Η οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας συρρίκνωσε δραματικά το κόμμα και κατέστησε το ΠΑΣΟΚ από ακλόνητο πρωταγωνιστή των πολιτικών εξελίξεων σε παίκτη μικρότερης εμβέλειας, ακόμα και σε κομπάρσο στις εκλογές του 2015. Η πολύχρονη ηγεσία της Φώφης Γεννηματά παρά την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ το 2019 αλλά και τις ακραίες οικονομικές, υγειονομικές και γεωπολιτικές συνθήκες που αντιμετώπισε η κυβέρνηση της ΝΔ υπό το Κυριάκο Μητσοτάκη και παρά το συμπαθές προφίλ της ίδιας στηρίχτηκε σε ένα τελετουργικό αντιδεξιό λόγο. Για πολλούς, η επιμονή στο παλιό πλαίσιο ιστορικών αξιών, συμβόλων και κειμηλίων δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο πολιτικό νόημα, ιδιαίτερα για τις νέες γενιές. Οργανωσιακά ως πολιτισμικό υπόβαθρο, αυτή η προσέγγιση στηρίχτηκε από τους επίγονους του κομματικού σωλήνα, αντί της παραγωγής ουσιαστικής σύγχρονης πολιτικής. Ετσι, δεν μπόρεσε να ξεκολλήσει το ΠΑΣΟΚ από ευτελή εκλογικά ποσοστά για την ιστορία του.
Η εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ πριν από δυόμιση χρόνια δημιούργησε αρχικά ισχυρές δημοσκοπικές προσδοκίες που άγγιξαν το 18%. Σταδιακά, όμως αυτές οι προσδοκίες κατέρρευσαν και κατέληξαν στο απογοητευτικό εκλογικό αποτέλεσμα των διπλών εκλογών του 2023, περίπου 11,8%. Παρά τη δημιουργία ενός πόλου νέων κομματικών στελεχών, το μείγμα ηγεσίας απέτυχε εκ του αποτελέσματος. Ο ίδιος και το κόμμα δεν θεώρησαν αυτό το ποσοστό ως ήττα. Δεν άνοιξε καμία κουβέντα για τα αίτια αυτής της οδυνηρής ήττας, παραπέμποντας στην επόμενη μάχη των επερχόμενενων Ευρωεκλογών με την ελπίδα το κόμμα να έλθει δεύτερο και να κερδίσεις τις εντυπώσεις. Επικοινωνιακά, προωθήθηκε η ιδέα ότι το ποτήρι ήταν μισογεμάτο, ενώ εκλογικά ήταν περίπου ένα τέταρτο γεμάτο, δηλαδή ποσοστό 11% περίπου συγκρινόμενο με 41% της ΝΔ.
Με την περίσταση των ευρωεκλογών, το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη εισήλθε σε μια νέα φάση που ο στόχος του είναι η δεύτερη θέση με διαφορά, ει δυνατόν, απο το τρίτο κόμμα. Ενας μεγάλος αριθμός δημοσκοπήσεων όμως έχει θέσει σε αμφιβολία αυτό το σενάριο και αυτή τη προοπτική. Στρατηγικά με αυτό το τρόπο, ένας συνασπισμός αριστεριστών πάσης μορφής με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ και κεντροαριστεράς του ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να αθροίσει τα ποσοστά του ως δεύτερος κυβερνητικός πόλος, με πιθανό αυτοπροσδιοριζόμενο ηγέτη τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, με τη προϋπόθεση ότι το ΠΑΣΟΚ θα είναι το δεύτερο κόμμα στα αποτελέσματα των ευρωεκλογών. Αυτή η στρατηγική πλατφορμα δεν είναι κάτι καινούργιο, αφού μεθοδεύεται και κυοφορείται από κάποιους πριν από τις προηγούμενες εθνικές εκλογές, ως ένας δυνητικός συνασπισμός κομμάτων της “κεντροαριστεράς”, ακόμα και με αρχηγό έναν άγνωστο Χ. Καθαρά όμως αυτή η πλατφόρμα συνασπισμού κομμάτων δεν είναι συμβατή με τη συνύπαρξη και εναλλαγή στην ηγεσία της παραδοσιακής και εκσυγχρονιστικής τάσης εντός του ΠΑΣΟΚ, που χαρακτήρισε το κόμμα στην ιστορική του πορεία από την εποχή του Αντρέα.
Ο ίδιος ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έχει δηλώσει ότι με ένα επιτυχές ποσοστό στις εκλογές, θα μπορούσε το ΠΑΣΟΚ να κοιτάξει στα μάτια τη ΝΔ. Ομως, η εκλογική επιρροή που θα επέτρεπε κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να είναι δημοσκοπικά δυνατή στη σημερινή συγκυρία. Ενας λόγος είναι γιατί πολύ απλά λείπει η ευαισθητοποίηση και κινητοποίηση που αφορά το κεντρώο εκσυγχρονικστικό κομμάτι του ΠΑΣΟΚ. Το τελευταίο σταδιακά έχει περιθωριοποιηθεί τα τελευταία δυόμιση χρόνια. Σίγουρα η αποχώρηση του Ανδρέα Λοβέρδου για αυτόνομη κάθοδο στις ευρωεκλογές στερεί ένα μικρό ποσοστό. Ομως για τους ψηφοφόρους που αυτοπροσδιορίζονται περισσότερο ως κεντρώοι και δημοκράτες παρά ως αριστεροί η ακόμα και προοδευτικοί αριστεριστές εντός ΠΑΣΟΚ, το ερώτημα που προκύπτει είναι αν η ιστορική σύνθεση παραδοσιακής και εκσυγχρονιστικής τάσης εντός του ΠΑΣΟΚ από την εποχή του Αντρέα είναι πιά δυνατή. Για ένα μεγάλο διάστημα προωθήθηκε η ιδέα ενός συνασπισμού κομμάτων της αντιπολίτευσης που περιόρισε την έκφραση εκσυγχρονιστικών και ριζοσπαστικά δημοκρατικών απόψεων διακύβέρνησης. Αντί λοιπόν για ένα συνοθύλευμα πιθανών συμπράξεων προσώπων η τάσεων, μήπως μετά τις ευρωεκλογές χρειάζεται μια γενναία στροφή της ηγεσίας του κόμματος στο προοδευτικό κέντρο σε συνδιασμό με την υποστήριξη καινούργιων πρόσωπων που να μπορούν να εκφράσουν μαζί και το παραδοσιακό σοσιαλιστικό κομμάτι και την εκσυγχρονιστική τάση, όπως στο παρελθόν; Η απάντηση σε αυτό το ποιοτικό παρά δημοσκοπικό ερώτημα είναι προφανής.
Θοδωρής Κουτσομπίνας
Πανεπιστημιακός και συγγραφέας
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr