To ελληνικό ΠΟΠ είναι το πρώτο πρόγραμμα αντιμετώπισης κρίσεων που διαμορφώθηκε όταν, στον απόηχο της παγκόσμιας κρίσης του 2007-8, ξέσπασε η αυτή της ΕΕ. Βασίζεται στις κυρίαρχες προσεγγίσεις – που επικρατούν στους βασικούς παγκόσμιους οργανισμούς και στις κυβερνήσεις των ηγεμονικών χωρών της Δύσης – και που εκπορεύονται από την Νέα Μακροοικονομική Συναίνεση (δηλαδή το μίγμα ήπιου νεοφιλελευθερισμού και συντηρητικού Νέου Κεϋνσιανισμού). Συνεπώς, υποστηρίζει ότι τα αίτια της ελληνικής κρίσης δεν είναι συστημικά και δομικά αλλά συγκυριακά. Δηλαδή δεν οφείλονται σε θεμελιακές αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος αλλά σε περιστασιακές εσφαλμένες οικονομικές πολιτικές. Έτσι υποβαθμίζει τα σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα που βρίσκονται πίσω από την ελληνική κρίση (δηλ. την αποτυχία του επικρατούντος μετά την ένταξη στην ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά παραγωγικού υποδείγματος) και κατανοεί την τελευταία απλά ως κρίση χρέους. Με βάση τα προαναφερθέντα καθώς και τον άνισο συγκερασμό μεταξύ των συμφερόντων των ηγεμονικών δυνάμεων της ΕΕ (δηλ. του ευρω-κέντρου), των ΗΠΑ (εκφρασμένων μέσω του ΔΝΤ) και της ελληνικής ελίτ το ελληνικό ΠΟΠ επιβλήθηκε ουσιαστικά επάνω στην χώρα με διαδικασίες ελάχιστα δημοκρατικές. Η σπονδυλική του στήλη είναι η παροχή δανειακών κεφαλαίων από την τρόικα προς την Ελλάδα έναντι ενός έξωθεν επιβεβλημένου ασφυκτικού πλαισίου αλλαγών στην οικονομία και στο θεσμικό πλαίσιο της χώρας.
Το ελληνικό ΠΟΠ είχε άσχημες επιδόσεις από την εκκίνηση του καθώς αδυνατούσε συστηματικά να επιτύχει τους ενδιάμεσους στόχους του. Σχεδόν από τις πρώτες αξιολογήσεις του χρειάσθηκε σημαντικές αναπροσαρμογές που όμως συνέχιζαν να αποτυγχάνουν συστηματικά. Γι’ αυτό τόσο το 1ο όσο και το 2ο ΠΟΠ πριν ολοκληρωθούν χρειάσθηκε να καλυφθούν από το επόμενο πρόγραμμα και επίσης σήμερα, πριν ολοκληρωθεί το 3ο ΠΟΠ έχει αρχίσει ήδη η συζήτηση για το ενδεχόμενο ενός επόμενου. Συνεπώς, μιλάμε για τρία προγράμματα που ουσιαστικά είναι ένα αλλά υφιστάμενο συνεχείς τροποποιήσεις.
Το κείμενο αυτό προτείνει μία ερμηνεία για την συστηματική αποτυχία των ελληνικών ΠΟΠ. Το επόμενο τμήμα δείχνει ότι οι θεωρητικές και πολιτικές καταβολές του ελληνικού ΠΟΠ (αλλά και των άλλων αντίστοιχων προγραμμάτων για ευρω-περιφερειακές χώρες) βρίσκονται στα εκπορευόμενα από την Συναίνεση της Ουάσιγκτον Προγράμματα Δομικής Προσαρμογής που επεξεργάσθηκε το ΔΝΤ στην δεκαετία του 1990 και στη συνακόλουθη νεοσυντηρητική θεωρία της αναπτυξιακής λιτότητας (expansionary austerity). Ακολούθως αναλύεται πως το αρχικό σχέδιο τροποποιήθηκε για να εφαρμοσθεί σε χώρες της ΕΕ και τι αντιφάσεις και προβλήματα έχει το ελληνικό ΠΟΠ. Τέλος, το τελευταίο τμήμα παρουσιάζει τα ευρύτερα πολιτικο-οικονομικά προβλήματα που κατατρύχουν το πρόγραμμα αυτό και τεκμηριώνει ότι ενώ αυτή η νεοσυντηρητική στρατηγική αναδιάρθρωσης είναι μονόδρομος για τα συμφέροντα των ελίτ της ΕΕ ταυτόχρονα είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένη καθώς διασαλεύει ολόκληρη την μεταπολεμική δομή του ελληνικού καπιταλισμού.
II. Οι καταβολές των ελληνικών προγραμμάτων
Η παγκόσμια κρίση του 1973-4 έθεσε τέλος στην μεταπολεμική «χρυσή εποχή» του Δυτικού καπιταλισμού και εγκαινίασε μία μακρά περίοδο στασιμότητας. Το κεφάλαιο προσπάθησε να υπερβεί την κατάσταση αυτή μέσα από πειραματισμούς με διαδοχικά κύματα αναδιαρθρώσεων (π.χ. συντηρητικός Κεϋνσιανισμός, μονεταριστικός εθνικός νεοφιλελευθερισμός). Όλα αυτά τα κύματα αναδιαρθρώσεων παρά τις επιμέρους επιτυχίες τους δεν κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα θεμελιακά προβλήματα μειωμένης κερδοφορίας και υπερσυσσώρευσης (όπως επισημαίνει η Μαρξιστική ανάλυση (βλέπε Mavroudeas & Paitaridis (2014)) με αποτέλεσμα να χρειάζονται νέοι πειραματισμοί.
Το τελευταίο και μακροβιότερο κύμα καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης είναι ο νεοφιλελευθερισμός ανοικτής οικονομίας (η λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση») που το κέντρο βάρους του είναι στην απορύθμιση των διεθνών κινήσεων κεφαλαίου και στη συνακόλουθη κατάργηση των εθνικών ορίων στη συσσώρευση του κεφαλαίου. Με τον τρόπο αυτό (α) ενισχύεται η ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου σαν αντεπιδρώσα δύναμη στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, (β) απορρυθμίζονται περαιτέρω οι αγορές εργασίες (και συνεπώς διευκολύνεται η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασίας) και (γ) επιβάλλονται ευκολότερα τα συμφέροντα και οι επιλογές των ηγεμονικών αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών επάνω στις λιγότερο αναπτυγμένες. Όμως σύντομα και αυτός ο «παγκοσμιοποιημένος» νέος κόσμος έδειξε τα όρια του. Μπορεί να βελτίωσε περαιτέρω την καπιταλιστική κερδοφορία αλλά δεν κατόρθωσε να επαναφέρει το μέσο ποσοστό κέρδους στα προ της κρίσης επίπεδα του καθώς δεν μπόρεσε να περιορίσει επαρκώς την υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα όμως έκανε το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα πολύ πιο ασταθές καθώς η στενότερη σύνδεση των εθνικών οικονομιών και των οικονομικών κύκλων τους διευκόλυνε την ταχύτερη και πιο ανεμπόδιστη μετάδοση των κρίσεων από την μία στην άλλη. Επιπλέον, η ανεξέλεγκτη χρήση διαδικασιών πλασματικού κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα (η λεγόμενη «χρηματιστικοποίηση») αύξησε επίσης την αστάθεια του συστήματος. Οι κρίσεις της δεκαετίας του 1990 (Μεξικό, Ρωσία, Ταϋλάνδη κλπ.) υπήρξαν προάγγελοι των νέων αυτών προβλημάτων.
Το ΔΝΤ προσπάθησε να ανταποκριθεί στις νέες αυτές συνθήκες αναθεωρώντας τα πρότυπα των παλιότερων προγραμμάτων του και δημιουργώντας τα νέα προγράμματα δομικής προσαρμογής (ΠΔΠ). Θεωρητική βάση τους είναι η Συναίνεση της Ουάσιγκτον, δηλαδή η εφαρμογή ενός προσαρμοσμένου στην πραγματικότητα νεοφιλελευθερισμού ανοικτής οικονομίας - μερικά αποστασιοποιημένου από τις θεωρητικές υπερβολές της καθαρόαιμης εκδοχής – στο πεδίο της Θεωρίας και της Πολιτικής της Οικονομικής Ανάπτυξης.
Η προσέγγιση αυτή υποστηρίζει δημοσιονομική πειθαρχία, απορρύθμιση των αγορών, διεθνές άνοιγμα της οικονομίας και υπόσχεται ισχυρότερη ανάπτυξη. Βέβαια αυτές οι μεγαλόστομες διακηρύξεις στην πράξη αμφισβητούνται βάσιμα. Ακόμη και ορθόδοξοι οικονομολόγοι αναγνωρίζουν ότι οι πολιτικές φιλελευθεροποίησης δεν οδήγησαν σε υψηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης. Επιπλέον, η Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία έχει δείξει ότι η Συναίνεση της Ουάσιγκτον είναι ένα μέσο ιμπεριαλιστικής επιβολής των πιο αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών επάνω στις λιγότερο αναπτυγμένες.
Παρόλα αυτά, τα ΠΔΠ του ΔΝΤ εφαρμόζονται συστηματικά έκτοτε χωρίς τα καλύτερα αποτελέσματα όσον αφορά τόσο την ανάπτυξη όσο και την βελτίωση του χρέους και της φτώχειας. Η βασική συνταγή τους είναι η λιτότητα, η συρρίκνωση του δημόσιου τομέα και η επιδίωξη ανάπτυξης βασισμένης σε εξαγωγές. Οι βασικές κατευθυντήριες τους για τις χειμαζόμενες οικονομίες είναι:
(1) Δημοσιονομικές περικοπές (για αντιμετώπιση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων)
(2) Απορρύθμιση της αγοράς εργασίας (για αύξηση της ανταγωνιστικότητας)
(3) Ιδιωτικοποιήσεις (ώστε να γίνει ο ιδιωτικός τομέας η ατμομηχανή της οικονομίας)
(4) Υποτίμηση του νομίσματος (ώστε η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα και να ενθαρρύνει τις εξαγωγές)
(5) Άνοιγμα της οικονομίας και κατάργηση μορφών άμεσου και έμμεσου προστατευτισμού (ώστε να προσελκυσθούν ξένα κεφάλαια)
(6) Αναδιάρθρωση του εξωτερικού χρέους
(7) Φορολογικές μεταρρυθμίσεις (στοχεύουσες σε αναδιανεμητικά ουδέτερα αποτελέσματα, διοικητική απλοποίηση και έμφαση στους έμμεσους φόρους)
Τα ΠΔΠ έχουν και ένα πρόσθετο κρίσιμο αλλά άδηλο χαρακτηριστικό. Όπως έχουν δείξει οι Weisbrot et al. (2009), είναι προ-κυκλικά καθώς τα μέτρα τους συνειδητά βαθαίνουν την κρίση ελπίζοντας ότι έτσι θα «πατώσει» νωρίτερα και θα ακολουθήσει γρήγορα η έντονη ανάκαμψη μίας υγιέστερης οικονομίας (ανάκαμψη τύπου V).
Πρόσφατα η λογική των ΠΔΠ βρήκε μία νεώτερη εκδοχή στη θεωρία της αναπτυξιακής λιτότητας (expansionary austerity). Πρώτοι οι Giavazzi & Pagano (1990) υποστήριξαν ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η δραστική μείωση των δημοσιονομικών δαπανών θα δημιουργήσει προσδοκίες για μείωση φόρων με αποτέλεσμα την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και έτσι θα προκληθεί μία συνολική οικονομική ανάπτυξη. Οι Reinhart & Rogoff’s (2010) διαφήμισαν περαιτέρω την άποψη αυτή, επεκτείνοντας την προηγούμενη θεωρία τους περί μη-ανοχής του χρέους, που υποστήριζε ότι υπό προϋποθέσεις η συσσώρευση χρέους από τις αναπτυσσόμενες οικονομίες οδηγεί σε οικονομική αστάθεια). Η θεωρία της αναπτυξιακής λιτότητας επεκτείνει την άποψη αυτή και στις αναπτυγμένες χώρες υποστηρίζοντας ότι όταν το δημόσιο χρέος ξεπερνά το 90% του ΑΕΠ αυτό επιδρά αρνητικά στην ανάπτυξη. Όμως η θέση των Reinhart & Rogoff έχει ανατραπεί τόσο θεωρητικά (Botta (2015)) όσο και εμπειρικά (καθώς οι Herdon et al. (2013) έδειξαν ότι η μελέτη των Reinhart & Rogoff έχει επιλεκτική εξαίρεση δεδομένων, λάθη κωδικοποίησης και ακατάλληλη στάθμιση στατιστικών που οδηγούν σε σοβαρές σφάλματα μέτρησης και εσφαλμένη παρουσίαση της συσχέτισης μεταξύ δημόσιου χρέους και ΑΕΠ).
Παρόλα αυτά η θέση των Reinhart & Rogoff συνεχίζει να καθοδηγεί τα επίσημα κέντρα αποφάσεων με, όπως ήταν αναμενόμενο, οικτρά αποτελέσματα.
III. Τα ελληνικά ΠΟΠ: ένα βιαστικό, κακοφτιαγμένο και συστηματικά αποτυγχάνον πρόγραμμα
Tα ελληνικά ΠΟΠ είναι ουσιαστικά ένα πρόγραμμα υπό συνεχή αναδιαμόρφωση λόγω αστοχίας. Κατασκευάσθηκε βιαστικά και πρόχειρα όταν ξέσπασε η κρίση της ευρωζώνης. Χρειάσθηκε την συμμετοχή του ΔΝΤ τόσο για τεχνικούς όσο και για πολιτικούς λόγους. Κατ’ αρχήν η ΕΕ χρειαζόταν οπωσδήποτε την τεχνική εμπειρία του καθώς η ίδια δεν διέθετε καμία αντίστοιχη. Επιπλέον όμως, και παρά αρχικές ταλαντεύσεις, οι ηγεμονικές χώρες της ΕΕ εκτίμησαν ότι ήταν προτιμότερη η εμπλοκή του αμερικανικού παράγοντα (μέσω του ΔΝΤ) παρά ο αποκλεισμός του, δεδομένου του ανταγωνισμού ΕΕ – ΗΠΑ. Αυτό μετέτρεψε το πρόγραμμα σε μία άδηλη στην αρχή και εξόφθαλμη σήμερα διελκυστίνδα μεταξύ των διαφορετικών επιλογών των δύο βασικών εταίρων του και οδήγησε σε αυξανόμενα προβλήματα συντονισμού. Από την άλλη το ελληνικό κράτος αποτελεί περίπου παθητικό εξάρτημα των δύο βασικών εταίρων με ολοένα και μειούμενους βαθμούς ελευθερίας.
Σε τεχνικούς όρους, το ελληνικό ΠΟΠ είναι ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα αποτροπής χρεωκοπίας και διαρθρωτικού μετασχηματισμού. Δίνει στην Ελλάδα δάνεια συνοδευόμενα από σκληρές οικονομικές και θεσμικές απαιτήσεις (που συγκεφαλαιώνονται στα διαδοχικά Μνημόνια). Το ύψος των δανείων (περίπου 300 δις ευρώ) είναι πρωτοφανές για το τέτοιο πρόγραμμα αν και είναι ελάχιστο σε σχέση με την βοήθεια που παρασχέθηκε για την διάσωση των Ευρωπαϊκών τραπεζών την επαύριο της κρίσης του 2007-8. Από την άλλη τα μέτρα λιτότητας υπολογίζονται μέχρι σήμερα σε περίπου 70 δις ευρώ και αυξάνουν συνεχώς.
Οι ρητοί στόχοι του προγράμματος (EC (2010), σ.10), είναι οι ακόλουθοι:
- Βραχυχρόνια η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των διεθνών αγορών και η εξασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας μέσω της δημοσιονομικής προσαρμογής και της σταθεροποίησης του χρηματοπιστωτικού τομέα.
- Μεσοπρόθεσμα η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και ο μετασχηματισμός της οικονομίας προς ένα πιο φιλικό στην επιχειρηματικότητα και στις εξαγωγές μοντέλο.
Tο 3ο ΠΟΠ πρόσθεσε τον στόχο της δημιουργίας «ενός σύγχρονου κράτους και δημόσιας διοίκησης» (sic). Η προσθήκη είναι εν μέρει στυλιστική (καθώς οι αντίστοιχοι πρακτικοί στόχοι υπήρχαν και στα προηγούμενα ΠΟΠ) αλλά και εν μέρει ουσιαστική καθώς αποτυπώνει την αυξημένη έμφαση στους θεσμικούς παράγοντες και στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Tο ελληνικό ΠΟΠ σχεδιάσθηκε με βάση το πρότυπο των ΠΔΠ αλλά με κρίσιμες τροποποιήσεις τόσο για τεχνικούς (γιατί είναι η πρώτη φορά που εφαρμόζεται ένα τόσο μεγάλο πρόγραμμα σε αναπτυγμένη οικονομία και μέλος νομισματικής ζώνης) όσο και κυρίως για πολιτικούς λόγους (δηλαδή τις επιλογές κυρίως των ηγεμονικών δυνάμεων της ΕΕ). Πρακτικά οι τεχνικοί και οι πολιτικοί λόγοι αλληλεπικαλύπτονται δημιουργώντας ένα προβληματικό μίγμα. Οι βασικές τροποποιήσεις είναι οι ακόλουθες.
Πρώτον, το ελληνικό ΠΟΠ είναι πιο μακροχρόνιο. Αρχικά, σχεδιάσθηκε σαν 3ετές (όπως όλα τα προγράμματα του ΔΝΤ) αλλά λόγω της σχεδόν άμεσης αποτυχίας του 1ου ΠΟΠ και της αντικατάστασης του από το 2ο επεκτάθηκε κατά ένα χρόνο. Ακολούθως, και λόγω της αποτυχίας και του 3ου και της συνομολόγησης του 3ου ΠΟΠ (το 2016) επεκτάθηκε μέχρι το 2018. Συνεπώς, λόγω των συστηματικών αποτυχιών του έγινε ένα 8ετές πρόγραμμα ενώ ήδη γίνονται συζητήσεις για 4ο ΠΟΠ.
Δεύτερον, δεν περιλαμβάνει υποτίμηση λόγω της συμμετοχής στην ΟΝΕ. Αυτό δυσκολεύει περαιτέρω την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και οδηγείσε μεγαλύτερη λιτότητα για να καλυφθεί το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας.
Τρίτον, στο 1ο ΠΟΠ δεν προβλεπόταν αναδιάρθρωση χρέους επειδή δεν το επιθυμούσαν τόσο η ΕΕ (για οικονομικούς και πολιτικούς λόγους: πλήγμα στις τράπεζες της και στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης) όσο και οι ΗΠΑ (κυρίως για οικονομικούς λόγους: πλήγμα στις τράπεζες της). Και στις δύο πλευρές υπήρχε ο φόβος ότι, επειδή το διεθνές χρέος της Ελλάδας ήταν κυρίως σε ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, μία αναδιάρθρωση του θα είχε σωρευτικές επιπτώσεις στο ήδη αδυνατισμένο από την παγκόσμια κρίση διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Βέβαια, μετά την αποτυχία του 1ου ΠΟΠ υπήρξε η καθυστερημένη, ανεπαρκής και καταστροφική αναδιάρθρωση του διακρατούμενου από ιδιώτες ελληνικού χρέους. Η καθυστέρηση στέρησε από την αναδιάρθρωση την δυναμική που θα είχε αν γινόταν ευθύς εξ αρχής. Ήταν ανεπαρκής γιατί ήταν λιγότερο βαθιά από ότι απαιτούνταν. Και ήταν καταστροφική γιατί χρεωκόπησε τα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία και τράπεζες με σωρευτικές αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Τελικά το μόνο που κατόρθωσε ήταν να ξελασπώσει τους ελλιπώς κουρευθέντες ιδιώτες πιστωτές και να μετακυλήσει το ελληνικό χρέος σε δημόσια χέρια της ΕΕ.
Τέταρτον, το ελληνικό ΠΟΠ είναι εξαιρετικά εμπροσθοβαρές, όπως η ίδια η ΕΕ παραδέχεται (EC (2010), σ.15)). Η τροποποίηση αυτή επιβλήθηκε αντίθετα με τις συμβουλές του ΔΝΤ για να επιλυθεί γρηγορότερα το ελληνικό πρόβλημα και να αποφευχθεί η επιμόλυνση της υπόλοιπης ευρωζώνης. Φυσικά, στην πραγματικότητα συνέβη το ακριβώς αντίθετο: το ελληνικό πρόβλημα επιμηκύνθηκε και η κρίση της ευρωζώνης ξέσπασε (λόγω των δικών της προβλημάτων και όχι της ελληνικής επιμόλυνσης).
Οι τροποποιήσεις αυτές έκαναν το ελληνικό ΠΟΠ ακόμη περισσότερο προβληματικό απ’ ότι τα ΠΔΠ. Για να καλυφθούν τα προβλήματα επιστρατεύθηκε η κουτοπονηριά. Ο βραχυχρόνιος στόχος του (δηλαδή η ταχεία επιστροφή της Ελλάδας στο δανεισμό από τις διεθνείς αγορές) ορίσθηκε – μετά τις διαδοχικές τροποποιήσεις – στο 2020 και συνδέθηκε με την μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ στο 12% (θεωρώντας ότι εκεί οι ιδιωτικές αγορές θα αρχίσουν ξανά να δανείζουν την Ελλάδα με ανεκτά επιτόκια). Φυσικά δεν υπάρχει τίποτα που να τεκμηριώνει ότι το ποσοστό αυτό αποτελεί κάποιο κατώφλι εμπιστοσύνης (π.χ. αντιπαραβαλλόμενο με το εξίσου αμφίβολο 90% που υποστηρίζει η εμπειρική μελέτη των Reinhart & Rogoff). Αντιθέτως, είναι πασίγνωστο ότι η επιλογή αυτού του ποσοστού έγινε για να αποφευχθεί η ανέφικτη υπαγωγή της Ιταλίας (που είχε τότε λίγο χαμηλότερο ποσοστό) σε πρόγραμμα.
Ο προβληματικός χαρακτήρας του ελληνικού ΠΟΠ φαίνεται και στους επιμέρους στόχους του. Παραδείγματος χάριν, για να επιτευχθεί ο στόχος του 2020 προϋποτίθεται ότι η Ελλάδα θα έχει εξωπραγματικά πρωτογενή πλεονάσματα και ρυθμούς μεγέθυνσης για μία μεγάλη χρονική περίοδο. Κατά συνέπεια, το ελληνικό ΠΟΠ αποτυγχάνει συστηματικά να επιτύχει όλους σχεδόν τους επιμέρους στόχους του (ρυθμός μεγέθυνσης, λόγος χρέους προς ΑΕΠ, ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ιδιωτικοποιήσεις, αποπληθωρισμός κλπ.).
Από όλες τις αποτυχίες η πιο σημαντική αφορά τον ρυθμό μεγέθυνσης, που συγκεφαλαιώνει, σε μεγάλο βαθμό, όλες τις άλλες επιμέρους αποτυχίες. Επιπλέον, επηρεάζει καθοριστικά την βιωσιμότητα του χρέους (μαζί με το αρχικό επίπεδο χρέους, το πραγματικό επιτόκιο δημόσιου δανεισμού και το πρωτογενές πλεόνασμα ως ποσοστό του ΑΕΠ). Στο πεδίο αυτό η ύφεση ξεπέρασε κάθε προσδοκία τόσο όσον αφορά την διάρκεια της όσο και το βάθος της. Το ελληνικό ΠΟΠ προέβλεπε μεν ύφεση (λόγω των δημοσιονομικών περικοπών και της λιτότητας που επιβάλλει). Όμως η εκτίμηση των επιπτώσεων του έπεσε τραγικά έξω όπως αποδεικνύει η εκ των υστέρων παραδοχή των Blanchard & Leigh (2013) για υποτίμηση του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή. Επιπλέον, η υπόθεση του προγράμματος ότι ο ιδιωτικός τομέας θα κάλυπτε γρήγορα την υποχώρηση του δημόσιου και συνεπώς η ύφεση θα μειωνόταν διαψεύσθηκε οικτρά. Τα ιδιωτικά κεφάλαια, εν μέσω βαθιάς ύφεσης, κατάρρευσης της ζήτησης και πολιτικο-οικονομικής αναταραχής, δεν διακινδυνεύουν επενδύσεις παρά μόνο σε σκανδαλώδεις περιπτώσεις που παίρνουν κάτι για ψίχουλα. Συνεπώς, το ελληνικό ΠΟΠ προκάλεσε μία μη-αναμενόμενη σωρευτική μείωση του ΑΕΠ κατά περίπου 25% μέχρι τα τέλη του 2016.
Ταυτόχρονα, η άλλη υπόθεση του προγράμματος για ένα δραστικά βελτιωμένο εμπορικό ισοζύγιο λόγω της «εσωτερικής υποτίμησης» (που θα βελτίωνε τόσο τον ρυθμό μεγέθυνσης όσο και τα δημοσιονομικά έσοδα) διαψεύσθηκε επίσης. Παρά την βάρβαρη «εσωτερική υποτίμηση», οι εξαγωγές δεν αυξήθηκαν σημαντικά. Η βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου προέκυψε λόγω της δραστικής μείωσης των εισαγωγών λόγω συρρίκνωσης της ζήτησης. Όμως η δημιουργημένη από την ένταξη στην Κοινή Αγορά προβληματική παραγωγική διάρθρωση της χώρας έχει οδηγήσει πρώτον, στη συρρίκνωση του εξαγωγικού τομέα και, δεύτερον, στην δραματική εξάρτηση των εξαγωγών από εισαγόμενες ενδιάμεσες εισροές. Επιπλέον, βασικοί εξαγωγικοί κλάδοι (όπως η ναυτιλία, ο τουρισμός και τα πετρελαιοειδή) επηρεάζονται ελάχιστα από το μισθολογικό κόστος με αποτέλεσμα η μείωση του τελευταίου να μην αντανακλάται στην ανταγωνιστικότητα τους. Φυσικά όλα αυτά διαψεύδουν οικτρά τις Ορθόδοξες ερμηνείες της φθίνουσας ελληνικής ανταγωνιστικότητας που την αποδίδουν εσφαλμένα στο μισθολογικό κόστος.
Η μεγαλύτερη της αναμενόμενης ύφεση οδηγεί συνεχώς σε νέα χρηματοδοτικά κενά στο πρόγραμμα και συνεπώς επιβάλλει επιπρόσθετα μέτρα λιτότητας. Χαρακτηριστικά, στην περίοδο Μαΐου 2010 - Μαΐου 2013 οι προβλέψεις του προγράμματος για το ΑΕΠ υποβαθμίσθηκαν 8 φορές. Αντίστοιχα, τα απαιτούμενα μέτρα λιτότητας αυξήθηκαν από 25 δις σε 66 δις ευρώ. Το ΔΝΤ (IMF (2013, σ.13), δίνει μία εύγλωττη εικόνα αυτής της αποτυχίας:
Συνακόλουθα, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αντί να αρχίσει να μειώνεται (σύμφωνα με τις προβλέψεις του προγράμματος) αυξάνει με αποτέλεσμα να κάνει ανέφικτο τον ούτως ή άλλως μυθοπλαστικό στόχο του 120% το 2020:
Η οικτρή εικόνα της ελληνικής οικονομίας μετά από 6 χρόνια προγράμματος απεικονίζεται στον ακόλουθο πίνακα:
Βασικοί δείκτες | 2009 | 2015 |
ΑΕΠ (€ δις) | 237 | 176 |
Χρέος (€δις) | 299 | 321 |
Λόγος χρέους/ΑΕΠ | 126% | 183% |
Τραπεζικές καταθέσεις (€δις) | 240 | 120 |
Επενδύσεις (€δις) | 50 | 17 |
Εισαγωγές (εξαιρούμενων των πετρελαιοειδών σε € δις) | 45 | 30 |
Εξαγωγές (εξαιρούμενων των πετρελαιοειδών σε € δις) | 15 | 18 |
Ποσοστό ανεργίας | 9.6% | 24.4% |
IV. Η πολιτική οικονομία του ελληνικού προγράμματος
Τα τεχνικά προβλήματα και οι εσωτερικές συγκρούσεις δεν αρκούν για να εξηγήσουν την παταγώδη αποτυχία του ελληνικού προγράμματος. Ιδιαίτερα, δεν εξηγούν γιατί παρά την προφανή αναποτελεσματικότητα του οι βασικοί διαμορφωτές του (η ΕΕ και οι ΗΠΑ) επιμένουν – παρά τις επιμέρους διαφορές τους – στην ίδια συνταγή. Η εξήγηση βρίσκεται στις θεμελιακές οικονομικές και πολιτικές σχέσεις και διεργασίες πίσω από τις τεχνικές επιλογές.
Το ελληνικό πρόγραμμα είναι η συστημική στρατηγική ξεπεράσματος της ελληνικής κρίσης. Όπως προειπώθηκε υπάρχουν άνισες σχέσεις ισχύος μεταξύ των συμβαλλομένων του. Οι δύο βασικοί συμβαλλόμενοι – η ΕΕ και οι ΗΠΑ (μέσω του ΔΝΤ) – επιβάλλουν όρους στο ελληνικό κράτος (και την ελληνική αστική τάξη). Η υπέρτερη θέση των δύο πρώτων μέσα στην πυραμίδα του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος τους δίνει αυτή την υπεροχή έναντι του εξαρτημένου ελληνικού υπο-ιμπεριαλισμού.
Η ελληνική ολιγαρχία αποδέχεται αυτό τον ετεροβαρή διακανονισμό από καθαρή αδυναμία καθώς είναι βαθιά δεσμευμένη στο Δυτικό σύστημα και ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή ενοποίηση και τρέμει έναντι του κόστους μίας μερικής ή ολικής απόσχισης από την δεύτερη. Φυσικά μετακυλύει συστηματικά τα βάρη του ετεροβαρούς αυτού διακανονισμού στις πλάτες των εργαζομένων και των μεσαίων στρωμάτων. Ταυτόχρονα όμως αναγκάζεται να εκχωρήσει ολοένα και περισσότερα πεδία στα κεφάλαια των πατρώνων της. Υφίσταται δηλαδή μία ξεκάθαρη υποβάθμιση μέσα στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Από την άλλη οι δύο πάτρωνες της έχουν σοβαρές αντιθέσεις μεταξύ τους. Μοιράζονται την επιθυμία σταθεροποίησης του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος μετά την παγκόσμια κρίση του 2007-8 αλλά ταυτόχρονα ερίζουν για τα βάρη της σταθεροποίησης και για την παγκόσμια ηγεμονία. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ, η ΕΕ ανέβασε τις φιλοδοξίες της για αμφισβήτηση της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας (βλέπε Μαυρουδέας (2016)). Ιδιαίτερα η ΟΝΕ επιχείρησε να απειλήσει την πρωτοκαθεδρία του δολαρίου ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος (στερώντας έτσι κρίσιμα πλεονεκτήματα της αμερικανικής παγκόσμιας ηγεμονίας). Αυτό αύξησε τον ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ.
Το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης του 2007-8 επηρέασε καθοριστικά τον ανταγωνισμό αυτό καθώς κάθε βασικός διεθνής ιμπεριαλιστικός πόλος επεδίωξε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα μετακυλύοντας βάρη σε άλλους. Όλοι εγκατέλειψαν τις νεοφιλελεύθερες δοξασίες και εφάρμοσαν συντηρητικές κεϋνσιανές πολιτικές (δηλαδή χαλαρή νομισματική πολιτική και επεκτατική δημοσιονομική πολιτική αλλά χωρίς προοδευτική αναδιανομή εισοδήματος).
Οι πολιτικές αυτές, όπως εύστοχα δείχνει η μαρξιστική Πολιτική Οικονομία, δεν μπορούν να επιλύσουν την κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου αλλά μόνο να την ετεροχρονίσουν, διακινδυνεύοντας ταυτόχρονα την επιδείνωση της. Ουσιαστικά κερδίζεται χρόνος για μία μετέπειτα ελεγχόμενη απο-αξιοποίηση (απομόχλευση) υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων. Οι μεν ΗΠΑ βασίσθηκαν στην πρωτοκαθεδρία τους για να μεταφέρουν μέρος του κόστους και των κινδύνων της πολιτικής αυτής στις πλάτες των υποδεέστερων τους. Αφετέρου η ΕΕ εφάρμοσε πιο συγκρατημένα την πολιτική αυτή επιδιώκοντας να διατηρήσει σε καλύτερη κατάσταση την οικονομία της και ταυτόχρονα να επωφεληθεί από τις «φούσκες» των ανταγωνιστών της και ευελπιστώντας ότι όταν οι τελευταίοι θα αντιμετωπίσουν προβλήματα αυτή θα επωφεληθεί. Ταυτόχρονα, ξεκίνησε μία διαδικασία εσωτερικής τριτοκοσμοποίησης στην ευρω-περιφέρεια με μοχλό το πρόβλημα του χρέους τους. Στόχος της είναι η δημιουργία μίας ευρείας «ειδικής οικονομικής ζώνης» με μισθούς εξαθλίωσης, βάρβαρες εργασιακές σχέσεις, ανεξέλεγκτες αγορές και φθηνά περιουσιακά στοιχεία που να αποτελέσει εξαγωγικό κόμβο των πολυεθνικών της ΕΕ. Η διαφαινόμενη παραγωγική εξειδίκευση αυτής της «ειδικής οικονομικής ζώνης» είναι κυρίως σε προϊόντα χαμηλής τεχνολογίας και σαν χαμηλό συμπλήρωμα πανευρωπαϊκών αλυσίδων αξίας.
Φυσικά οι άλλοι ανταγωνιστικοί πόλοι στην ΕΕ, με πρώτες και καλύτερες, τις ΗΠΑ δεν έμειναν με σταυρωμένα χέρια. Μεταξύ άλλων οι τελευταίες υπονομεύουν συστηματικά την στρατηγική της ΕΕ ωθώντας την να «φουσκώσει» και αυτή την οικονομία της και να αποδεχθεί τον υποδεέστερο ρόλο της. Βασικά εργαλεία γι’ αυτό είναι οι αμερικανικές πιέσεις για ευρωπαϊκή ποσοτική χαλάρωση αφενός και για αναδιάρθρωση χρέους των ευρω-περιφερειακών χωρών (και κυρίως της Ελλάδας). Και τα δύο υπονομεύουν τις δύο βασικές πλευρές της στρατηγικής της ΕΕ.
Με βάση τα παραπάνω μπορεί να κατανοηθεί τόσο η εμμονή της ΕΕ σε ένα εμφανώς προβληματικό πρόγραμμα όσο και η πρόσφατη ξαφνική έκρηξη των διαφωνιών του ΔΝΤ με ένα πρόγραμμα στο οποίο έχει παίξει καθοριστικό ρόλο μέχρι τώρα. Αν η ΕΕ αποδεχθεί τις αμερικανικές πιέσεις ουσιαστικά εγκαταλείπει, με σημαντικό κόστος, την μέχρι τώρα προσπάθεια διεκδίκησης παγκόσμιας ηγεμονίας και αποδέχεται τον ρόλο ιπποκόμου των ΗΠΑ και τα επιπρόσθετα βάρη που συνεπάγεται αυτός. Ειδικά για το ελληνικό πρόγραμμα η μετατροπή του σε λιγότερο εμπροσθοβαρές και λίγο αντι-κυκλικό σημαίνει ότι θα παραμείνει επ’ αόριστο μία ανοικτή πληγή και πηγή αδυναμίας της ΕΕ. Ακόμη χειρότερα για την ΕΕ, μία αναδιάρθρωση χρέους (που θα περιλαμβάνει «κούρεμα» και όχι μία απλή διακοσμητική επιμήκυνση του [reprofiling]) θα φέρει ανάλογες απαιτήσεις από άλλες ευρω-περιφερειακές και όχι μόνο χώρες με διαλυτικά αποτελέσματα γι’ αυτήν.
Από την άλλη πλευρά το ΔΝΤ, αφού εξασφάλισε την άμεση τουλάχιστον «ανοσοποίηση» του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος από το ελληνικό πρόβλημα στην αρχή της κρίσης, τώρα εμφανίζεται ως αθώα περιστερά να ανακαλύπτει προβλήματα στα οποία έχει και το ίδιο συμβάλλει. Είναι χαρακτηριστική η αμφισημία των τρεχουσών απαιτήσεων του: είτε ριζική αναδιάρθρωση του χρέους (κάτι που δεν αποδέχεται η Γερμανία) είτε εξωφρενικά νέα μέτρα λιτότητας που κυριολεκτικά θα διαλύσουν την ήδη γονατισμένη ελληνική οικονομία. Σε κάθε περίπτωση φαίνεται καθαρά ότι δεν το απασχολεί το ελληνικό πρόβλημα καθ’ εαυτό αλλά το χρησιμοποιεί σαν πιόνι στον ευρύτερο ανταγωνισμό ΗΠΑ – ΕΕ.
Πέρα όμως από τα παιχνίδια ισχύος των συμβαλλόμενων του προγράμματος υπάρχει και η δύσκολη πραγματικότητα της χειμαζόμενης ελληνικής κοινωνίας. Οι στρατηγικές και των δύο βασικών συμβαλλόμενων του ελληνικού προγράμματος ανατρέπουν όλη σχεδόν την μεταπολεμική κοινωνικο-οικονομική δομή της χώρας ενώ το νέο πρότυπο που θέλουν να επιβάλλουν το μόνο που υπόσχεται είναι η φτωχοποίηση των εργαζομένων και των μεσαίων στρωμάτων. Πρώτον, το επίπεδο διαβίωσης της μεγάλης εργαζόμενης κοινωνικής πλειονότητας πρέπει να υποβαθμισθεί από αυτό μίας ευρω-περιφερειακής χώρας σε αυτό μιας Βαλκανικής (ή ακόμη και τριτοκοσμικής) χώρας. Μόνο μέσω μιας τόσο δραστικής υποτίμησης της αξίας της εργατικής δύναμης και συνακόλουθης αύξησης της εκμετάλλευσης της εργασίας μπορεί να ανακάμψει η κερδοφορία του κεφαλαίου. Δεύτερον, η εξαιρετικά μεγάλη για τα Δυτικά πρότυπα μικρομεσαία επιχειρηματικότητα πρέπει να σηκώσει μεγάλο μέρος του βάρους της απαξίωσης του κεφαλαίου. Αυτό οδηγεί την μικροαστική τάξη στην συρρίκνωση και την προλεταριοποίηση και υπονομεύει ένα σημαντικό υποστήριγμα του ελληνικού καπιταλισμού.
Συνολικά, είτε με στην παραλλαγή του ΔΝΤ είτε σ’ αυτή της ΕΕ, το ελληνικό πρόγραμμα μόνο δυστυχία υπόσχεται για την χώρα. Ακόμη και στην περίπτωση της μεταστροφής της μέχρι τώρα αποτυχημένης διαδρομής του και της επιστροφής σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης (και ενδεχομένως σε μία ελεγχόμενη έξοδο στις διεθνείς αγορές), αυτό δεν θα συνεπάγεται μία ουσιαστική βελτίωση της θέσης της μεγάλης πλειονότητας του ελληνικού λαού. Αντίθετα, αυτή η «επιτυχία» θα απαιτεί την συνέχιση των θυσιών του τελευταίου για την διατήρηση της. Αυτή η οικτρή προοπτική επιτάσσει την αναζήτηση μιας άλλης, ριζικά διαφορετικής διαδρομής.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr