα έχει ως αφετηρία επίπεδα που είναι ήδη πολύ χαμηλά. Συμπερασματικά, φαίνεται απίθανο να δούμε μέσα στο 2010 μια ουσιαστική στροφή προς την κατεύθυνση μιας πιο σφιχτής νομισματικής πολιτικής για την παγκόσμια οικονομία, ενώ υπάρχει το ενδεχόμενο να δούμε μερικές ακόμη μικρές κινήσεις αναθέρμανσης της οικονομίας.
Βασική προϋπόθεση για να διατηρηθεί η πολιτική αναθέρμανσης, είναι να παραμείνει ο πληθωρισμός σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Πιστεύουμε ότι ο κίνδυνος αύξησης του πληθωρισμού θα συνεχίσει να είναι μικρός.Ο κυριότερος λόγος είναι το ότι η παγκόσμια ύφεση έχει αφήσει περίσσεια παραγωγικού δυναμικού, σημαντικά μεγαλύτερη από εκείνη που υπήρχε, για παράδειγμα, μετά την βαθιά ύφεση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr