Μέχρι τώρα, το δημόσιο είχε πολύ “λίπος” να κάψει, προκειμένου να εξοικονομήσει πόρους (π.χ., με την εν εξελίξει διαδικασία συγχώνευσης άχρηστων οργανισμών και φορέων, την κατάργηση των προκλητικών φοροαπαλλαγών, την κατάργηση των stage και των συμβάσεων έργου, κλπ.). Επίσης, η οριζόντια περικοπή μισθών και συντάξεων και η εξίσου αδιάκριτη αύξηση έμμεσων φόρων ήταν ένα άδικο, αλλά εύκολο στην εφαρμογή του, μέτρο. Η κυβέρνηση κατάφερε να το δικαιολογήσει εν μέρει με το – πρωτοφανές για ανεπτυγμένη χώρα – επιχείρημα ότι δεν ήξερε καν πόσοι δημόσιοι υπάλληλοι υπάρχουν. Οπότε, το ξεκαθάρισμα των επιδομάτων τους θα ήταν μία εξαιρετικά χρονοβόρα διαδικασία για την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, στην οποία είχε περιέλθει η Ελλάδα. Τρίτον - και κυριότερο - οι μεταρρυθμίσεις που ψηφίστηκαν στη Βουλή το περασμένο διάστημα αφορούσαν ζητήματα εν πολλοίς αυτονόητα και προβλήματα που θα έπρεπε να έχουν λυθεί εδώ και χρόνια (αλλά δεν λύθηκαν, επειδή η χώρα κυβερνήθηκε από πολλούς μικρούς ανθρώπους). Ποιος άλλωστε μπορεί να κατηγορήσει σήμερα μία κυβέρνηση που εξανάγκασε τους περιπτεράδες, τους ταξιτζήδες και τους πρατηριούχους καυσίμων να δηλώνουν τα εισοδήματά τους με αποδείξεις λιανικής πώλησης και να πληρώνουν τον αναλογούντα φόρο; Ποιος εχέφρων άνθρωπος θεωρεί ότι ήταν σωστό να βγαίνουν στη σύνταξη γυναίκες και άνδρες από τα 50 τους;
Πλέον, όμως, οι δικαιολογίες του “εξαιρετικώς κατεπείγοντος” εξαντλούν την πειθώ τους και οι αυτονόητες παρεμβάσεις τελειώνουν. Το Μνημόνιο περνάει στη δεύτερη φάση των ριζικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και η ώρα των μεγάλων αποφάσεων πλησιάζει. Το Μαξίμου πρέπει να αποφασίσει, για παράδειγμα, αν θα διατηρήσει δημόσιο πυλώνα στο τραπεζικό σύστημα, αν θα συναινέσει στο άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων για τα οποία υπάρχουν σοβαρά επιχειρήματα ότι δεν πρέπει να ανοίξουν και αν θα ιδιωτικοποιήσει ακόμη και κερδοφόρες δημόσιες επιχειρήσεις. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο ότι όλοι όσοι θεωρούν ότι θίγονται (δικηγόροι, υπάλληλοι ΟΣΕ και ΔΕΗ, φαρμακοποιοί, κλπ.) απειλούν με ολοκληρωτικό πόλεμο το φθινόπωρο. Το πρόβλημα είναι ότι η κυβέρνηση οφείλει να δικαιολογήσει πολιτικά και ιδεολογικά τις κινήσεις που θα κάνει στο εξής. Να τις στηρίξει πειστικά και να τις παρουσιάσει ως δικές της πρωτοβουλίες, έστω και στα περιορισμένα πλαίσια ελιγμών που της αφήνουν τα ήδη συμπεφωνημένα.
Αν τα καταφέρει, τότε δεν θα ήταν υπερβολή να προβλέψει κανείς ότι θα μπορούσε να περάσει στην ιστορία ως μία από τις πιο επιτυχημένες κυβερνήσεις από συστάσεως ελληνικού κράτους. Αν όχι, τότε όχι μόνο θα καταρρεύσει λόγω εσωτερικής ανταρσίας, αλλά και όλοι θα τη συγκρίνουν στο μέλλον με τη “τριετία” (1990-93) των άτσαλων και ατζαμίδικων αλλαγών, χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr