Ειδικότερα, φορολογούμενος, φυσικό πρόσωπο, προσέφυγε ενώπιον της ΔΕΔ κατά της Φορολογικής Αρχής, καθώς η τελευταία δεν του αναγνώρισε ως φορολογητέο εισόδημα το εισόδημα που απέκτησε εντός του επίμαχου φορολογικού έτους ως υπεραξία από την πώληση κρυπτονομισμάτων. Ο φορολογούμενος ήθελε με την αναγνώριση του εισοδήματος αυτού να δικαιολογήσει τεκμήριο απόκτησης κατοικίας. Η ΔΕΔ έκρινε ορθή την ως άνω θέση της φορολογικής αρχής με την αιτιολογία ότι τα κρυπτονομίσματα δεν περιλαμβάνονται ρητά στους περιοριστικά αναφερόμενους στο νόμο τίτλους, από τη μεταβίβαση των οποίων προκύπτει υπεραξία που θεωρείται εισόδημα. Έτσι, βάσει της εν λόγω απόφασης, το εισόδημα από υπεραξία μεταβίβασης κρυπτονομισμάτων δεν συνιστά φορολογητέο εισόδημα ενώ δεν μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη των τεκμηρίων αγοράς περιουσιακών στοιχείων. Γενικότερα, στην ημεδαπή έννομη τάξη, το ρυθμιστικό πλαίσιο σχετικά με τη φορολόγηση της υπεραξίας από την πώληση και μεταβίβαση κρυπτονομισμάτων παραμένει ελλιπές και θολό.
Η έλλειψη εξειδικευμένων φορολογικών ρυθμίσεων καθώς και η μη εφαρμογή των γενικών διατάξεων από τη Φορολογική Αρχή και τη ΔΕΔ ενισχύουν την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια δικαίου καθιστώντας απαραίτητη την παρέμβαση του νομοθέτη ή της Διοίκησης. Σημειώνεται ότι έλλειψη σχετικού φορολογικού πλαισίου παρατηρείται και σε ενωσιακό επίπεδο. Ωστόσο, μετά και την πρόσφατη ψήφιση του Ευρωπαϊκού Κανονισμού MiCA για τη διαμόρφωση ενιαίας και ρυθμιζόμενης αγοράς κρυπτονομισμάτων εντός της ΕΕ, αναμένεται η ενωσιακή πρωτοβουλία να επεκταθεί και στη διαμόρφωση ενός ενιαίου φορολογικού πλαισίου που θα διέπει την εν λόγω αγορά (ΔΕΔ 417/2023).
Φορολόγηση μη διανεμηθέντος εισοδήματος αλλοδαπής εταιρίας στην Βουλγαρία με την εφαρμογή των κανόνων περί ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιριών (CFC rules).
Σε φορολογικό έλεγχο από το ΚΕ.ΦΟ.ΜΕ.Π. διαπιστώθηκε ότι ο φορολογούμενος ήταν ο μοναδικός μέτοχος εταιρίας με έδρα τη Βουλγαρία, η οποία ήταν και ο μοναδικός προμηθευτής της ατομικής του επιχείρησης στην Ελλάδα. Κατόπιν αιτήματος διοικητικής συνδρομής στις φορολογικές αρχές της Βουλγαρίας, προέκυψε, μεταξύ των άλλων, ότι πρόκειται για γνωστή, στις αρχές, εταιρία με κύρια οικονομική δραστηριότητα το εμπόριο γούνας, ο φορολογούμενος διετέλεσε διαχειριστής της και ήταν αποκλειστικός ιδιοκτήτης της για το ελεγχόμενο διάστημα, η δηλωθείσα στις αρχές διεύθυνση δεν αποτελεί έδρα της, αλλά διεύθυνση βουλγαρικής δικηγορικής εταιρίας ενώ η εταιρία δε διέθετε έδρα, η τελευταία είχε δύο προμηθευτές, ο μοναδικός πελάτης της ήταν η ατομική επιχείρηση του φορολογούμενου, δεν απασχολούσε προσωπικό και δεν υπήρχαν πληροφορίες για διανομή μερίσματος.
Ο φορολογικός έλεγχος έκρινε ότι η οικονομική δραστηριότητα της βουλγαρικής εταιρίας συνιστά επίπλαστη κατάσταση, που δημιουργήθηκε με ουσιαστικό σκοπό την μεταφορά φορολογητέας ύλης από την Ελλάδα στην Βουλγαρία και την αποφυγή του αναλογούντος φόρου, με συνέπεια να καταλογίσει στον φορολογούμενο το σύνολο του μη διανεμηθέντος εισοδήματος της βουλγαρικής εταιρίας με το επιχείρημα ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 66 του ν. 4172/2013 περί Ελεγχόμενων Αλλοδαπών Εταιριών. Η ενδικοφανής προσφυγή απορρίφθηκε από την ΔΕΔ (ΔΕΔ 1413e/2023).
Διευκρινίσεις παρέσχε η Διοίκηση σχετικά με το κρίσιμο ζήτημα της φορολογικής κατοικίας με πρόσφατη Εγκύκλιό της.
Πιο συγκεκριμένα, αποσαφηνίστηκαν οι παράμετροι εφαρμογής του κριτήριου των 183 ημερών παραμονής στην Ελλάδα. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τις προβλέψεις της κείμενης νομοθεσίας, φορολογούμενοι που παραμένουν για διάστημα μεγαλύτερο των 183 ημερών στην Ελλάδα σε διάστημα δώδεκα μηνών θεωρούνται Έλληνες φορολογικοί κάτοικοι. Η Διοίκηση ξεκαθάρισε ότι το εν λόγω διάστημα μπορεί να εκκινήσει σε ένα φορολογικό έτος και να ολοκληρωθεί στο επόμενο. Σε αυτήν την περίπτωση, για το φορολογικό έτος έναρξης της παραμονής, οι φορολογούμενοι θεωρούνται ακόμα φορολογικού κάτοικοι εξωτερικού. Όταν το απαιτούμενο διάστημα ολοκληρώνεται στο επόμενο έτος, οι φορολογούμενοι θεωρούνται πλέον Έλληνες φορολογικοί κάτοικοι. Σημειώνεται ότι η εν λόγω ρύθμιση δημιουργεί ερμηνευτικές δυσκολίες σε σχέση με τον ίδιο το νόμο, ο οποίος προβλέπει ρητώς ότι, με την ολοκλήρωση της παραμονής για διάστημα 183 ημερών, ο φορολογούμενος θα θεωρείται Έλληνας φορολογικός κάτοικος ήδη από την πρώτη μέρα παρουσίας του στην Ελλάδα, ήτοι ήδη από το προηγούμενο φορολογικό έτος κατά το οποίο εισήλθε στη χώρα.
Σε κάθε περίπτωση, η Εγκύκλιος επιβεβαιώνει ρητώς την πάγια θέση της Διοίκησης να εξετάζει το σύνολο των περιστάσεων κάθε φορολογουμένου ξεχωριστά, με γνώμονα την πραγματική του συνθήκη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η διαβεβαίωση της Διοίκησης ότι η συμμετοχή ενός φορολογουμένου σε Ελληνική εταιρία ή η μεμονωμένη άσκηση επιχειρηματικής του δραστηριότητας στην Ελλάδα δεν επαρκούν για να χαρακτηριστεί ως Έλληνας φορολογικός κάτοικος (Ε.2064/2023).
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr