Οι κυριότερες μεταβλητές αγοράς που επηρεάζουν την ισοτιμία ευρώ/δολάριο διαχρονικά είναι, όπως επισημαίνουν αναλυτές της Alpha Bank, οι αποδόσεις στη λήξη 2ετών και 10ετών ομολόγων Ευρωζώνης (Γερμανίας) συγκριτικά με τις αντίστοιχες των Η.Π.Α. Η διαφορά αποδόσεων στη λήξη 2ετών ομολόγων Ευρωζώνης – Η.Π.Α. συνήθως αποτυπώνει τις εκτιμήσεις για τη νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας συγκριτικά με εκείνη της Fed, καθώς και τις εκτιμήσεις για την πορεία του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη έναντι Η.Π.Α. Η διαφορά αποδόσεων στη λήξη 10ετών ομολόγων Ευρωζώνης – Η.Π.Α. είναι δυνατό να αποτυπώνει σε σημαντικό βαθμό τις εκτιμήσεις για την αναπτυξιακή πορεία των δύο οικονομιών, τη δημοσιονομική κατάσταση, την πορεία των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών, καθώς και τις γενικότερες οικονομικές και γεωπολιτικές συνθήκες. Κατά τη χρονική περίοδο από την έναρξη της πανδημίας στο α’ τρίμηνο του 2020 έως τον Μάιο του 2022, η οποία περιλαμβάνει και πλήθος λοιπών σημαντικών εξελίξεων, πλησιέστερη πορεία με την ισοτιμία ευρώ/δολάριο έχει η διαφορά αποδόσεων στη λήξη 2ετών ομολόγων Γερμανίας – Η.Π.Α. Στις 19 Απριλίου του 2022, η διαφορά απόδοσης στη λήξη 2ετών ομολόγων Γερμανίας – Η.Π.Α. εμφάνισε χαμηλό (-2,54%) από τον Αύγουστο του 2019, ευνοώντας το δολάριο. Παρότι, προσφάτως έχει περιορισθεί ελαφρώς, η προαναφερθείσα βραχυπρόθεσμη επιτοκιακή διαφορά παραμένει σε επίπεδο (23/5: -2,23%) που συγκριτικά με το παρελθόν (μέσος όρος τριών ετών: -1,45%, πέντε ετών: -1,98%, δέκα ετών: -1,37%) συντηρεί το «ισχυρό δολάριο». Επιπλέον, οι γεωπολιτικές εξελίξεις συνεχίζουν να τροφοδοτούν τη ζήτηση για δολάριο Η.Π.Α.
Στην τρέχουσα συγκυρία, τα οικονομικά στοιχεία σε Ευρωζώνη και Η.Π.Α. είναι μικτά και συνεπώς δεν δίνουν σαφή ένδειξη για την κίνηση της ισοτιμίας ευρώ/δολάριο. Σύμφωνα με την αρχική μέτρηση, το ΑΕΠ στις Η.Π.Α. κατέγραψε σε ετησιοποιημένη τριμηνιαία βάση στο α’ τρίμηνο μείωση κατά 1,4%, ωστόσο σε ετήσια βάση εμφάνισε αύξηση κατά 3,6%, η οποία ήταν ηπιότερη έναντι του δ΄ τριμήνου του 2021 (5,5%), αν και ελαφρώς υψηλότερη του μακροπρόθεσμου μέσου όρου (1948-2022: 3,1%). Ο πρόδρομος οικονομικός δείκτης κατέγραψε σε μηνιαία βάση τον Απρίλιο μείωση κατά 0,3% (Μάρτιος: 0,1%), ωστόσο σε ετήσια βάση ενισχύθηκε περισσότερο (4,7%, Μάρτιος: 6,1%) από τον ιστορικό μέσο όρο (1960-2022: 2,6%). Οι νέες θέσεις εργασίας εξαιρουμένου του αγροτικού τομέα διαμορφώθηκαν τον Απρίλιο υψηλότερα (428.000, Μάρτιος: 428.000) του ιστορικού μέσου όρου (122.000) και το ποσοστό ανεργίας διατηρήθηκε σημαντικά χαμηλότερα (3,6%) του μακροπρόθεσμου μέσου όρου (1948-2022: 5,8%). O συνολικός πληθωρισμός ήταν υψηλός τον Απρίλιο (8,3%, Μάρτιος: 8,5%), καθώς και ο δομικός πληθωρισμός (6,2%, Μάρτιος: 6,5%), ενώ η εξέλιξη του θα επηρεαστεί σε σημαντικό βαθμό από την πορεία της τιμής του πετρελαίου, η οποία σε ετήσια βάση εμφάνισε τον Απρίλιο ιδιαιτέρως υψηλή άνοδο (65%). Αντίστοιχες είναι οι εξελίξεις στην οικονομία της Ευρωζώνης, με τον επιπλέον επιβαρυντικό για την ανάπτυξη παράγοντα, την αβεβαιότητα για την επίπτωση των γεγονότων στην Ουκρανία. Στην Ευρωζώνη, το ΑΕΠ σε τριμηνιαία βάση στο α’ τρίμηνο του 2022 ενισχύθηκε κατά 0,3% και σε ετήσια βάση κατά 5,1%.
Πιθανές είναι οι διακυμάνσεις σε τριμηνιαία βάση και ενδεχομένως να καταγραφεί εντός του 2022 τρίμηνο με αρνητική τριμηνιαία μεταβολή του ΑΕΠ, ωστόσο η οικονομία της Ευρωζώνης αναμένεται να εμφανίσει ήπια ανάπτυξη συνολικά σε ετήσια βάση το 2022. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά (16/5) ότι το ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα εμφανίσει σε ετήσια βάση αύξηση κατά 2,7% το 2022 και κατά 2,3% το 2023, έναντι 1,5% που είναι ο μέσος όρος τριάντα ετών. Το ποσοστό ανεργίας εμφάνισε χαμηλό (6,8%) στην ιστορία της Ευρωζώνης και ο πληθωρισμός διατηρήθηκε σε υψηλό επίπεδο τον Απρίλιο (7,4%). Μακροπρόθεσμα, το θεωρητικό επίπεδο «ισορροπίας» για την ισοτιμία ευρώ/δολάριο εκτιμάται στην περιοχή $1,2700-$1,2800, με την ισοτιμία να έχει ήδη αποκλίνει σε επίπεδο πλησίον (23/5: $1,0650, 13/5: $1,0350) των -3 τυπικών αποκλίσεων ($1,00) έναντι του μακροπρόθεσμου θεωρητικού επιπέδου «ισορροπίας». Ιστορικά έχει παρατηρηθεί ότι η περιοχή των 3 τυπικών αποκλίσεων συνιστά ακραίο επίπεδο τιμών το οποίο συνδέεται με σταδιακή μεταστροφή της μεσοπρόθεσμης τάσης. Η θεωρία αγοραστικής δυνάμεως βασίζεται στο συγκριτικό υπολογισμό επιπέδων δεικτών τιμών καταναλωτή στις δυο οικονομίες και με βάση τη σχετική σύγκριση με μακροπρόθεσμους μέσους όρους, χωρίς ωστόσο να συνυπολογίζει λοιπούς παράγοντες που επηρεάζουν την ισοτιμία μεσοπρόθεσμα.
Σύνοψη
Βραχυπρόθεσμα, σημαντικό αντίκτυπο αναμένεται να έχει στην ισοτιμία ευρώ/δολάριο η διάθεση για ανάληψη κινδύνου, όπως αυτή αποτυπώνεται στον παγκόσμιο μετοχικό δείκτη. Ο συντελεστής συσχέτισης 36 μηνών των μηνιαίων μεταβολών της ισοτιμίας ευρώ/δολάριο έναντι του παγκόσμιου μετοχικού δείκτη MSCI all countries world διαμορφώνεται σε επίπεδο (+0,50), που καταδεικνύει ότι ενδεχόμενη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος, θα μπορούσε να συνδυαστεί με ανοδική αντίδραση του ευρώ έναντι του δολαρίου. Αντίθετα, σε περίπτωση που κλιμακωθεί η γεωπολιτική ένταση και επιβαρυνθεί το επενδυτικό κλίμα, η ισοτιμία ευρώ/δολάριο μπορεί να συνεχίσει την καθοδική της κίνηση. Μεσοπρόθεσμα, η νομισματική πολιτική της Fed έναντι της ΕΚΤ, θα έχει αντίκτυπο στην ισοτιμία. Σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Fed (12/5), εφόσον οι οικονομικές συνθήκες διαμορφωθούν αντίστοιχα με τις εκτιμήσεις, το επιτόκιο αναφοράς θα αυξηθεί κατά 0,5% στις συσκέψεις Ιουνίου και Ιουλίου, στην περιοχή του 1,75%-2,00% από 0,75%-1,00%, που είναι το τρέχον εύρος. Παρότι, είναι πιθανή η επιπλέον αύξησή του στην περιοχή του 2,50% (υψηλό 14 ετών, μέχρι το οποίο είχε ανέλθει στο δ’ τρίμηνο του 2018), δεν είναι ξεκάθαρος ο ρυθμός σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής μετά τον Ιούλιο, καθώς υψηλή είναι η αβεβαιότητα για τα οικονομικά στοιχεία και κυρίως για τις γεωπολιτικές εξελίξεις. Στην Ευρωζώνη, αναμένεται ολοκλήρωση της νομισματικής επέκτασης πιθανόν τον Ιούλιο και αύξηση του αρνητικού επιτοκίου αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ σε θετικό έδαφος νωρίς εντός του β’ εξαμήνου. Το υπερβολικά «ισχυρό δολάριο» θεωρείται επιβαρυντικό για τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες και για την οικονομία. Στο παρελθόν, το 1985, σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού, αυστηροποίησης νομισματικής πολιτικής και ισχυρού δολαρίου, είχε πραγματοποιηθεί συντονισμός ενεργειών από κύριες χώρες (Η.Π.Α., Ηνωμένο Βασίλειο, Δ. Γερμανία, Γαλλία και Ιαπωνία), αποσκοπώντας στην εξασθένιση του δολαρίου.
Προσφάτως, η Υπουργός Οικονομικών των Η.Π.Α. διευκρίνισε ότι δεν επιθυμεί τις παρεμβάσεις στην αγορά συναλλάγματος, ωστόσο ανέφερε ότι οι Η.Π.Α. θα ενημερώνουν κύριες χώρες για σχετικές με το δολάριο εξελίξεις. Παρότι διατηρείται βραχυπρόθεσμα η δυναμική του δολαρίου, με βάση την υπόθεση ότι η μεταβλητότητα στις διεθνείς αγορές σταδιακά θα αποκλιμακωθεί, διαφαίνεται ως πιθανότερο ότι η ισοτιμία θα κυμαίνεται κατά μέσο όρο στην περιοχή $1,05-$1,10 σε ορίζοντα 6 - 12 μήνες, παρά κατά μέσο όρο στην περιοχή $1,00-$1,05. Στήριξη στα $1,0000 (Fibonacci retracement 76,4% της κίνησης από το $0,8230 τον Οκτώβριο 2000 έως το $1,6040 τον Ιούλιο 2008), ενώ αντίσταση στα $1,0750 – $1,1000 και στα $1,1300 (μ.ο. 200 ημερών).
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr