Σίγουρα, όπως παρατηρούσε ο Montesquieu στο «Πνεύμα των Νόμων», «… είναι πράγματι άριστη πράξη να δανείσεις σε κάποιον τα χρήματά σου χωρίς τόκο, αλλά τούτο μπορεί να είναι μόνο θρησκευτική συμβουλή, όχι αστικός νόμος…». Όμως, χωρίς να υιοθετώ την θέση των Δειπνοσοφιστών Στ΄, 226e: «μετά γε τους τραπεζίτας έθνος τούτου γαρ ουδέν εξωλερέστερον», ή του Μεγάλου (Αγίου) Βασιλείου στο «Κατά των τοκιζόντων», 14ος ψαλμός «Τόκος επί τόκω, πονηρών γονέων πονηρόν έκχγονον», ή της Βίβλου (Ιεζεκιήλ: «… συ έλαβες τόκον και προσθήκην και με αρπαγήν εκέρδισες πολλά από τους πλησίον σου»), υπάρχει και μία άλλη πλευρά στα όσα υποστηρίζουν οι τιμητές των τραπεζών. Και για να μην θεωρηθεί ότι ξεπήδησα από κάποιο «παράδεισο νομικών ιδεών», αλλά και χωρίς πολεμική διάθεση να αντικρούσω τους συνηγόρους των τραπεζών, αλλά απλώς για να συμπληρώσω τα όσα ενδεχομένως καλώς μαρτυρούν, σκόπιμο είναι να συνεισφέρω και εγώ δύο – τρία παραδείγματα από τον «παράδεισο των πρακτικών» που δείχνουν αυτή την άλλη όψη του νομίσματος.
Παραδειγμα 1ο: Στις αρχές του 2012 εκπροσωπώντας ως δικηγόρος μία ξένη τράπεζα είχα αναλάβει να αντικρούσω μία αίτηση υπαγωγής ενός μεγαλο-οφειλέτη στον νόμο Κατσέλη. Πριν την εκφώνηση της υπόθεσής μου, εκδικαζόταν η αίτηση ενός άλλου οφειλέτη ο οποίος δεν είχε δικηγόρο. Η δικαστής της έδρας του τόνισε ευγενικά ότι η αίτησή του θα απορριπτόταν για τυπικούς λόγους διότι δεν είχε ακολουθήσει την προβλεπόμενη από το νόμο προδικασία, και του συνέστησε να παραιτηθεί και να αναθέσει σε δικηγόρο να συντάξει νέα αίτηση. Ο δυστυχής, δήλωσε ότι δεν είχε δικηγόρο ούτε και χρήματα να πληρώσει δικηγόρο. Τότε, ρώτησε η δικαστής αν κάποιος από τους δικηγόρους στο ακροατήριο μπορούσε να τον αναλάβει. Βλέποντας ότι ο άνθρωπος ήταν συμπαθής και έμοιαζε ειλικρινής, αν και με δισταγμό, τελικά δέχτηκα να τον αναλάβω εγώ. Το ίδιο απόγευμα ήρθε στο γραφείο μου και έφερε μαζί του ό,τι έγγραφα είχε για την υποστήριξη της αίτησής του. Είχε οφειλές ύψους περίπου 50.000 ευρώ από πιστωτικές κάρτες και καταναλωτικά δάνεια σε πέντε ημεδαπές τράπεζες. Τον ρώτησα τι δουλειά κάνει και μου είπε ότι δεν εργάζεται και ότι έχει αναπηρία 67% και ζει από μία μικρή αναπηρική σύνταξη. Όταν μου έδειξε τα έγγραφα της αναπηρικής του σύνταξης, έμεινα άναυδος: Η αναπηρική σύνταξη του είχε δοθεί διότι υπήρχαν σχετικές βεβαιώσεις ασθενείας από τα ψυχιατρικά Νοσοκομεία «Αιγινήτειο» και «Δρομοκαΐτιο». Ετοίμασα και κατέθεσα την αίτηση. Μετά από 1-2 χρόνια, το Ειρηνοδικείο Αθήνας τον δικαίωσε και αποφάσισε ότι θα έπρεπε να καταβάλλει στις πέντε τράπεζες επί πενταετία ένα αστείο ποσό. Και στο σημείο αυτό, δεν μπορώ να μην θέσω το ερώτημα: Έφταιγε ο νόμος Κατσέλη; Έφταιγε ο ψυχιατρικά ασθενής οφειλέτης; Ή μήπως το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης το είχαν οι πέντε τράπεζες οι οποίες χορήγησαν πιστωτικές κάρτες και καταναλωτικά δάνεια που θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι δεν επρόκειτο να εξοφληθούν;
Παράδειγμα 2ο: Το 2008 έκανα έρευνα αγοράς για να λάβω ο ίδιος στεγαστικό δάνειο για την ανακαίνιση του σπιτιού μου. Επικοινώνησα με τρεις μεγάλες Ελληνικές τράπεζες στις οποίες είχα ήδη λογαριασμούς καταθέσεων. Η πρώτη τράπεζα μου πρότεινε να μου δώσει δάνειο σε Ελβετικό Φράγκο και μου ζήτησε να εγγυηθεί και η σύζυγός μου. Αρνήθηκα διότι έχοντας εμπειρία από την ιδιότητά μου ως νομικού συμβούλου σε ξένη τράπεζα επί 15ετία δεν ήθελα να αναλάβω συναλλαγματικό κίνδυνο ενώ επιπλέον θεώρησα ότι σε ακίνητο που ανήκε αποκλειστικά σε εμένα δεν υπήρχε κανένας λόγος να εγγυηθεί η σύζυγός μου. Η δεύτερη τράπεζα μου πρότεινε και αυτή να δανειστώ σε Ελβετικό Φράγκο. Όταν ρώτησα την υπάλληλο εάν υπήρχε κάποιο προϊόν hedging, δηλαδή ένα προϊόν για τη εξασφάλισή μου από διακυμάνσεις στην ισοτιμία του ελβετικού φράγκου με το ευρώ, η απάντηση που πήρα ήταν «τι είναι αυτό;!!!». Τελικά πήρα το δάνειο σε ευρώ από την τρίτη τράπεζα με κυμαινόμενο επιτόκιο. Είναι πασίγνωστο πλέον ότι οι περισσότεροι δανειολήπτες στεγαστικών δανείων εκείνης της περιόδου έπεσαν στην «παγίδα» του Ελβετικού Φράγκου. Ελάχιστοι είχαν τις δικές μου γνώσεις για να αρνηθούν, ή τουλάχιστον να εκτιμήσουν τους κινδύνους. Κινδύνους, τους οποίους απ’ ότι αποδείχθηκε, ούτε οι υπάλληλοι των τραπεζών δεν γνώριζαν. Τις σχετικές χρηματοδοτήσεις οι τράπεζες όχι μόνο τις πρότειναν στις κατ’ ιδίαν επαφές τους με τους πελάτες τους, αλλά δεν δίσταζαν να τις διαφημίζουν και στην τηλεόραση. Η πρακτική αυτή, καταδικάστηκε και από το δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-186/16). Δυστυχώς ενώ σε άλλες χώρες αρκετοί δανειολήπτες ελβετικού φράγκου δικαιώθηκαν είτε από τα δικαστήρια (π.χ. Πολωνία), είτε μέσω συμβιβασμού (Γαλλία, περίπτωση BNP-Paribas) στη χώρα μας στηριχθήκαμε σε μία νομοθετική επιλογή του 1940 και έτσι αρκεστήκαμε να διαπιστώσουμε ότι ο σχετικός συμβατικός όρος ήταν «δηλωτικός».
Δεν θα διαφωνήσω, με τους τιμητές των τραπεζών σε τούτο: Ότι για την χρεοκοπία των τραπεζών δεν έφταιξαν μόνο τα θαλασσοδάνεια που χορηγούσαν. Οι τράπεζες χρεοκόπησαν και επειδή χρεοκόπησε το δημόσιο. Όμως τα ομόλογα του δημοσίου δεν τα αγόραζαν οι καταθέτες. Οι τράπεζες τα αγόραζαν και εν συνεχεία τα διέθεταν δευτερογενώς στους καταθέτες τους συνήθως με τα γνωστά repo. Όταν το δημόσιο εξέδιδε ομόλογα, τα dealing rooms των τραπεζών έσπευδαν να τα αγοράσουν. Δεν τα αγόραζαν οι καταθέτες των οποίων οι καταθέσεις και τα ομόλογα κουρεύτηκαν στο τέλος και οι οποίοι κλήθηκαν, με τους φόρους τους, δύο φορές, να κεφαλαιοποιήσουν τις χρεοκοπημένες τράπεζες. Γνώριζαν οι τράπεζες ποια ήταν η έκθεση του δημοσίου σε δανεισμό. Γνώριζαν τους κινδύνους. Αλλά, και εάν ακόμη δεν γνώριζαν, ήταν, και πάλι, αμελείς διότι όφειλαν να γνωρίζουν και να μην αγοράζουν τα ομόλογα του δημοσίου. Άλλωστε, αν θυμάμαι καλά, έναν τραπεζικό που τόλμησε να ασφαλιστεί, τον «κρέμασαν στα μανταλάκια».
Αλλά και οι «λαϊκιστές» σφάλλουν. Το περιορισμένο ανταγωνιστικό περιβάλλον στον ημεδαπό τραπεζικό χώρο δεν είναι το πρόβλημα. Διότι, για να υπάρχει, έστω και περιορισμένος ανταγωνισμός, θα πρέπει να υπάρχει και αγορά που έστω και υποτυποδώς να λειτουργεί ελεύθερα. Είμαστε ακόμη πολύ μακρυά από κάτι τέτοιο. Στον τόπο μας ο ανταγωνισμός στον τραπεζικό τομέα, και όχι μόνο, είναι μία πολυτέλεια. Ενδεχομένως και περιττή. Έτσι, ακόμη και αν αφήσουμε για άλλη φορά το πρόβλημα έλλειψης ανταγωνισμού, πολλές πρακτικές που ακολούθησαν, και εν πολλοίς συνεχίζουν ακόμη να ακολουθούν οι τράπεζες στην Ελλάδα, σε κράτη με προηγμένο τραπεζικό σύστημα έχουν όνομα: Λέγονται “Bad Banking”. Όρος εντελώς άγνωστος στον τόπο μας, και πρακτική που εδώ όχι μόνο δεν τιμωρείται, αλλά επιβραβεύεται όπως θα διαπιστώσει κανείς από τα στελέχη των τραπεζών που μετακόμισαν από τις τράπεζες στους servicers. Δυστύχημα επίσης αποτελεί, ότι παρά το ότι η νομοθεσία, ακόμη και ο γέρικος αστικός μας κώδικας, έχει επαρκές οπλοστάσιο για την επιβολή αστικών κυρώσεων, τα δικαστήριά μας συνεχίζουν να αναγράφουν τη λέξη τράπεζα με «Τ» κεφαλαίο και είναι πάντοτε φειδωλά όταν πρόκειται για ψόγους και μομφές κατά τραπεζών. Αυτή δε η οιονεί ατιμωρησία, αν όχι ασυλία, δεν βλάπτει μόνο τους πελάτες των τραπεζών, αλλά και τις ίδιες τις τράπεζες, διότι δεν τους επιτρέπει να διορθώνουν τα σφάλματά τους και να βελτιώνονται.
Και κάτι τελευταίο. Τραπεζίτες δεν υπάρχουν πλέον στη χώρα μας Ο τελευταίος, τον οποίο είχα την τύχη να γνωρίσω, λεγόταν Κωνσταντίνος (Ντίνος) Καψάσκης, και πέθανε στις 28 Οκτωβρίου 1993.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr