Σύμφωνα με την ανάλυση μιας ομάδας ερευνητών από το Imperial College του Λονδίνου, υπό τον Αζρα Γκάνι, που δημοσιεύτηκε στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό British Medical Journal, εντοπίζονται τρεις λόγοι για τους οποίους οι τρέχουσες εκτιμήσεις για τη φονικότητα της νέας γρίπης μπορεί να είναι αρκετά λανθασμένες.
Πρώτη αιτία είναι ο άγνωστος αριθμός των ανθρώπων που μολύνονται, οι οποίοι δεν το δηλώνουν σε καμία δημόσια υπηρεσία και αναρρώνουν στο σπίτι τους, χωρίς καν να έχουν τη σχετική διάγνωση από κάποιο γιατρό. Έτσι, ενώ οι γιατροί ξέρουν πόσοι ασθενείς με τη νέα γρίπη, που νοσηλεύονται σε νοσοκομεία, τελικά πεθαίνουν, δεν γνωρίζουν ποιό ποσοστό πεθαίνει στο σύνολο των κρουσμάτων --φανερών και αφανών. Με άλλα λόγια είναι άγνωστος ο παρονομαστής στην αναλογία θανάτων προς κρούσματα (που είναι περισσότερα από τα καταγεγραμμένα), με συνέπεια πιθανώς το ποσοστό θανάτων να υπερτιμάται.
Δεύτερος λόγος είναι η πιθανότητα μια σειρά από θάνατοι λόγω της νέας γρίπης εσφαλμένα να αποδίδονται σε διαφορετικές αιτίες, π.χ. σε καρδιακά επεισόδια ή σε πνευμονία από άλλες αιτιολογίες, με συνέπεια να υποτιμάται το ποσοστό των θανατηφόρων κρουσμάτων από το νέο ιό.
Μια τρίτη αιτία είναι το γεγονός ότι οι στατιστικές διαστρεβλώνονται από την χρονική υστέρηση που μεσολαβεί ανάμεσα στη στιγμή της μόλυνσης και στον θάνατο του ασθενούς.
Σύμφωνα με τους Βρετανούς αναλυτές ήδη σχεδιάζονται διάφορες μελέτες που θα διορθώνουν το πρόβλημα. Προς το παρόν, στις μεγάλες ανεπτυγμένες χώρες (ΗΠΑ, Βρετανία κ.λπ.) που έχουν πληγεί περισσότερο, το ποσοστό υπολογίζεται γύρω στο 0,5%, δηλαδή πεθαίνουν περίπου πέντε άτομα για κάθε χίλια που μολύνονται. Οι ακριβείς προβλέψεις είναι αναγκαίες, προκειμένου οι υγειονομικές αρχές να μπορούν να χαράξουν καλύτερες στρατηγικές αντιμετώπισης του ιού.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr