Αλλά, για να κάνω πιο σαφή την αγοραστική μου εμπειρία, πρέπει να πω, ότι ήμουν ντυμένος με ένα απλό Levis jean, πουλόβερ, και τα sneakers μου. Επίσης, έτυχε να είμαι αξύριστος.
Φτάνοντας στο κατάστημα, έδεσα την σκυλίτσα μου στα σιδερένια προστατευτικά κάγκελα του πεζοδρομίου, με τα οποία έντυσε ο κ. Αβραμόπουλος την πόλη μας, σαν δήμαρχος τη δεκαετία '90. Μπήκα λοιπόν μέσα, και πρόσεξα τον κύριο που στεκόταν στο ταμείο, μάλλον ο υπεύθυνος καταστήματος ήταν, να με περιεργάζεται με έκδηλη απορία, αλλά και μια εικόνα δυσανασχέτησης στο πρόσωπο του. Τον χαιρέτισα με ένα νεύμα και κατευθύνθηκα στον επάνω όροφο, όπου γνώριζα ότι βρίσκονται τα ανδρικά ενδύματα, προσπαθώντας να εντοπίσω την συγκεκριμένη καμπαρντίνα.
Κάποια στιγμή, άκουσα τη φωνή του πίσω μου, να με ρωτάει, αν ήθελα κάτι. Γύρισα προς το μέρος του και καλημερίζοντάς τον, ρώτησα αν είχε στο νούμερο μου την καμπαρντίνα της βιτρίνας. Τότε, εκείνος, με μπλαζέ ύφος μου απάντησε: ξέρετε, η καμπαρντίνα αυτή, είναι του τάδε σχεδιαστή και πολύ ακριβή. Ενοχλημένος, του δήλωσα πως δεν ρώτησα για το κόστος της αλλά αν υπήρχε στο νούμερο μου. Και φυσικά έκανα μεταβολή και έφυγα.
Στο δρόμο προς το σπίτι, προσπαθούσα να αποφασίσω αν μου άρεσε τόσο η καμπαρντίνα, ώστε να γυρίσω κάποια άλλη στιγμή ξυρισμένος και με το αγαπημένο μου Tom Ford μπλέιζερ, μήπως τύχω διαφορετικής αντιμετώπισης. Τότε μου ήρθε στο μυαλό μια παρόμοια περίπτωση, που αποτέλεσε ηθικό δίδαγμα για μένα, το οποίο από τότε εφαρμόζω, στην προσωπική αλλά και επαγγελματική μου ζωή.
Στις αρχές της δεκαετίας του '70, βρέθηκα φοιτητής στη Νέα Υόρκη, όπου κάθε Σάββατο εργαζόμουν part time, στο show room - κατάστημα ενός μεγάλου αμερικανού σχεδιαστή, σαν πωλητής.
Το δεύτερο Σάββατο που εργαζόμουν εκεί (το showroom, βρισκόταν στην 55η οδό, μεταξύ Park Avenue και Lexington, δηλ. σε μια πολύ ακριβή περιοχή του Μανχάταν), συζητούσα με τον υπεύθυνο του καταστήματος, ο οποίος προσπαθούσε να μου εξηγήσει πως πρέπει να αξιολογώ τους πελάτες και να αξιοποιώ την είσοδό τους στο κατάστημα ώστε να κατορθώνω να παράγω πολλαπλές πωλήσεις.
Οπως σε κάθε πολυτελές, αποκλειστικό showroom - κατάστημα στην περιοχή, έτσι και σε αυτό, για να μπει ο πελάτης μέσα, έπρεπε να κτυπήσει το κουδούνι της πόρτας. Αν ο υπεύθυνος της ασφάλειας δεν τον γνώριζε, έπρεπε να τον αξιολογήσει από την εμφάνιση του ή να πάρει έγκριση από τον μάνατζερ, αν ήταν κατάλληλος για το κατάστημα ή όχι.
Έτσι, κάποια στιγμή που δεν ήμουν απασχολημένος και κοιτούσα έξω, παρατήρησα μια Rolls Roys να περνά και έναν άντρα στο πίσω παράθυρο να κοιτάζει προς το κατάστημα συνεχίζοντας προς την Park Avenue. Μετά από λίγο, είδα τον ίδιο άντρα ντυμένο με ένα απλό jean παντελόνι και πουκάμισο, αχτένιστο και αξύριστο, να στέκεται στην είσοδο και να κτυπάει το κουδούνι. Μόλις τον αντελήφθη ο υπεύθυνος της ασφάλειας κατευθύνθηκε στον μάνατζερ και τον ρώτησε αν έπρεπε να του ανοίξει. Έσπευσα γρήγορα λέγοντας στον υπεύθυνο να τον αφήσει, ζητώντας παράλληλα να εμπιστευτεί την κρίση μου. Εκείνος έδωσε την άδεια, παραχωρώντας μου και την εξυπηρέτηση του αγνώστου.
Πήγα μπροστά και τον υποδέχτηκα, ρωτώντας ευγενικά, σε τι θα μπορούσα να τον εξυπηρετήσω. Εκείνος, κοιτώντας προς το μέρος του μάνατζερ, και αφού ζήτησε το όνομά μου, παρακάλεσε να τον βοηθήσω να επιλέξει ένα κοστούμι και τα απαραίτητα αξεσουάρ. Με μεγάλη ευχαρίστηση τον συνόδευσα στο σαλόνι, όπου του προσέφερα καφέ, και άρχισα να του δείχνω μια σειρά από κοστούμια συνοδεύοντας τα με τα πουκάμισα, γραβάτες και παπούτσια που πίστευα ότι θα του πηγαίνουν. Όπως έμαθα, εκ των υστέρων, επρόκειτο για τον πρόεδρο της Rolls Roys στην Νέα Υόρκη, που μόλις είχε φτάσει από το Λονδίνο, χωρίς τις αποσκευές του, οι οποίες προφανώς μεταφέρθηκαν κάπου αλλού.
Το αποτέλεσμα, ήταν να αγοράσει κοστούμια και αξεσουάρ αξίας 15.000 δολαρίων. Φεύγοντας με ρώτησε, τι ήταν αυτό, που είδα σε αυτόν, για να προστρέξω στον υπεύθυνο ώστε να τον αφήσει να περάσει στο κατάστημα. Του είπα, βέβαια, ότι τον είδα να περνά με την Rolls Roys, ότι παρατήρησ
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr